Συνέντευξη με αφορμή την παράσταση «La Scuola dell’ Amore» του Τομά-Σιμόν Γκιγιέτ
Έχει ανέβει ξανά έργο του Γκιγιέτ στην Ελλάδα;
Όχι. Είναι ένα έργο του 18ου αιώνα που είχε επιχορηγήσει ο Λουδοβίκος ο 16ος και παίχτηκε στο βασιλικό παλάτι. Επειδή το πρωτότυπο έχει πάρα πολλά πρόσωπα (16), εκτός από τη μετάφραση, επιμελήθηκα και τη διασκευή. Ο Γκιγιέτ ήταν γνωστός ως παραμυθάς και επηρεασμένος από τους ιταλικούς περιπλανώμενους θιάσους. Βρήκα το κείμενο στη βιβλιοθήκη του Αρσενάλ. Είχα ανεβάσει ξανά το ίδιο έργο, αλλά σε παραγωγή του Λεωνίδα Παπαγεωργίου -του Τριανόν- ως παράσταση με τα ανάλογα κουστούμια και φώτα που απαιτούνται στην κομέντια ντελ άρτε, ένα πολύ ακριβό είδος θεάτρου.
Πού εντοπίζεται το κόστος;
Πρέπει να εκπαιδευτούν οι ηθοποιοί στον κινησιολογικό κώδικα της κομέντια ντελ άρτε, ο οποίος είναι αυστηρότατος. Ακόμη και τώρα, όταν ανεβαίνει η κομέντια ντελ άρτε με σύγχρονο τρόπο- σε κουστούμια και κίνηση-, ο άξονας και ο κώδικας ακολουθούνται. Ένα άλλο σημείο είναι η τυποποίηση της μάσκας, που είναι μοχλός γι’ αυτό το θέατρο.
Τώρα, τι βλέπουν οι θεατές στη Σκουόλα ντελ αμόρε;
Εμείς ανεβάζουμε το έργο του Γκιγιέτ ως «θέατρο στο τραπέζι» και με τον τίτλο στα ιταλικά -Σκουόλα ντελ αμόρε-, επειδή υπάρχουν αναφορές της Ιταλίας μέσα στο έργο, που είναι μια ιστορία αγάπης με κωμωδίες ποιότητας. Το «θέατρο στο τραπέζι» είθισται στην Ευρώπη και γίνεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κυρίως από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Εμείς επικεντρωθήκαμε στο στιλ, να βγει η χαρά, το γέλιο και το χαμόγελο. Δεν είμαι σίγουρη εάν το γέλιο είναι πιο δυνατό από το χαμόγελο.
Γιατί το λέτε;
Γέλιο είναι πολύ εύκολο να βγάλεις στο θέατρο, ακόμη και με τη μπαλαφάρα, μέσα από τερτίπια που επαναλαμβάνεις, για να περάσεις πράγματα. Το χαμόγελο, η σκέψη και το πηγαίο γέλιο είναι δύσκολα. Ο ηθοποιός θα το καταφέρει αυτό μέσα από τη μάσκα, η οποία του δημιουργεί μια απόσταση, καθώς πρέπει πρώτα να εσωτερικεύσει, για να εξωτερικεύσει, ώστε να κάνει σωστά κομέντια ντελ άρτε.
Πώς σκηνοθετείτε τον κάθε ηθοποιό στο «θέατρο στο τραπέζι»;
Ο ηθοποιός παίζει τον ρόλο του και έχει την ελευθερία να κάνει κάποιες κινήσεις. Είναι ένα βήμα προτού σηκωθεί και μπει στη σκηνή, για να γίνει το μιζ αν πλας. Εν τούτοις, η ένταση βγαίνει μέσα από τη φωνή και τα χέρια. Σε κάποιες πολύ έντονες στιγμές, ο ηθοποιός μπορεί να σηκωθεί και να μεταφέρει στο κοινό την απαιτούμενη ενέργεια. Επίσης, μπορεί να επικοινωνήσει με το κοινό, όπως συνέβαινε με τους λαϊκούς ανθρώπους -τον Αρλεκίνο και την Κολομπίνα- στην κομέντια ντελ άρτε. Στην Ελλάδα, είναι ένα θέατρο κάπως παρεξηγημένο, διότι την ανεβάζουν χωρίς μάσκες.
Ποια είναι η ιστορία πίσω από τις μάσκες που βλέπουν οι θεατές;
Οι μάσκες έχουν τεχνική και ποιότητα. Για να κατασκευαστεί μια μάσκα, χρειάζεται ένας, ενάμιση μήνας δουλειά. Είναι από δέρμα και γι’ αυτό ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει καλούπι στο κεφάλι, όπως στη γλυπτική. Την μαλακώνει, την ξεραίνει και μετά, πρέπει να γίνει κτήμα, προσωπείο του ηθοποιού. Αυτό το αίσθημα μου αρέσει. Θυμάμαι από τη Γαλλία και το Παρίσι τί μας έλεγε ο δάσκαλος. Όταν φορέσαμε τις μάσκες, επικράτησε στην αίθουσα μια σιωπή. Μας απαγόρευε να δούμε καθρέφτη και μας έλεγε «τώρα, θα αισθανθείτε», για να μπούμε μέσα στον χαρακτήρα και στη φωνή. Γι’ αυτό κάνω θέατρο στο τραπέζι, για να ξαναζωντανέψω τις μάσκες που είχα πάρα πολύ καιρό στο σεντούκι.
Θα μπορούσε να γίνει και κανονική παράσταση;
Ναι, θα μπορούσε, εάν είχα χρηματοδότη. Αυτή είναι και η μεγάλη πληγή στο θέατρο. Δεν μπορείς να βρεις χορηγό και από την άλλη, δεν μπορείς να κάθεσαι και σπίτι σου και να βλέπεις τους ηθοποιούς -παλιούς και νέους- να μαραζώνουν. Στην ομάδα μου, έχω και ηθοποιούς που έχουν διανύσει χιλιόμετρα αλλά και νέους που θέλουν να εκφραστούν. Υπάρχουν σκέψεις για το μέλλον, καθώς μας αρέσουν οι ταράτσες, όπου κι ένα έργο αποκτά άλλη υπόσταση από εκείνη στον κλειστό χώρο. Μας ενδιαφέρει και η επαρχία.
Οι ηθοποιοί έχουν συνεργαστεί μεταξύ τους ξανά;
Όχι, αλλά μας έδεσε το λεπτό, ευαίσθητο χιούμορ του έργου καθώς και η κοινή δουλειά και η ιδεολογία της έρευνας των εναλλακτικών χώρων. Κάποια στιγμή, θα ήθελα να κάνω το έργο με το φως της ημέρας, όπως γινόταν στην εποχή της κομέντια ντελ άρτε. Σε ένα πατάρι, μέσα στον δρόμο, σε πλατείες, όπου -ως θεατής- βλέπεις τη γύμνια και την «ασχήμια» του θεάτρου, τον ιδρώτα που φεύγει, το μακιγιάζ που πέφτει...
Σαν να είναι πρόβα.
Ναι, βλέπεις τον κόπο να κάνεις θέατρο σε συνθήκες δρόμου, εκτός θεάτρου. Τώρα, με τον φωτισμό, κρύβεσαι. Είναι μαγικό μεν, με την παρέμβαση της τεχνολογίας, αλλά, από την άλλη, και το φτωχό θέατρο έχει τη δική του γοητεία. Η κομέντια ντελ άρτε επιβίωσε χάρη σε αυτή τη γοητεία και είναι η αρχή του σύγχρονου θεάτρου και φορμαλισμού. Ο Μέγιερχολντ το εκμεταλλεύτηκε στη βιομηχανική θεωρία του, ότι ο ηθοποιός δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον ρόλο του, όταν η ιδεολογία με τον Στανισλάφσκι αποκολλήθηκε και ο Μέγιερχολντ συνέχισε μόνος του. Ενώ στον Μπρεχτ βλέπουμε τη συνέχεια του απάρτε, το κομμάτι στην κομέντια ντελ άρτε όπου ο ηθοποιός ανεβάζει τη μάσκα, απευθύνεται στο κοινό και μονολογεί στον θεατή το κοινωνικό του δρώμενο, τι του συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Στη Μάνα Κουράγιο, έστω και στην κινηματογραφική εκδοχή, το βλέπουμε αυτό. Και ο Σέξπιρ, ο Μαριβό, ο Γκολντόνι, ο Μολιέρος, όλοι έχουν επηρεαστεί από την κομέντια ντελ άρτε.
Έχετε κρατήσει και φράσεις στα γαλλικά;
Ναι, κυρίως από τους εραστές.
Δεν έχετε μικρόφωνα;
Όχι βέβαια. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει τελευταία, ίσως οι φωνές των ανθρώπων έχουν μικρύνει, από μορφολογία ή λόγω καιρικών συνθηκών, δεν ξέρω...
Ποιο χαρακτήρα της κομέντια ντελ άρτε αγαπάτε;
Δεν θα πω τον Αρλεκίνο, αλλά τον Πουλτσινέλο που προηγείται και του Αρλεκίνου. Είναι και αδικημένος, λίγο ρουφιάνος, γκρινιάρης, αυτός που κάνει την πλεγκτάνη. Δεν είναι καλό παιδί.
Ενάντια στο πολίτικαλ κορέκτ της εποχής.
Ακριβώς. Κι επίσης μου αρέσει και ο Πανταλόνε. Είναι κακός αλλά αστεία κακός και χάνει πάντα, γι’ αυτό μου αρέσει. Το αποδέχεται ότι χάνει. Και βλέπουμε ότι το χρήμα δεν τα κερδίζει όλα. Δεν αγοράζονται όλα με το χρήμα.
Παραστάσεις κάθε Τετάρτη, στις 8.30μμ, στο θέατρο Διέλευσις (Λέσβου 15, Κυψέλη, τηλ. 2108613739). Παίζουν αλφαβητικά οι ηθοποιοί: Νίκος Αναστασόπουλος, Τζένη Αρσένη, Ντιάννα Βασιλείου, Χρυσάνθη Κορνηλίου, Δήμητρα Μπάσιου, Ειρήνη Τζαβάρα, Νίκος Τουρνάκης, Θωμάς Σιδέρης. Μουσικές νύξεις: Σωτήρης Οικονόμου, συντονίζει η Αθηνά Κεφαλά. Είσοδος με το παραδοσιακό καπέλο (κουτί) και μικρότερη συνεισφορά 5 ευρώ.