Η Άννα Καρακατσούλη είναι καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Πολιτισμού στο ΕΚΠΑ και Διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιστορίας του Βιβλίου. Το νέο της βιβλίο («”Το ξίφος του πνεύματος”: Βιβλίο, πολιτισμική ηγεμονία και άκρα Δεξιά στην Ελλάδα μετά το 1974», εκδ. Gutenberg) εξετάζει τη δομή, τη λειτουργία και την παραγωγή των ακροδεξιών και εθνικιστικών εκδοτικών οίκων και ομάδων, χαρτογραφώντας την terra incognita της άλλης πλευράς. Αντικομμουνισμός, αντισημιτισμός, ισλαμοφοβία, ομοφοβία και θεωρίες συνωμοσίας τοποθετούνται δίπλα από τηλεπωλήσεις αρχαιολατρικών βιβλίων, νεοναζιστικά περιοδικά και εθνικοπατριωτικά βιβλιοπωλεία, προκειμένου να εξεταστούν ψύχραιμα και μεθοδικά – δηλαδή στην ιστορική τους διάσταση. Το βιβλίο της Καρακατσούλη διερωτάται για την πολιτισμική ηγεμονία της άκρας Δεξιάς στην Ελλάδα, υποδεικνύει ένα πεδίο έρευνας και μας καλεί να δούμε το «πρόσωπο του τέρατος» χωρίς τέτοιου είδους αποτροπαϊκές μεταφορές – δηλαδή να το αντιμετωπίσουμε με γνώση.

 

Η ιστορία του βιβλίου είναι πεδίο που στην Ελλάδα μάλλον δεν έχει ευδοκιμήσει ιδιαιτέρως. Η προηγούμενη μεγάλη δουλειά σας είχε να κάνει με την ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2011). Οι προκλήσεις του νέου βιβλίου ποιες ήταν και πώς αυτές εγγράφονται στο επιστημονικό πεδίο;

Όταν μελέτησα την ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας υπήρχε έστω ένα υποτυπώδες αρχείο και αρκετές φιλολογικές μελέτες για τους συγγραφείς που με ενδιέφεραν. Στην περίπτωση της ακροδεξιάς εκδοτικής παραγωγής δεν είχα τίποτα ανάλογο και χρειάστηκε να συγκροτηθεί ένας κατάλογος εκδοτών, συγγραφέων και τίτλων εκ του μηδενός. Η επιχείρηση ήταν ακόμη πιο περίπλοκη καθώς αφορούσε έναν πολιτικό χώρο ιδιαίτερα δύσπιστο στους εξωτερικούς παρατηρητές. Στην ουσία μιλάμε για μια εθνογραφικού τύπου έρευνα καθώς έπρεπε να περιγραφεί μια σύγχρονη υποκουλτούρα και η αποτύπωσή της στην έντυπη παραγωγή. Ένα έλλειμμα ωστόσο που έγινε πολύ αισθητό αναφορικά με την ιστορία του βιβλίου στην Ελλάδα ήταν η απουσία ερευνών για την εκδοτική δραστηριότητα εκτός Αθηνών. Οι ακροδεξιοί και εθνικιστικοί εκδοτικοί οίκοι είναι διεσπαρμένοι σε όλη τη χώρα, από την Αλεξανδρούπολη ώς τη Μάνη, αλλά δύσκολα μπορούμε να τους εξετάσουμε στο πλαίσιο της περιοχής όπου δραστηριοποιούνται καθώς οι ελάχιστες μελέτες ιστορίας του βιβλίου που διαθέτουμε αφορούν εκδοτικές επιχειρήσεις της πρωτεύουσας. Η υπόλοιπη επικράτεια αγνοείται. Με το Εργαστήριο Ιστορίας του Βιβλίου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και με τον Κύκλο Πολιτισμικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο ΕΝΑ εργαζόμαστε ώστε να καλυφθεί κάπως αυτό το κενό αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα.

Στη συγκεκριμένη μελέτη συγκεντρώθηκαν περισσότερες από 4.000 εκδόσεις από το 1974 ώς το 2023 –των οποίων ο κατάλογος έχει αναρτηθεί σε ελεύθερη πρόσβαση στον ιστότοπο των εκδόσεων Gutenberg (www.dardanosnet.gr/product/to-xifos-tou-pnevmatos)– και παρουσιάζεται αναλυτικά η παραγωγή περίπου τριάντα εκδοτικών οίκων και επωνυμιών. Ακόμη, η εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα εξετάζεται συγκριτικά με τη διεθνή αντίστοιχη, εντοπίζονται συνέργειες με οίκους και οργανώσεις του εξωτερικού καθώς και σημαίνουσες διαφοροποιήσεις. Το ελληνικό παράδειγμα τοποθετείται δηλαδή στο ευρωπαϊκό κυρίως πλαίσιο της ανόδου της άκρας Δεξιάς (η «εναλλακτική δεξιά», η alt-Right των ΗΠΑ έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά), καθώς διαπιστώνονται συνεργασίες και επαφές από τα χρόνια της δικτατορίας ακόμα.

 

Ένας διαχωρισμός που κάνετε είναι ανάμεσα σε εκδόσεις εξτρεμιστικών και εθνικιστικών ομάδων. Έχει ενδιαφέρον να αντιληφθούμε ότι η άκρα Δεξιά είναι ένα φάσμα με πολλές τάσεις. Μπορείτε να μας πείτε σε ποια σημεία συγκλίνουν και σε ποια διαφοροποιούνται εκδοτικά;

Η επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει πια ότι ο όρος «ακροδεξιά» είναι πολύ γενικός και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εμπεριέχονται σε αυτόν διαφορετικές απόψεις και τάσεις και αυτό το διαπιστώσαμε και κατά την εξέταση της εκδοτικής παραγωγής. Μελετώντας τους τίτλους που εκδίδουν οι διάφοροι οίκοι γίνεται σαφής η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των «ελληνοκεντρικών - πατριωτικών» οίκων, που εστιάζουν στους έλληνες ρομαντικούς διανοούμενους των αρχών του 20ού αιώνα, όπως οι Περικλής Γιαννόπουλος και Ίωνας Δραγούμης, και τα εγχώρια αυταρχικά καθεστώτα του Ιωάννη Μεταξά και των συνταγματαρχών, και εκείνων της εξτρεμιστικής δεξιάς που κυκλοφορούν πολλές μεταφράσεις ναζιστικών και νεοναζιστικών έργων και δίνουν έμφαση στον αντισημιτισμό και τον ιστορικό αναθεωρητισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημεία σύγκλισης είναι ο αντικοινοβουλευτισμός και ο αντικομμουνισμός, όμως η θεωρητική θεμελίωσή τους διαφέρει σημαντικά.

 

Μιλάτε για έναν στρατευμένο εκδοτικό χώρο, για ένα κλειστό κύκλωμα συγγραφής, παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης του ακροδεξιού και εθνικιστικού βιβλίου. Πώς αυτά συνδέονται έμπρακτα και υλικά με την κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς και την απήχησή της σε ευρύτερα ακροατήρια;

Το «κλειστό κύκλωμα» αφορά την παραγωγή και διακίνηση αυτών των εντύπων. Η «κατανάλωσή» τους όμως μας διαφεύγει, είναι πολύ περίπλοκη η ακριβής εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού κάθε βιβλίου, όχι μόνο της συγκεκριμένης κατηγορίας. Αγοράζουμε βιβλία για άλλους ή που τελικά δεν θα διαβάσουμε ποτέ. Η δική μας υπόθεση εργασίας είναι ότι τα βιβλία εθνικιστικού και ακροδεξιού περιεχομένου κυκλοφορούν ευρύτερα, πέραν της διαπιστωμένης εκλογικής βάσης των αντίστοιχων κομμάτων. Οι τηλεπωλήσεις από τη δεκαετία του 1990 και η σύγχρονη πρακτική των πωλήσεων μέσω διαδικτύου διευκολύνουν σημαντικά την πρόσβαση σε αυτά. Είναι ένας χώρος που κατορθώνει να παραμένει βιώσιμος οικονομικά και να αναπαράγεται, αν και λειτουργεί εκτός της καθιερωμένης βιβλιαγοράς. Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως για τα βιβλία που διακινούνται μέσω τηλεοπτικών εκπομπών) μαρτυρείται μάλιστα ότι είναι ιδιαίτερα επικερδής. Πρέπει να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για αυτοεκδόσεις αλλά οι εκδότες αναλαμβάνουν το κόστος και το ρίσκο των βιβλίων που επιλέγουν.

