Έχουμε διαβάσει αμέτρητες φορές για την επανάληψη της ιστορίας που συμβαίνει με τη μορφή της φάρσας, αλλά αυτή την ώρα βλέπουμε σε ζωντανή μετάδοση το φαινόμενο να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας.

Μετά την επικράτησή του, την επιβολή του αρχηγικού προτύπου και την εκμετάλλευση της επωνυμίας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Στ. Κασσελάκης υπόσχεται τώρα να επαναλάβει τον άθλο τού 2012-2014 και να κατατροπώσει τον Μητσοτάκη ζητώντας πρόωρες εκλογές. Τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (7-4-2024), δεν είναι αβάσιμα. Απλά δεν συγκρίνονται με τα πολιτικά επίδικα μιας άλλης εποχής.

 

Πάμε σαν άλλοτε;

 

Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι ο άθλος εκείνος πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες κατάρρευσης του προηγούμενου πολιτικού συστήματος, σε ένα περιβάλλον που το κοινωνικό κίνημα δεν περίμενε πολιτικές υποδείξεις για να ενεργήσει, αντίθετα ωθούσε τις πολιτικές εξελίξεις. Δεν ήταν απλά ενεργό, δρούσε αποφασιστικά. Και το κυριότερο, η εξέλιξή του ευνοήθηκε και χαρακτηρίστηκε από την αποφασιστικής σημασίας τροπή που πήρε, τελικά, η διαδικασία συσπείρωσης και ενότητας ευρύτατων δυνάμεων της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς με το σχηματισμό μιας νέας, ριζοσπαστικά αριστερής πολιτικής δύναμης, του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια ζώσα σχέση με το εν δράσει κοινωνικό κίνημα, με ένα πρόγραμμα ατελές ίσως, φιλόδοξο ίσως, αλλά αριστερό και ριζοσπαστικό. Σήμερα;

Αξίζει να θυμίσουμε κι ένα τεχνικό, θα λέγαμε, ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητούσε απλά πρόωρες εκλογές, είχε τη δυνατότητα να τις επιβάλλει και επέλεξε να το κάνει κατά τη διαδικασία εκλογής προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Με αυτά τα δεδομένα και μόνο, θα τολμούσαμε να πούμε ότι το εγχείρημα του Στ. Κασσελάκη σήμερα έχει πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με τον σχεδιασμό του Μητσοτάκη, ο οποίος, με το που εκλέχτηκε στην ηγεσία της ΝΔ, άρχισε να ζητάει επίμονα και επικοινωνιακά εκλογές, παρά με τη στρατηγική της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στη δεκαετία 2005-2014.

 

Εξωτερικές ομοιότητες, βαθιές διαφορές

 

Στοχεύοντας, όμως, και σε ένα εκλογικό κοινό που θεωρείται πως αναφέρεται στο πρωτογενές ΠΑΣΟΚ, ο Στ. Κασσελάκης αφήνει ήδη να εννοηθεί ότι θα υπενθυμίζει όλο και περισσότερο έναν πιο παλιό αντιδεξιό άθλο, της πρώτης φάσης της μεταπολίτευσης, υπαινισσόμενος ότι κάπως φέρνει και προς Ανδρέα Παπανδρέου. Εδώ αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η ανοδική πορεία του συγκεκριμένου ρεύματος τότε στηρίχτηκε ακριβώς στην αντίθετη τακτική από αυτή που επιλέγεται σήμερα. Η πλειοδοσία σε αριστερό λόγο και ο υπερκερασμός της Αριστεράς ήταν που ενίσχυσε το ΠΑΣΟΚ της εποχής, συμβάδισε με το συσσωρευμένο από τη δεκαετία 1960 ριζοσπαστισμό και το οδήγησε στην εκλογική νίκη του 1981. Με αφετηρία την κεντρώα καταγωγή διείσδυσε στον χώρο επιρροής της Αριστεράς δημιουργώντας πλειοψηφίες.

Ακριβώς το αντίθετο από ό,τι επιχειρείται σήμερα, δηλαδή, που ο αριστερός πολιτικός λόγος κρίνεται βαρύς και δυσπρόσιτος, γι’ αυτό προσαρμόζεται, γίνεται πιο κεντρώος, για να προσελκυστεί ο ψηφοφόρος του «μεσαίου χώρου». Η αναζήτηση ομοιοτήτων και ταυτίσεων μάλλον φάρσα θυμίζει παρά επανάληψη αλλοτινών προτύπων.

Και τι σας ενοχλεί εσάς, θα πει κάποιος, αν πιάσουν τόπο αυτές οι κινήσεις και χάσει, τελικά, τη μάχη ο Μητσοτάκης; Έχει σημασία αν θα είναι άσπρη ή μαύρη η γάτα που έπιασε τον ποντικό, αν θα πετύχει το ποθούμενο αποτέλεσμα η μια ή η άλλη τακτική; Έχει και παραέχει, γιατί στην πολιτική τίποτα δεν είναι ουδέτερο. Η πολιτική με την οποία κερδίζεις τον αντίπαλο σε βαραίνει όσο και η πολιτική με την οποία χάνεις.

 

Η καταλυτική Αριστερά

 

Μήπως είμαστε υπερβολικοί; Με κανένα τρόπο. Ο εμβολιασμός του προγραμματικού λόγου και της κινηματικής δράσης μιας ισχυρής, σύγχρονης, ενωτικής Αριστεράς στην κοινωνική και πολιτική κίνηση για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας και όχι απλά του Μητσοτάκη, δεν είναι εμμονική απαίτηση, είναι όρος για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Η ανάδειξη του αναπτυξιακού –με όλη τη σημασία της λέξης και όχι με την οικονομίστικη παραφθορά που έχει υποστεί– ρόλου του δημόσιου και του κοινωνικού τομέα, για παράδειγμα, σε μια κρίσιμη περίοδο μετάβασης στην εποχή των μηδενικών ρύπων με ταυτόχρονη καταπολέμηση των ανισοτήτων και ριζική αναθεώρηση των καταναλωτικών προτύπων, δεν είναι μια θεωρητική πολυτέλεια. Είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό και την ήττα του. Είναι ζωτική ανάγκη κοινωνική, πολιτική και οικονομική. Δεν γίνεται να την αγνοείς προς όφελος μιας φανταστικής αγοράς, που λειτουργεί με ισονομία και χωρίς διακρίσεις.

Μια τέτοια πολιτική χρειαζόμαστε, που δεν τα θεωρεί βαρίδια όλα αυτά. Χωρίς αυτή, χωρίς την Αριστερά και την αυτάδελφή της αριστερή Οικολογία, το σχήμα που προδιαγράφεται, είναι το γνωστό καταστροφικό για την κοινωνική πλειονότητα σύστημα τέλειου ή ατελούς δικομματισμού, οπωσδήποτε ανώδυνου, καθότι συναινετικού στη συντήρηση του υπάρχοντος.

Εκεί οδηγεί η τακτική του εγκλωβισμού της αριστερής προδιάθεσης στον ανταγωνισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ για την πρωτοκαθεδρία. Που τείνει να ευνοήσει τελικά μια συγχώνευση κεντρώων διαθέσεων είτε με τη μορφή της σύμπραξης, είτε με την επικράτηση του ενός επί του άλλου. Σε έδαφος, πάντως, πολύ πιο συντηρητικό από τα πρότυπα του πρωταρχικού ΠΑΣΟΚ ή του αλλοτινού ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούν, υποτίθεται, σημεία αναφοράς του νέου αφηγήματος. Σ’ αυτό συνίσταται η φάρσα: η μίμηση δεν αφορά πράξη τελεία και σπουδαία. Είναι απλή απομίμηση.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet