Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου επίθεση του υπουργείου Παιδείας εναντίον των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Με ένα νόμο αξιολόγησης ο οποίος μας γυρίζει πολλές δεκαετίες πίσω, στην αλήστου μνήμης εποχή του επιθεωρητισμού, ποινικοποιώντας το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας με την επιλεκτική χρήση της δικαστικής εξουσίας και με την συνεχή αποστολή εκφοβιστικών και εκβιαστικών εγκυκλίων, το υπουργείο επιχειρεί να ποδηγετήσει το εκπαιδευτικό κίνημα. Με μια νοοτροπία ακραίου νεοφιλελεύθερου ελιτισμού, αγνοεί προκλητικά την εκπαιδευτική κοινότητα, την δημοκρατική λειτουργία του σχολείου, την παιδαγωγική ελευθερία και επιχειρεί να περάσει διά πυρός και σιδήρου ένα ζοφερό κλίμα αδυσώπητου ανταγωνισμού και ανυπόφορης γραφειοκρατικής λειτουργίας στα σχολεία.
Σε αγαστή σύμπνοια με τα καθοδηγούμενα ΜΜΕ, το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να δυσφημίσει τον αγώνα των εκπαιδευτικών απέναντι στην επιχειρούμενη αξιολόγηση. Αποδομώντας συνολικά το αντιδραστικό μοντέλο της κακόφημης αξιολόγησης, η ανακοίνωση των 36 μελών του διδακτικού προσωπικού του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ., των πλέον επιστημονικά αρμόδιων σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Παραγνωρίζοντας την ποικιλομορφία των μοντέλων συλλογικού αναστοχασμού από τους εκπαιδευτικούς της σχολικής ζωής και του έργου τους, τα οποία αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία, η ελληνική πολιτεία δρομολογεί ένα σύστημα αξιολόγησης, το οποίο επιδιώκει να υπαγάγει τη σχολική ζωή, τη διδακτική δραστηριότητα και τις παιδαγωγικές σχέσεις σε καθεστώς μέτρησης, σύγκρισης, ιεραρχικής κατάταξης, ανταγωνισμού και ελέγχου. Εμφορείται από την αντίληψη ότι το εκπαιδευτικό έργο μπορεί να τυποποιηθεί, να μετρηθεί και να συγκριθεί, με αποτέλεσμα τη βαθμολόγησή του και τη διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών βάσει των επιδόσεών τους. Ότι μπορεί κάποια/κάποιος, ως αξιολογήτρια/αξιολογητής, συλλέγοντας ορισμένα στιγμιότυπα της εκπαιδευτικής καθημερινότητας, να έχει συγκροτημένη αντίληψη για την απόδοση μιας/ενός εκπαιδευτικού επί πληθώρας εξαιρετικά σύνθετων, δυναμικών, αστάθμητων και ουσιαστικά μη μετρήσιμων πτυχών του έργου της/του.
Η επιχειρούμενη από την κυβέρνηση αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μετατρέπει την προσωπική γνώμη της αξιολογήτριας/του αξιολογητή σε ρυθμιστικό παράγοντα της σχολικής ζωής, υπάγοντας την τελευταία σε καθεστώς αυθαιρεσίας, μιας και ουδόλως έχει διευκρινιστεί (πώς θα μπορούσε, άραγε, να γίνει κάτι τέτοιο;!) τι ακριβώς συνιστά πρότυπη-υποδειγματική διδασκαλία, πρότυπη-υποδειγματική ανταπόκριση της/του εκπαιδευτικού στην πληθώρα των ζητημάτων των διαφόρων πεδίων, στα οποία αυτή/αυτός καλείται να αξιολογηθεί (και μάλιστα τι συνιστά πρότυπη-υποδειγματική διδασκαλία με βάση ενιαία κριτήρια βαθμολόγησης που να ισχύουν για όλες τις αξιολογήτριες και όλους τους αξιολογητές, από την Κρήτη έως τον Έβρο).
Φρονούμε, λοιπόν, ότι η αξιολόγηση δεν έχει σχέση με την υποστήριξη και βελτίωση του έργου των εκπαιδευτικών. Αποσκοπεί στην ενίσχυση του γραφειοκρατικού ελέγχου τους, στην αύξηση των ευθυνών τους για πληθώρα προβλημάτων των σχολείων και της σχολικής ζωής, τα οποία άπτονται των εφαρμοζόμενων κεντρικών πολιτικών που ταλαιπωρούν εδώ και χρόνια την εκπαίδευση και την κοινωνία.
Δέον να επισημανθεί εμφατικά ότι οι εκπαιδευτικοί έρχονται καθημερινά αντιμέτωπες/αντιμέτωποι με δυσκολίες και προβλήματα των μαθητριών και μαθητών, στα οποία αντανακλώνται κρισιακά φαινόμενα όχι απλώς της σύγχρονης οικογένειας, αλλά της σύγχρονης κοινωνίας (με εξάπλωση των μορφών αποξένωσης, ανταγωνισμού, ρατσισμού, σωματικής και ψυχικής βίας). Η επιχειρούμενη αξιολόγηση επιδιώκει να αποκρύψει τους καθοριστικούς οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς παράγοντες που καθορίζουν, υπονομεύουν, παραμορφώνουν τη δημόσια εκπαίδευση, βάζοντας στο προσκήνιο τις/τους εκπαιδευτικούς ως υπεύθυνες/υπεύθυνους και ενόχους για ό,τι πάει στραβά στα σχολεία.
Ταυτόχρονα, η επιχειρούμενη αξιολόγηση επιδιώκει να αλλάξει άρδην το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών, να θεσμοθετήσει την ανταγωνιστική μέτρηση των επιδόσεών τους από μια γραφειοκρατική διοίκηση που θα έχει ουσιαστικό έλεγχο επί αυτών.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη αυτές τις εξελίξεις και ιδιαιτέρα την προσπάθεια της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει τη συνδικαλιστική δράση των εκπαιδευτικών (με αλλεπάλληλες δικαστικές προσφυγές κατά της απεργίας, και την πρόσφατη οδηγία αντικατάστασης των διευθυντριών/διευθυντών που αρνούνται να λάβουν μέρος στην αξιολόγηση των συναδέλφων τους):
α) καταδικάζουμε την αδιάλλακτη-αυταρχική στάση της κυβέρνησης προς τις/τους εκπαιδευτικούς, χωρίς το κρίσιμο διδακτικό και παιδαγωγικό έργο των οποίων δεν νοείται σχολείο, μόρφωση και ανάπτυξη των μαθητριών και των μαθητών
β) δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας στον αγώνα των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενάντια στον επιχειρούμενο δια της αξιολόγησης γραφειοκρατικό έλεγχο του έργου τους
γ) καλούμε την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία να στηρίξει τους αγώνες του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών ενάντια στην κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και στην εμπορευματοποίηση-ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, για την πραγματική υποστήριξη του δημόσιου σχολείου και την ουσιαστική ενίσχυση του εκπαιδευτικού έργου
δ) καλούμε την ακαδημαϊκή κοινότητα, το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, τους συλλόγους γονέων, την κοινωνία να εντείνουν τις προσπάθειες για την εμπέδωση ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου, προς όφελος των κοινωνικών και μορφωτικών αναγκών του λαού μας».
Πάνος Δημητρούδης