Ο θάνατός της, το 2011, στο Μεξικό, σε ηλικία 94 ετών, οι δημοσιεύσεις που ακολούθησαν στις εφημερίδες, μια βρετανίδα εξαδέλφη που τυχαία την «ανακαλύπτει» και την αναζητά, κυρίως η μεγάλη -και η πρώτη- αναδρομική έκθεση στην Tate Liverpool στη Βρετανία τη χρονιά που μας πέρασε, έφεραν στο προσκήνιο μια μεγάλη καλλιτέχνιδα και ίσως την τελευταία της γενιάς των σουρεαλιστών.
 
Ξέρουμε ότι οι γυναίκες του σουρεαλιστικού κινήματος δεν εμφανίζονται σε καμία ιστορία της τέχνης, τα έργα των περισσοτέρων είτε αγνοήθηκαν είτε δεν αξιολογήθηκαν ως ισάξια των ανδρών. Η Κίκι του Μονπαρνάς, η Λεονόρ Φινί, η σπουδαία φωτογράφος Λι Μίλερ, μεταξύ άλλων, έγιναν γνωστές πιο πολύ ως ερωμένες και μούσες -επιβαρημένες επιπλέον και με το νοικοκυριό και τα ψώνια- ως femmes enfants και sorcières, ως παιδούλες και μάγισσες, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Μπρετόν.

Μοντέλο ζωγράφου χαρακτήρισαν, όμως, και την κόρη τους οι γονείς της Λεονόρα Κάρινγκτον, όταν αυτή τους ανακοίνωσε ότι θα πάει στο Παρίσι να γίνει ζωγράφος. «Θέλεις να γίνεις μοντέλο ζωγράφου» της είπαν, που επιπλέον θεωρούσαν ότι για να γίνει κάποιος καλλιτέχνης θα έπρεπε να είναι φτωχός ή ομοφυλόφιλος, εξίσου καταδικαστέα και τα δύο.

Η φυγή στο Παρίσι

Η Λεονόρα Κάρινγκτον μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια, στο κτήμα τους στην εξοχή. Καθώς εναντιωνόταν στη στενή ρωμαιοκαθολική ανατροφή του σπιτιού της και της εκπαίδευσης, είχε αποβληθεί από τα περισσότερα σχολεία της Αγγλίας κι είχε έτσι σταλεί εσωτερική σε σχολείο της Φλωρεντίας. Εκεί, της δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσει και ν’ αγαπήσει την αναγεννησιακή τέχνη, που μαζί με την κέλτικη μυθολογία και τους ιρλανδικούς θρύλους, που της μετέδωσαν η μητέρα και η νταντά της, θα αποτελούσε το σημείο αναφοράς στη ζωγραφική της. Ενάντια στη θέληση των γονιών της, σπουδάζει στο Λονδίνο Καλές Τέχνες. Την ίδια περίοδο, το 1936, πραγματοποιείται η Πρώτη Διεθνής Έκθεση των Σουρεαλιστών, όπου γνωρίζει τον Μαξ Ερνστ και τον ακολουθεί στο Παρίσι.
Στο Παρίσι γνωρίζει τους Μπρετόν, Μπουνιουέλ, Πικάσο, Νταλί, Τανγκί και εντάσσεται στον κύκλο των σουρεαλιστών. Εκεί θα ολοκληρώσει τον πρώτο αυτοαναφορικό πίνακά της «Το Πανδοχείο του Αλόγου της Αυγής», το πιο γνωστό έργο της, το οποίο τώρα εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.




Σε αυτόν, η Κάρινγκτον, με τα μαλλιά της σαν άγρια χαίτη, φορώντας λευκό παντελόνι ιππασίας, κάθεται στην άκρη της πολυθρόνας με το ένα χέρι ανασηκωμένο, ενώ η ύαινα απέναντί της μιμείται την κίνηση της∙ ένα ξύλινο αλογάκι αιωρείται πίσω της, ενώ ένα κατάλευκο, ως το συμβολικό της υποκατάστατο, καλπάζει ελεύθερο στο πράσινο τοπίο. Στον πίνακα παρουσιάζονται πολλά στοιχεία που συναντώνται στη συνέχεια στα έργα της: το ονειρικό περιβάλλον, τα λευκά άλογα ως ενσάρκωση της επιθυμίας της για ελευθερία και φυγή από το πατρικό σπίτι, η ανάκληση της μνήμης όπου ζώα, φύση, ανθρώπινες μορφές μεταμορφώνονται διαρκώς δημιουργώντας αυτό που η Κάρινγκτον θα αποκαλέσει αργότερα «προσωπική της γεωγραφία».
Το 1938 μετακομίζει με τον Έρνστ στην Προβηγκία, όμως σύντομα θα ξεσπάσει ο πόλεμος. Ο Ερνστ ως εχθρός Γερμανός θα τεθεί σε περιορισμό από τους Γάλλους και ως «εκφυλισμένος καλλιτέχνης» από τους Γερμανούς. Η Κάρινγκτον, που συμμετείχε σε μια αντιφασιστική ομάδα, την Kunstler Bund, θα καταφύγει με φίλους στη Μαδρίτη όπου καταρρέει∙ σε βαθιά κατάθλιψη, υποφέροντας από παραισθήσεις καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική ενώ τα φάρμακα που της χορηγούν θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή της. Γι’ αυτήν την εμπειρία θα γράψει αργότερα το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Down below» (Αποκάτω) που κυκλοφόρησε το 1944. Ο Μπρετόν που την είχε ενθαρρύνει για θεραπευτικούς λόγους να το γράψει, είχε χαρακτηρίσει την ιστορία της «σπαρακτικά ακριβή, αφήγηση ενός ταξιδιού από το οποίο υπάρχουν ελάχιστες ελπίδες επιστροφής».

Νέα Υόρκη - Μεξικό

Όμως, τελικά, θα την φυγαδεύσει πιθανότατα η νταντά της που είχε καταφέρει να φτάσει εκεί σε ένα υποβρύχιο με τη βοήθεια του Τσόρτσιλ, φίλου του πατέρα της. Ωστόσο, ενώ συνοδεύεται στη Λισαβόνα και από εκεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Β. Αφρική, το σκάει και ζητά καταφύγιο στη Μεξικάνικη Πρεσβεία της πόλης. Εκεί ο διπλωμάτης και ποιητής Renato Leduc, φίλος των σουρεαλιστών, προσφέρεται να την παντρευτεί ώστε να φύγουν μαζί για την Αμερική. Στη Νέα Υόρκη θα συναντήσει πολλούς φίλους της που έχουν καταφύγει εκεί. Τον Μπρετόν, τον Ντισάν, τον Μοντριάν, τον Ερνστ, που τώρα είναι με την Πέγκι Γκουγκενχάιμ, η οποία θα συμπεριλάβει έργα της στην έκθεση των 31 γυναικών που διοργανώνει.
 

Στο Μεξικό που τελικά θα εγκατασταθεί, ενώ χωρίζει με τον Leduc και παντρεύεται τον ούγκρο φωτογράφο Imre Weisz, θα ζήσει μέχρι τον θάνατό της, για 70 χρόνια, εμβαθύνoντας τα θέματά της -το ενδιαφέρον της για τους μύθους, τον αποκρυφισμό, την αλχημεία θα ενισχυθεί από τη φιλία της και συνεργασία με την αναρχική ισπανίδα καλλιτέχνιδα Remedios Varo που μαζί θα μελετήσουν, μεταξύ άλλων, και την Καμπάλα.
Τις δεκαετίες του ’40 και ’50 δημιουργεί μια σειρά από ξύλινα γλυπτά και του ’80 και ’90 μεγάλα μπρούτζινα φανταστικά ανθρωπόμορφα γλυπτά.

