Πριν περίπου δέκα μέρες και με αφορμή το 15ο συνέδριό της, η Νέα Δημοκρατία γιόρτασε προκαταβολικά τα πεντηκοστά της γενέθλια σε ένα κλίμα πολιτικής ευφορίας και ασυνήθιστης εσωτερικής ενότητας. Όλα τα ιστορικά στελέχη παρέλασαν από την έμφορτη συμβολισμών σκηνή του Ζαππείου που θύμιζε περισσότερο καλοσκηνοθετημένο κοινωνικοπολιτικό γκαλά και ελάχιστα κομματικό συνέδριο. Ζητήματα που στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν πυροδοτούσαν εσωτερικές εντάσεις, όπως η ιδεολογική φυσιογνωμία της παράταξης, το πολιτικό της πρόγραμμα, ο ανταγωνισμός των ηγετικών ομάδων και οι συσχετισμοί στα όργανα, απωθήθηκαν επιμελώς. Παλαιοδεξιοί και νεοδεξιοί, μητσοτακικοί και καραμανλικοί, (νέο) φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, μετριοπαθείς και ακραίοι πλειοδότησαν σε κομματικό πατριωτισμό και σε δηλώσεις πίστης στην κυβέρνηση και στον Αρχηγό.
Προφανώς η αυτοπεποίθηση και η ομοψυχία που εκπέμπουν τα στελέχη της Δεξιάς μοιάζει δικαιολογημένη. Για πρώτη φορά μετα την πρώιμη μεταπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία πολιτεύεται ως κυρίαρχο κόμμα σε ένα αποδιαρθρωμένο κομματικό σύστημα ενώ η αντιπολίτευση κατακερματισμένη και αποδυναμωμένη δυσκολεύεται να ανασυγκροτηθεί ως μια αξιόπιστη εναλλακτική διακυβέρνησης.
Ένα ακόμη μεταδημοκρατικό παράδοξο: Πολιτική κυριαρχία χωρίς νομιμοποίηση
Είναι ωστόσο παράδοξο ότι η κυριαρχία της δεν οφείλεται στις κυβερνητικές της επιδόσεις –όπως αυτές συνήθως αξιολογούνται με κριτήρια την δημοκρατική, δικαιοκρατική και κοινωνική τους αποτελεσματικότητα– ούτε φαίνεται να διαθέτει ισχυρή κοινωνική νομιμοποίηση. Αντίθετα είναι πλέον ευκρινές ότι το πολιτικό της σχέδιο αμφισβητεί και απαξιώνει συστηματικά το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης, βάσει του οποίου οργανώθηκε για πολλές δεκαετίες μια ευρύτατη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, όπως μαρτυρούν όλοι οι διαθέσιμοι δείκτες, τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Ελλάδα καταγράφει σταθερή οπισθοδρόμηση όσον αφορά την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών, την προστασία των ατομικών και συλλογικών ελευθερίων και το επίπεδο της κοινωνικής συνοχής.
Από τα πλούσια εμπειρικά κοιτάσματα σταχυολογώ ενδεικτικά:
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο με ψήφισμά του εκφράζει τις έντονες ανησυχίες του για τις συστηματικές πρακτικές φίμωσης του τύποι, παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και δικαιοκρατικών εγγυήσεων, εκφοβισμού δημόσιων λειτουργών, καταλογίζοντας μάλιστα ευθύνες στον ίδιο τον πρωθυπουργό και στο περιβάλλον του.
Οι ετήσιες εκθέσεις της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα φωτίζουν την ραγδαία συρρίκνωση της ελευθερίας του τύπου στη χώρα μας τοποθετώντας την στη ζώνη των ημιαυταρχικών καθεστώτων. Μάλιστα για το 2023 καταλαμβάνει την 107η θέση, με την αρνητικότερη αξιολόγηση σε σχέση με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι έρευνες της Διεθνούς Διαφάνειας καταδεικνύουν ότι η διαφθορά αποτελεί ενδημική παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος ενώ με βάση τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς για το 2023 Ελλάδα κατατάσσεται στην 59η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες
Τέλος σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ τo 26,1% του πληθυσμού (2.658.400 άτομα) βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται να ενισχύεται και από την πρόσφατη έρευνα του «Ευρωβαρόμετρου», όπου το 74% του δείγματος εκτιμά ότι τον τελευταίο χρόνο το βιοτικό του επίπεδο έχει επιδεινωθεί, ενώ το 28% δηλώνει ότι είχε δυσκολίες να πληρώσει τους λογαριασμούς του.
Από την συγκριτική συνεξέταση των δεικτών δημοκρατικής και κοινωνικής συμπερίληψης προκύπτει όμως και ένα εξαιρετικά ανησυχητικό συμπέρασμα: η Ελλάδα συναγωνίζεται αν δεν ξεπερνά σε αρνητικές επιδόσεις χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία.
Αυτή ακριβώς η αντιδημοκρατική και αντικοινωνική διολίσθηση εξηγεί την δομική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Τα διαθέσιμα εμπειρικά ευρήματα επιβεβαιώνουν εμφατικά αυτήν την τάση: Στην έρευνα του «Ευρωβαρόμετρο» το 60% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένο με την κατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ενώ η «Έρευνα Εμπιστοσύνης στους Θεσμούς» της Public Issue αποτυπώνει με ενάργεια την προϊούσα κατάρρευση της εμπιστοσύνης σε όλους τους θεσμούς του πλέγματος εξουσίας, η οποία επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την έρευνα για το 2024 το 87% δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα, το 79% την Κυβέρνηση, το 78% τη Βουλή και το 64% την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είναι ωστόσο εντυπωσιακό ότι το σύμπτωμα της δυσπιστίας πλήττει ακόμα και θεσμούς που κατά το πρόσφατο παρελθόν συγκέντρωναν μεγάλα φορτία εμπιστοσύνης: το 81% δεν εμπιστεύεται την Εκκλησιά, το 70% τους δικαστές και τη Δικαιοσύνη και το 54% την Αστυνομία.
Κάνε το (σχεδόν) όπως ο Όρμπαν
Πώς όμως εξηγείται το παράδοξο ότι παρά τις έκτυπες διαχειριστικές ανεπάρκειες και τον έκδηλο αυταρχισμό της κυβέρνησης, παρά την εμφανή αδυναμία της να οργανώσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα ενεργητικής υποστήριξης γύρω από τις βασικές επιλογές της, η πολιτική της κυριαρχία δεν φαίνεται να απειλείται σοβαρά τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον;
Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι. Η συστηματική τους πραγμάτευση απαιτεί την συνδυαστική χρήση θεωρητικών και αναλυτικών εργαλείων κάτι που υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός σύντομου άρθρου. Θα περιοριστώ λοιπόν να σχολιάσω συνοπτικά τους σημαντικότερους και προφανέστερους από αυτούς:
Η ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας επέδειξε, από τους πρώτους κιόλας μήνες, μια εντυπωσιακή ετοιμότητα και ικανότητα να ενορχηστρώνει τα συμφέροντα των ηγεμονικών μερίδων του κεφαλαίου εξυπηρετώντας με συνέπεια τους σχεδιασμούς τους. Στη συνάφεια αυτή εξυφάνθηκε ένα πυκνό δίκτυο διαπλοκής που έχει διαβρώσει όλους τους θεσμούς δημόσιας εξουσίας και λειτουργεί ως αγωγός ανταλλαγής πόρων μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.
Απολαμβάνει σταθερά την απροϋπόθετη υποστήριξη των πανίσχυρων θεσμών υπερεθνικής διακυβέρνησης και κατεξοχήν εκείνων που εκφεύγουν της δημοκρατικής λογοδοσίας και νομιμοποίησης. Αψευδή τεκμήρια της προκλητικής μεροληψίας τους η συρροή ευρωπαίων αξιωματούχων στο συνέδριο της ΝΔ και κυρίως η απροκάλυπτη και καθ’ υπέρβαση του θεσμικού της ρόλου παρέμβαση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά.
Η σύμφυσή της με τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα σε συνδυασμό με τις πρακτικές φίμωσης και χειραγώγησης του Τύπου της διασφαλίζει τον καθολικό έλεγχο της δημόσιας σφαίρας. Όπως αποκαλυπτικά αναφέρει η έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. «Λίγοι επιχειρηματίες, που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς, οι οποίοι ρυθμίζονται πολιτικά, κατέχουν τη συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης. Ορισμένοι δε από αυτούς διατηρούν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας. Με αποτέλεσμα, ο Τύπος να είναι (κομματικά) πολωμένος».
Κυρίως όμως η κυριαρχία της εδράζεται στη συγκεντροποίηση και στον ασφυκτικό έλεγχο όλων των δομών εξουσίας, γεγονός που εξουδετερώνει τα ελάχιστα ούτως η άλλως θεσμικά αντίβαρα και φαλκιδεύει στην πράξη τη θεμελιώδη δικαιοκρακτική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ακραίο και εξαιρετικά ανησυχητικό σύμπτωμα αυτής της πρωτοφανούς σύμμειξης των συντεταγμένων εξουσιών είναι η χειραγώγηση και εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης. Προσωπικά δεν θυμάμαι προηγούμενο παράδειγμα έκθεσης δικαστικού λειτουργού όπως αυτό της θλιβερά αμήχανης παρουσίας της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στο Φόρουμ των Δελφών.
Στη συνάφεια αυτή η Νέα Δημοκρατία φαίνεται ότι επιδιώκει να εμπεδώσει στο πολιτικό μας σύστημα ένα νεοφυές κυβερνητικό habitus: Δεν ενεργεί πλέον ως διαχειριστής της δημόσιας εξουσίας αλλά ως ιδιοκτήτης της, που με θεσμικό όχημα το επιτελικό κράτος μονοπωλεί αυταρχικά όλους τους πόρους υλικής, πολιτικής και ιδεολογικής ισχύος.