Δύο στοιχεία αξίζει να επισημανθούν: Αφενός, η γεωγραφική διασπορά αυτών των εκδοτικών εγχειρημάτων που αναφέραμε στην αρχή και, αφετέρου, η ανανέωσή τους με διαρκώς νέα πρόσωπα και σχήματα, σύγχρονα και ενημερωμένα για τη διεθνή βιβλιογραφία σε θέματα εθνικισμού, εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής φιλοσοφίας και οικονομίας κ.ά. Στα τελευταία διαπιστώνεται μια ιδιαίτερη μέριμνα για την επιμέλεια και εμφάνιση των βιβλίων που εκδίδουν, τα οποία δεν διακρίνονται καθόλου από τη λοιπή βιβλιοπαραγωγή, σε αντίθεση με τα σχετικά προχειροφτιαγμένα βιβλία του παρελθόντος.

 

Από τη μία πλευρά, τα βιβλία γνωστών και σεσημασμένων εκδοτικών οίκων και, από την άλλη, η εξέταση των τηλεπωλήσεων του Καρατζαφέρη, του Γεωργιάδη, του Λιακόπουλου και του Βελόπουλου. Πώς η ελληνική άκρα Δεξιά προώθησε την ιδεολογία της τελικά; Μήπως αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να δούμε το φαινόμενο όχι μόνο σε επίπεδο λόγων αλλά και μέσων;

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης επινόησε μεθόδους προώθησης βιβλίων, ιδεών και προσώπων που ήταν καινοφανείς για την ελληνική αγορά και κοινωνία. Χρησιμοποίησε τις δυνατότητες της ιδιωτικής τηλεόρασης στο έπακρο για να «πουλήσει» το εθνικιστικό ιδεολόγημα και έδωσε βήμα στους ανερχόμενους τηλεπωλητές βιβλίων, ώστε να εκφράσουν δημόσια τις ακραίες θέσεις που δεν μπορούσαν να εκφέρουν στον πολιτικό στίβο. Από εκεί αναδείχθηκε άλλωστε η νεότερη γενιά των Γεωργιάδη και Βελόπουλου.

Οι λοιποί εκδοτικοί οίκοι είναι πιο παραδοσιακοί στις μεθόδους προώθησης των τίτλων τους και το πράττουν μέσω καταχωρήσεων στα περιοδικά του χώρου και της παρουσίας τους με πάγκους στις εθνικιστικές συγκεντρώσεις. Ορισμένοι συμμετέχουν συστηματικά και στα τακτικά φεστιβάλ βιβλίου των γενικών εμπορικών εκδοτών. Πρέπει να επισημάνουμε βέβαια ότι οι εκδότες του συγκεκριμένου χώρου στράφηκαν πολύ νωρίτερα από τους υπόλοιπους στις ηλεκτρονικές πωλήσεις μέσω διαδικτύου. Αυτό έγινε για προληπτικούς λόγους καθώς περιόρισε την ορατότητα των φυσικών βιβλιοπωλείων, που είχαν γίνει επανειλημμένα στόχος εμπρηστικών επιθέσεων, και παράλληλα επέκτεινε την πελατεία τους σε όλη την επικράτεια.

 

Αφιερώνετε αρκετές σελίδες σε έλληνες διανοούμενους με τους οποίους οι σύγχρονοι εθνικιστές και ακροδεξιοί νιώθουν πνευματική εγγύτητα. Εκ πρώτης όψεως λίγη σχέση φαίνεται να έχει, π.χ., ο Παλαμάς και ο Εφταλιώτης με τη Χρυσή Αυγή. Πρόκειται για ιδεολογική χρήση;

Ασφαλώς πρόκειται για εργαλειοποίηση του έργου τους για αλλότριους σκοπούς. Όμως η χρήση που γίνεται από τους μεταγενέστερους σε λογοτέχνες ή σε συνθέτες, και σκέπτομαι εδώ τον Βάγκνερ, επ’ ουδενί δεν μπορεί να «χρεωθεί» στους ίδιους τους δημιουργούς. Κάθε εποχή διαβάζει και ερμηνεύει ένα καλλιτεχνικό έργο επισημαίνοντας τα στοιχεία που αναζητά η ίδια. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, οι εθνικές ιδέες στον Παλαμά και τον Εφταλιώτη αποσπώνται από το ιστορικό τους πλαίσιο και μετατρέπονται σε πολιτικά συνθήματα. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Κ.Π. Καβάφης ήταν από τους αγαπημένους του Νίκου Μιχαλολιάκου…

Ο εθνικιστικός «κανόνας» περιλαμβάνει τους αναμενόμενους Π. Γιαννόπουλο και Ί. Δραγούμη αλλά και αρκετούς άλλους διανοούμενους του Μεσοπολέμου, άγνωστους στους περισσότερους όπως τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Δημήτριο Βεζανή και τη συνεργάτιδα του ναζιστικού και του μεταξικού καθεστώτος Σίτσα Καραϊσκάκη ή γνωστούς αλλά με εντελώς διαφορετική ιδιότητα όπως τον κλασικό φιλόλογο Ιωάννη Συκουτρή.

 

Στο βιβλίο τίθενται και δύσκολα ερωτήματα, τα οποία νομίζω ότι αφορούν την Αριστερά αλλά και το ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι παρεμβάσεις σε βιβλιοπωλεία και πολιτικά στέκια, η λογοκρισία και –για να το πούμε απερίφραστα– η βία, το σπάσιμο της βιτρίνας, η μπογιά στον τοίχο. Θεσμική περιστολή, λοιπόν, του ακροδεξιού λόγου, ξύλο στους φασίστες ή κάτι άλλο;

Αρκετές από τις «παρεμβάσεις» πήγαν παραπέρα από τις μπογιές στον τοίχο, ήταν καταστροφικές εμπρηστικές επιθέσεις στο κέντρο της Αθήνας. Πιστεύω ότι είναι πολιτικά και ηθικά ορθό να μην εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία και το κάψιμο των βιβλίων είναι απαράδεκτα πέρα ώς πέρα. Δεν μπορεί να καταδικάζονται οι ναζιστικές πρακτικές αλλά να επικροτείται η καταστροφή ενός εθνικιστικού βιβλιοπωλείου. Στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης πρέπει να βρούμε τον τρόπο ώστε οι ιδέες που θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατία να αντικρούονται στο πεδίο του λόγου και να χάνουν την απήχησή τους.

Είναι ένα σημείο που με απασχόλησε ιδιαίτερα, η εξήγηση δηλαδή της διευρυνόμενης αποδοχής των εξτρεμιστικών και μισαλλόδοξων απόψεων. Όπως το έθεσε ο Ταγκιέφ, πρόκειται για τη «μη μαρξίζουσα αμφισβήτηση των σημερινών κοινωνιών». Η απόρριψη της σύγχρονης πραγματικότητας είναι εύκολα ερμηνεύσιμη καθώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σχεδόν η χώρα ζει σε καθεστώς κοινωνικής έντασης, κρίσης και φτωχοποίησης. Το ζητούμενο είναι η επεξεργασία και ερμηνεία αυτής της συνθήκης να εντοπίζει σωστά τα αίτια και να μην στρέφεται σε σκοτεινές συνωμοσίες, εξωγήινους σωτήρες και αποδιοπομπαίους τράγους. Ίσως αυτή είναι η χρησιμότητα του βιβλίου, ότι παρουσιάζει το πλήθος (και το χάος) των αντιλήψεων του ακροδεξιού και εθνικιστικού χώρου και συμβάλλει στην καλύτερη αντίληψή μας για αυτόν.

 

Η παρουσίαση του βιβλίου «Το ξίφος του πνεύματος: Βιβλίο, πολιτισμική ηγεμονία και άκρα Δεξιά στην Ελλάδα μετά το 1974» θα γίνει την Τρίτη 16 Απριλίου, στις 7.30μμ, στην ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Ξενοφών Κοντιάδης (Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέας), Μανώλης Κοττάκης (διευθυντής της εφημ. Εστία) και Αντώνης Λιάκος (ομ. Καθηγητής Ιστορίας ΕΚΠΑ, συγγραφέας). Συντονίζει η δημοσιογράφος Αναστασία Γιάμαλη.

 

Παναγιώτης Ελ Γκεντί O Παναγιώτης Ελ Γκεντί είναι υποψήφιος διδάκτωρ ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ. Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet