Ο Θέμης Αμπλάς, μέλος διοίκησης της ΓΣΕΕ, πρόεδρος Ομοσπονδίας Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδας και υποψήφιος ευρωβουλευτής με την Νέα Αριστερά, μιλά στην Εποχή για την απεργία της 17ης Απρίλη και την κρίση αξιοπιστίας του συνδικαλιστικού κινήματος.
Δεν είναι λίγες οι πανελλαδικές απεργίες των τελευταίων χρόνων. Μας εξηγείτε γιατί προχωράτε σε απεργία στις 17 Απριλίου;
Πράγματι, δεν είναι λίγες οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και των Συνδικάτων των τελευταίων χρόνων, θα μπορούσαν να είναι περισσότερες, αλλά ποτέ δεν θα είναι πολλές. Ποτέ δεν θα είναι πολλές οι απεργιακές κινητοποιήσεις όσο οι εργαζόμενοι και οι συλλογικές τους εκπροσωπήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δυστοπία και απέναντι σε ένα και αντεργατικό και εχθρικό περιβάλλον.
Η διαρκής απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η διαχρονική υποτίμηση της εργασίας των μισθωτών δεν αφήνουν πλέον κανένα περιθώριο ηπιότερων αντιδράσεων. Τα Συνδικάτα ως φορείς εκπροσώπησης είναι υποχρεωμένα να παρακολουθούν τις εξελίξεις, να αντιλαμβάνονται τα γεγονότα και την πραγματικότητα και να παρεμβαίνουν άμεσα, όχι μόνο όταν θίγονται στενά συντεχνιακά τους συμφέροντα, αλλά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία θίγεται το σύνολο της κοινωνίας. Πρέπει να παρεμβαίνουν και να βρίσκονται απέναντι σε κάθε προσπάθεια κατάργησης δικαιωμάτων, σε κάθε προσπάθεια παρεμπόδισης πρόσβασης στα δημόσια κοινωνικά αγαθά, σε κάθε προσπάθεια υποβάθμισης και υπονόμευσης της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών θεσμών.
Η γενική πανελλαδική απεργία της ΓΣΕΕ, καθυστερημένα μεν, αλλά ως μονόδρομος και αναγκαιότητα δε, έρχεται να αναδείξει και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει το νοσηρό φαινόμενο της ακρίβειας, της αισχροκέρδειας και της κερδοσκοπίας, την έλλειψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, και των πενιχρών αποδοχών, καθώς και το ζήτημα της παρεμπόδισης με ευθύνη της πολιτείας και των εφαρμοζόμενων δεξιών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, παρεμπόδισης πρόσβασης στα εργαλεία κατάρτισης Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και καθορισμού του κατώτατου μισθού, προς όφελος των εργαζόμενων και προς όφελος συνολικά της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας η οποία θίγεται, είναι στο στόχαστρο αυτών των πολιτικών και υποφέρει.
Η προετοιμασία της γενικής πανελλαδικής απεργίας της ΓΣΕΕ, στις 17 Απρίλη, η οποία έρχεται να αναδείξει όλα αυτά τα ζητήματα, με αιτήματα την πάταξη της ακρίβειας, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, τη χορήγηση πραγματικών αυξήσεων των μισθών και την επαναφορά του σημαντικού εργαλείου της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, είναι σε εξέλιξη. Προπαγανδίζεται αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη τη χώρα, με τη συμμετοχή και τη στήριξη βεβαίως και των στελεχών της παράταξης μας ΕΜΕΙΣ/ΑΡΚΙ στη Συνομοσπονδία, με σκοπό και στόχο η κινητοποίηση της 17 Απρίλη, να αποτελέσει ένα μεγάλο σημαντικό πολιτικό γεγονός και να στείλει στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, το μήνυμα των εργαζόμενων και ολόκληρης της κοινωνίας, ότι δεν πάει άλλο.
Η αλήθεια είναι ότι ειδικά μεταξύ των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, το ποσοστό αυτών που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις δεν είναι μεγάλο. Πώς μπορεί αυτό να αλλάξει;
Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, κατά τη διάρκεια των απανωτών και διαδοχικών κρίσεων, οικονομικής κρίσης, υγειονομικής κρίσης, ενεργειακής κρίσης και στην παρούσα φάση της κρίσης ακρίβειας, έχουν υποστεί τα πάνδεινα.
