«Σπάσε τη σιωπή. Είμαστε εδώ», είναι το σύνθημα που χρησιμοποιεί η Ελληνική Αστυνομία για την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας σε ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και στην προώθηση του έργου των υπηρεσιών της. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Απολογισμού Έργου Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακή Βίας (Νοέμβριος 2023) της ΕΛ.ΑΣ., έχει αναπτυχθεί ένα δίκτυο υπηρεσιών σε όλη τη χώρα το οποίο αποτελείται από εξειδικευμένο προσωπικό, με πλούσια δραστηριότητα ενημερωτικών δράσεων, συνεργασιών με φορείς, και συνεχούς εκπαίδευσης.
Μετά την τελευταία γυναικοκτονία το βράδυ της 1ης Απρίλη, μόλις ελάχιστα μέτρα από το φυλάκιο του Αστυνομικού Τμήματος Αγίων Αναργύρων, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες φαντάζουν έωλες. Έχοντας γίνει μάρτυρες πολλών γυναικοκτονιών οι οποίες μας έχουν συγκλονίσει, παρατηρούμε ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι καταλογίζουν στις γυναίκες ότι δεν φεύγουν, ότι ανέχονται, ότι δεν καταγγέλλουν. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Όλα έγιναν όπως έπρεπε, όπως λένε οι καμπάνιες και συμβουλεύουν οι αρχές. Μια γυναίκα η οποία υφίστατο κακοποίηση, κατήγγειλε τον κακοποιητή της για βιασμό και ξυλοδαρμό, ζήτησε περιοριστικά μέτρα, έφτασε μέχρι την πόρτα της αστυνομίας, τελικά έκανε όλα όσα έπρεπε να κάνει, έκανε ό,τι προβλέπεται, και βρέθηκε νεκρή από τις μαχαιριές του πρώην συντρόφου της. Στην προσπάθειά της να προστατευθεί ζήτησε βοήθεια από το Α.Τ. της περιοχής της, της την αρνήθηκαν και ακολουθώντας τις οδηγίες τους αναζήτησε εκ νέου προστασία από την Άμεση Δράση, προσπάθεια επίσης άκαρπη αφού έγινε δέκτης ειρωνείας του αστυνομικού, ελάχιστα μόλις δευτερόλεπτα πριν δολοφονηθεί, με άπραγο, απαθή και αδιάφορο θεατή τον αστυνομικό υπηρεσίας.
Για να αναδειχθεί το μέγεθος της διάχυσης της έμφυλης βίας στην ίδια την κοινωνία και την πολιτική, και απέχοντας παρασάγγας από προσεγγίσεις που αντιλαμβάνονται τις γυναικοκτονίες ως μεμονωμένα περιστατικά, εστιάζουμε στην αντανάκλαση του συστήματος της πατριαρχίας στους θεσμούς, ενός συστήματος το οποίο τροφοδοτείται από την έμφυλη ανισότητα.
Η κάθε μία γυναικοκτονία δεν είναι ιδιωτικό ζήτημα, ούτε πηγάζει από την παθολογική ζήλεια των ανδρών. Πρόκειται για μια πράξη στην οποία εμφιλοχωρούν σχέσεις εξουσίας που υπαγορεύονται από την εκμετάλλευση και την καταπίεση των γυναικών και των θηλυκοτήτων, με τη βία να αναδεικνύεται σε δομικό συστατικό στοιχείο του κράτους. Πέρα από κάθε φυσικό υποκείμενο του εγκλήματος της γυναικοκτονίας, υπάρχει η βία των κρατικών θεσμών οι οποίοι δεν κινητοποιούνται για να προστατεύσουν τη ζωή των γυναικών και των θηλυκοτήτων.
Τούτο γίνεται σαφέστατο στην υπόθεση της 28χρονης Κυριακής, όπου συμπυκνώνονται οι βασικές θέσεις των ερευνών που αφορούν στην έμφυλη βία. Η γυναικοκτονία συνιστά την ακραία μορφή μιας ήδη υπάρχουσας βίας (βιασμός και ξυλοδαρμός) των ανδρών ενάντια στις γυναίκες. Η ανδρική δικαιοδοσία πάνω στις γυναίκες (την παρακολουθούσε και δεν μπορούσε να δεχθεί ότι έφυγε) είναι κάτι δεδομένο και «φυσιολογικό» σ’ ένα πατριαρχικό σύστημα. Οι γυναίκες ενθαρρύνονται να μιλούν και να καταγγέλλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, και συχνά-πυκνά ακούμε «γιατί δεν έφυγε;» ή «γιατί δεν τον κατήγγειλε;», και όταν τελικά η γυναίκα ακολουθεί τις οδηγίες της κοινωνίας, δεν παίρνει καμία θεσμική απάντηση. Μη μιλήσουμε για την επίρριψη ευθυνών στο θύμα (το έγκλημα το ώθησε η κοινωνική δικτύωση. Η κοπέλα ήταν χαρούμενη, ευτυχισμένη, δύο μήνες περνούσε καλά, το έβγαζε προς τα έξω, ο άλλος ήταν τρελός, σχιζοφρενής, stalker), αποκρύπτοντας εντελώς τη δομική βία η οποία συνηγορεί στην αποτυχία προστασίας και ασφάλειας όλων των πολιτών, και ενοχοποιώντας παράλληλα τις δολοφονημένες γυναίκες για τον ίδιο τους το θάνατο. Με το να βλέπουμε πίσω από κάθε γυναικοκτόνο έναν τρελό ή έναν ψυχοπαθή, παραβλέπουμε τις δομικές αιτίες οι οποίες έχουν ως βάση το σεξισμό, την έμφυλη ιεραρχία και ανισότητα.
Αξίζει, επιπλέον, να επισημανθεί, έστω και ακροθιγώς, η επιθετική ανδροπρέπεια και η επίδειξη αρρενωπότητας του γυναικοκτόνου, ο οποίος έχει ήδη κατηγορηθεί για πράξεις βίας, γεγονός το οποίο δεν προκαλεί εντύπωση αφού ο ρόλος της αρρενωπότητας είναι κεντρικός σε μια πατριαρχική ιδεολογία η οποία θέλει τις γυναίκες ιδιοκτησία των ανδρών.
Έτσι, έχουμε την απραξία και την ανεπάρκεια των θεσμών, και εν προκειμένω της αστυνομίας, και κατ’ επέκταση τη συνενοχή του ίδιου του κράτους το οποίο έμμεσα αποδέχεται τις έμφυλες ανισότητες και διακρίσεις, κανονικοποιώντας την έμφυλη βία, η οποία συναντιέται με την ταξική ανισότητα, αν σκεφτεί κανείς το μεγάλο αριθμό αστυνομικής δύναμης η οποία φρουρεί επίσημα πρόσωπα και πολιτικούς, που αν καλούσαν εκείνοι την αστυνομία, με βεβαιότητα δεν θα έχαιραν της ίδιας αντιμετώπισης.
Ανακαλώντας, καταληκτικά, την ποιήτρια Κική Δημουλά, «δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου/ μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο/ κι η στάση σου είναι η θέλησή σου/ κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις/ την αγωνία του αιχμαλώτου», δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε, τελικά, πόσο πολύ επικίνδυνο είναι να είσαι γυναίκα αντιμετωπίζοντας όχι μόνο τη βία των ανδρών, αλλά και τη βία των θεσμών, και αυτό είναι πέρα για πέρα ένα πολιτικό ζήτημα.