Η ανακάλυψή της, εκ νέου, στην Ευρώπη

Το 2006, η Joanna Moorhead, δημοσιογράφος της «Guardian», συναντώντας τυχαία σε μια εκδήλωση μια γυναίκα που ζει στο Μεξικό, την ρωτά αν τυχόν έχει ακουστά μια ξαδέλφη της που ποτέ δεν έχει γνωρίσει και ζει κι αυτή στο Μεξικό και που είχε υπάρξει μοντέλο ζωγράφων. Κατάπληκτη η συνομιλήτριά της απαντά ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη καλλιτέχνιδα του Μεξικού. Τότε η Moorhead ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι γνωριμίας με τη Λεονόρα Κάρινγκτον, στην αρχή για να την συναντήσει στο Μεξικό, στη συνέχεια στη Γαλλία όπου αυτή έζησε, στην Ιταλία, στην Ισπανία και τη Λισαβόνα, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να συγκεντρώσει τα έργα της για τη διοργάνωση μιας ατομικής έκθεσης. Η Κάρινγκτον ζούσε πουλώντας τα έργα της, έτσι όλα σχεδόν βρίσκονταν σε ιδιωτικές συλλογές.
«Αποτελώ εξίσου μυστήριο για τον εαυτό μου, όσο και για τους άλλους» είχε πει σε μια συνέντευξη. «Αισθανόταν εξίσου οικεία με το φανταστικό όσο και με το πραγματικό» έγραψε η συνεπιμελήτρια της έκθεσης στην Tate Liverpool, συγγραφέας Chloe Aridjis, η οποία κατάφερε ν’ ανακαλύψει και μερικά άγνωστα έργα της Κάρινγκτον σε ιδιωτικές συλλογές. Κυλούσε ανάμεσα στα δύο, χωρίς διακρίσεις, ατενίζοντας το «φυσιολογικό» κόσμο με βλέμμα τρελό και τον τρελό κόσμο με βλέμμα νηφάλιο - «ήταν σε θέση να κινηθεί κατά βούληση και προς τις δύο κατευθύνσεις» είχε πει γι’ αυτήν ο Μπρετόν.
Σε πολλά από τα βιβλία της, που μπορούσε να γράψει σε τρεις γλώσσες, ισπανικά, γαλλικά και αγγλικά, τις ιστορίες της τις αφηγούνται ανώνυμα Εγώ. Δεν ξέρουμε αν ο αφηγητής είναι άνδρας ή γυναίκα, νέος ή ηλικιωμένος. Ενώ και εδώ το πραγματικό και το φανταστικό συμπλέκονται.
Κι εάν το Μεξικό της έδωσε την ελευθερία να μετουσιώσει τα τραύματα της σε τέχνη και τη δυνατότητα να αρνείται κάθε μορφή κοινωνικού συμβιβασμού που θα την περιόριζε, τα νεανικά της χρόνια στην Ευρώπη αποτελούν τη διαρκή πηγή έμπνευσης στο εικαστικό και συγγραφικό έργο της. Όπως, για παράδειγμα, στον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου, άμεση αναφορά στο έργο του Μπος, έργο το οποίο είχε δει στο Πράδο, όπου στη δική της εκδοχή το τοπίο παραπέμπει στην αναγεννησιακή ζωγραφική και τις διαβολικές μορφές έχουν αντικαταστήσει γυναικεία κεφάλια.
Σύμφωνα με την Τζούλια Ινγκαράο, την ιταλίδα μελετήτρια της Κάρινγκτον, η Λεονόρα Κάρινγκτον, μέσω των οραματικών έργων της, κατάφερε να εκπληρώσει το πιο μεγάλο όνειρο της ζωής της: να δώσει υπόσταση στις αυταπάτες, στις σκιές, στις επιθυμίες της, ανοίγοντας έτσι μια δίοδο στις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Σε μία διαρκή διαδικασία γνώσης, μεταμόρφωσης, θανάτου κι αναγέννησης.
Πρόσφατα άρθρα ( Εικαστικά )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet