Οι δύο υπερδυνάμεις ΗΠΑ και Κίνα θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις το επόμενο διάστημα. Το εμπόριο μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη άλλαξε στις μορφές και το περιεχόμενό του τα τελευταία έξι χρόνια, κυρίως ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου που κήρυξε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ το 2018. Οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα αποτελούσαν το 2017 το 21,6% και το 2023 μειώθηκαν στο 14%, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Από το 2001 έως το 2017, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας εμπορευμάτων προς τις ΗΠΑ. Το 2023 τη θέση της πήρε το Μεξικό. Υπολογίζεται ότι αν στις προεδρικές εκλογές κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ οι εμπορικές συναλλαγές θα μειωθούν κατά 200 δισ. δολάρια, κατά την ερχόμενη δεκαετία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Consulting Group από τη Βοστώνη.
Από τον εμπορικό πόλεμο είχαν απώλειες και οι δύο χώρες, αν και έγινε με ιδιαίτερα προσεκτικά βήματα. Οι ΗΠΑ απέφυγαν να οδηγήσουν την Κίνα σε σκληρές αντικυρώσεις στους τομείς που είχαν αδυναμία. Η Κίνα προσπάθησε να διατηρήσει τις θέσεις της στην αμερικανική αγορά, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε τις συναλλαγές της με τις ασιατικές χώρες, τροφοδοτώντας τις με βιομηχανικά προϊόντα, ιδιαίτερα αυτές που εξαρτιόνταν από τις ΗΠΑ, προσφέροντάς τους καλύτερους όρους και ανταγωνιστικές τιμές.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να ψάχνουν εμπορεύματα από τις ασιατικές χώρες, για να αντικαταστήσουν κάποια κινεζικά, οι τιμές των οποίων έγιναν απλησίαστες λόγω των υψηλών δασμών. Την κατάσταση αυτή αξιοποίησαν χώρες, όπως το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες που άλλαζαν τις συσκευασίες κινεζικών προϊόντων παρουσιάζοντάς τα ως δικά τους και στη συνέχεια τα εξήγαγαν στις ΗΠΑ, που «έκλειναν τα μάτια» γιατί τα είχαν ανάγκη. Ήδη από το 2020 άρχισαν να αυξάνονται δειλά-δειλά οι συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Όμως πάλι οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αυξάνονταν με γρηγορότερους ρυθμούς από τις αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να προμηθεύουν την Κίνα με αμερικανικά μικροτσίπς για τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, ενώ συνέχισε να αγοράζει κινεζικά ανταλλακτικά αυτοκινήτων παρά τις υψηλότερες τιμές τους λόγω των δασμών. Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία, ιδιαίτερα στην ηλεκτροκίνηση τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς, χωρίς όμως να μπορεί να παραδίδει με τους ίδιους ρυθμούς στους τελικούς καταναλωτές διεθνώς, λόγω των ελλείψεων σε μικροτσίπς. Η Κίνα πιέστηκε επίσης λόγω των δύσκολων σχέσεών της με την Ταϊβάν, η οποία ήταν το 2023 η ισχυρότερη χώρα στην παραγωγή ημιαγωγών. Στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας συνέβαλε ιδιαίτερα η συνεχιζόμενη πανδημία του κορονοϊού.
Η Κίνα, παρ’ όλα αυτά, δείχνει ότι αναπτύσσεται γρηγορότερα από τις ΗΠΑ, παρά τη σχετική επιβράδυνση των τελευταίων χρόνων. Η επιδείνωση των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων δημιούργησε πολλά προβλήματα στο αμερικανικό ΑΕΠ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η αμερικανική οικονομία θα αναπτύσσεται με πιο αργούς ρυθμούς, απ’ ότι η παγκόσμια οικονομία.
Η Κίνα επωφελήθηκε και από την ενδυνάμωση των εμπορικών της συναλλαγών με τη Ρωσία και ευελπιστεί ότι θα επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα από την περαιτέρω ανάπτυξη και τη διεύρυνση των BRICS. Επίσης, επεκτείνεται με υψηλούς ρυθμούς στην Αφρική, που αναπτύσσεται πληθυσμιακά με γρηγορότερους ρυθμούς από τις άλλες ηπείρους.
Όμως ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να επιλύσουν από μόνες τους τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματά τους, ούτε η Κίνα. Η Ρωσία, αν και δεν αποτελεί υπερδύναμη, για ορισμένους διεθνείς πολιτικούς αναλυτές, είναι μια μεγάλη χώρα που μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, πρώτες ύλες και σπάνιες γαίες, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται, παρ’ όλες τις δυτικές κυρώσεις ιδιαίτερα στην πολεμική βιομηχανία και τις νέες τεχνολογίες.
Σύμφωνα με έγκυρους διεθνείς αναλυτές φαίνεται ότι εξαντλείται η παγκοσμιοποίηση του διεθνούς εμπορίου, με τη σημερινή της μορφή και οι συναλλαγές όλο και περισσότερο έχουν περιφερειακά χαρακτηριστικά. Κάποιες χώρες φοβούμενες ενδεχόμενες κυρώσεις ή δομικά προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας προχωρούν σε εμπορικές συναλλαγές σε εθνικά ή ψηφιακά νομίσματα. Οι ΗΠΑ αναπτύσσουν τις σχέσεις τους με τον Καναδά και το Μεξικό. Οι εμπορικές τους συναλλαγές με τις δύο χώρες το 2023 ανήλθαν στα 500 δισ. δολάρια. Η Ινδία επίσης αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και υπολογίζεται ότι μέχρι το 2032 ο όγκος των διεθνών εμπορικών της συναλλαγών με τις ΗΠΑ θα αυξηθούν κατά 180 και με την Κίνα κατά 124 δισ. δολάρια.
Οι ΗΠΑ φοβούνται ότι ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση της κινεζικής διείσδυσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού σε παγκόσμια κλίμακα και σε προβλήματα εξυπηρέτησης του υπέρογκου δημοσίου χρέους, αν η Κίνα μειώσει ακόμη περισσότερο την αγορά αμερικανικών ομολόγων. Η Κίνα από την άλλη πλευρά, λόγω του μεγάλου όγκου των αμερικανικών χρεογράφων που έχει συσσωρεύσει στα αποθεματικά της δεν επιθυμεί μια κατάρρευση της τιμής τους.