Καταχρηστικές απολύσεις, μειώσεις μισθών, ατομικές συμβάσεις με εξευτελιστικούς όρους, μετακινήσεις και εκδικητικές μεταθέσεις, παράνομες μεταβολές των όρων εργασίας, υποτίμηση και απαξιωτικές συμπεριφορές.
Η μεθοδευμένη και με σκοπιμότητα απορρύθμιση και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, κατά παραγγελία του ΣΕΒ και της μαύρης εργοδοσίας, δεν άφησαν κανένα εργαζόμενο ανεπηρέαστο. Ταυτόχρονα, η σε υψηλά επίπεδα ανεργία, η κατάρρευση των ελεγκτικών μηχανισμών της πολιτείας, οι υπολειτουργούσες αρχές του ΣΕΠΕ και η αδυναμία πρόσβασης σε αυτές, οι πιέσεις και οι εκβιασμοί της εργοδοσίας, ο φόβος, η ανασφάλεια και η απόλυτη εξάρτηση από το μισθό και τις φτωχές αποδοχές, δεν αφήνουν τους σκληρά και κάτω από απαράδεκτες και αντίξοες συνθήκες εργαζόμενους, να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο, πέραν του αγώνα και της μεγάλης και επίπονης προσπάθειας, την οποία πρέπει να καταβάλουν, αυτή της προσωπικής τους επιβίωσης.
Η αντιστροφή όλων αυτών των όρων και των προαναφερόμενων συνθηκών, η επιστροφή στην κανονικότητα και η αποκατάσταση του αισθήματος εργασιακής ασφάλειας καθώς υποστηρικτικές πολιτικές των ανθρώπων του μόχθου και οι νομοθετικές παρεμβάσεις επαναφοράς των εργασιακών κανόνων, αν υπάρξουν, μπορεί, πιστεύω και ελπίζω, μακροπρόθεσμα να αλλάξουν το κλίμα και ενδεχομένως τη βούληση των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα, πύκνωσης των γραμμών των συνδικάτων και συμμετοχής στις δράσεις τους.
Είναι, επίσης, σαφές ότι η εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στις συνδικαλιστικές τους ηγεσίες έχει μειωθεί. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό και πώς εξηγείται σε μια περίοδο όπως αυτή της κρίσης;
Εδώ και πολλά χρόνια έχει γίνει αισθητή η κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι διαχρονικές παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος έχουν γίνει αντιληπτές από εργαζόμενους, οι οποίοι με δυσπιστία, επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα και τους εκπροσώπους τους.
Η κομματικοποίηση, η εξάρτηση των συνδικάτων και των συνδικαλιστών από εργοδοτικά συμφέροντα, ο παραγοντισμός, η επιδίωξη προσωπικού οφέλους, η ασυνέπεια, η έλλειψη αρχών και οι αδιαφανείς διαδικασίες απαξιώνουν τα συνδικάτα και πλήττουν την αξιοπιστία τους.
Βέβαια και οι εργαζόμενοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Αποτέλεσμα των επιλογών τους είναι οι εκλεγμένες διοικήσεις των συνδικάτων, τις οποίες, παρότι δεν εμπιστεύονται, τις χρησιμοποιούν περιστασιακά και μόνο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προσωπικά τους ζητήματα. Να μιλήσουμε όμως και για τις υγιείς δυνάμεις του συνδικαλισμού, οι οποίες από πρώτη γραμμή του αγώνα αντιμάχονται τις αντεργατικές πολιτικές και τις βάρβαρες επιδιώξεις της εργοδοσίας, στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και στο πλευρό όσων θίγονται, υπερασπιζόμενοι με το κύρος τους τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της τάξης την οποία εκπροσωπούν.
Απέναντι στον παρασιτικό συνδικαλισμό στέκεται το ανεξάρτητο οργανωμένο και αυτοτελές συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο κινείται στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός ισχυρού μετώπου αντιμετώπισης των διαδοχικών κρίσεων και άρσης για τον κόσμο της εργασίας, των συνεπειών της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων αντεργατικών πολιτικών.
Με ποιες άλλες μορφές αγώνα, ίσως περισσότερο προσαρμοσμένες στα σύγχρονα δεδομένα, μπορούν οι εργαζόμενοι να πιέσουν για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους;
Στον δρόμο προς την ψηφιακή μετάβαση και στη νέα εποχή, αναδεικνύονται και αποδεικνύονται χρήσιμα αρκετά εργαλεία στην κατεύθυνση πραγμάτωσης των σκοπών των συνδικάτων. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και η άμεση διάχυση της πληροφορίας αποτελούν πλεονέκτημα, αποτελούν όπλο και σημαντικό παράγοντα επίτευξης των στόχων του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο ρόλος τους είναι μεν σημαντικός, αλλά υποβοηθητικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας και οργάνωση της δράσης των Συνδικάτων.
Η ανελέητη και λυσσαλέα επίθεση του καθεστώτος Μητσοτάκη, μέσω του κατάπτυστου τερατουργήματος Χατζηδάκη, κατάργησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών, ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης και κατάργησης επί της ουσίας του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στη απεργία, εξηγεί ακριβώς γιατί οι βαριές δράσεις των Συνδικάτων και η επίτευξη σκοπών τους μέσω των απεργιακών κινητοποιήσεων είναι αναντικατάστατες.
Παρόλα αυτά, από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις των αγωνιζόμενων εργαζόμενων και των σωματείων μελών της Ομοσπονδίας Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδας (ΟΣΜΕ), της οποίας έχω την τιμή να εκπροσωπώ, συμπεραίνουμε ότι οι δράσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά καιρούς, καθώς και τα νικηφόρα αποτελέσματα, προέκυψαν από τον συνδυασμό και των δύο. Αποδείχθηκε με λίγα λόγια, ο αναντικατάστατος ρόλος των Συνδικάτων και η αναγκαιότητα ύπαρξης και διατήρησης των δομών τους, ως πυρήνας απαρχής του γεγονότος, καθώς και η χρησιμότητα και ο καθοριστικός ρόλος των επικοινωνιακών μέσων, διάδοσης της πληροφορίας, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινωνίας.
* * *
Γενική απεργία ΓΣΕΕ: Γιατί τόσο αργά;
Αυτή η (γενική) απεργία άργησε. Αργησε και συμβολικά αν το δει κανείς. Οταν όλοι απήργησαν στις 28 Φεβρουαρίου, για τον ένα χρόνο από την τραγωδία των Τεμπών, η ΓΣΕΕ δεν φιλοτιμήθηκε να εκδώσει καν μια τυπική ανακοίνωση συμπαράστασης, έστω για τα μάτια του κόσμου.
Ας είναι. Μπροστά μας είναι η γενική απεργία της 17ης Απρίλη σε μια περίοδο που οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού (αλλά και του δημοσίου τομέα) δοκιμάζονται ίσως όσο ποτέ την τελευταία πενταετία έχοντας μάλιστα συσσωρεύσει στις πλάτες τους τις συνέπειες όλων των κρίσεων των τελευταίων 13 ετών (κρίση χρέους, υγειονομική κρίση, πολεμική κρίση που έφερε και την έξαρση στην κρίση της ακρίβειας).
Το αναγνώρισε μέχρι και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος που δεν φημίζεται και για τα άμεσα αντανακλαστικά του: Όπως ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης, «οι μισθοί υποχώρησαν το 2022 και το 2023, ενώ τα κέρδη εκτοξεύθηκαν στα ύψη». Σημείωσε ακόμη ότι «το περιθώριο κέρδους στη γερμανική βιομηχανία κυμαίνεται περίπου στο 8%, τη στιγμή που το περιθώριο κέρδους στην ελληνική βιομηχανία είναι 19,2%».
Τα αιτήματα της απεργίας έχουν διατυπωθεί πολλάκις από πολλούς φορείς τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια, η ΓΣΕΕ δεν κατάφερε να τα επικαιροποιήσει.
Tα κυριότερα:
- Μείωση του ΦΠΑ για έναν χρόνο σε βασικά είδη διατροφής και διατίμηση σε βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης των νοικοκυριών.
- Τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, ώστε οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών και εισοδημάτων να μην εξανεμίζονται με την αύξηση των φόρων.
- Τιμαριθμική αναπροσαρμογή όλων των κοινωνικών επιδομάτων και παροχών.
- Διεύρυνση των δικαιούχων της επιδότησης ενοικίου, βάσει εισοδηματικών και κοινωνικών κριτηρίων. Δημιουργία δημόσιου αποθεματικού κοινωνικών κατοικιών.
- Αύξηση μισθών, πέραν του κατώτατου μισθού, για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
- Άμεση επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες.