Hannah Arendt «Ο Καρλ Μαρξ και η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης», μετάφραση - εισαγωγή: Νίκος Κατσιαούνης, εκδόσεις Έρμα, 2024
Η Χάνα Άρεντ είναι γνωστή για τη μελέτη της πάνω στον ολοκληρωτισμό, τον οποίο δεν θεωρούσε απότοκο της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Για την ακρίβεια, θεωρούσε ότι αυτός επέφερε ένα ρήγμα σε αυτή τη φιλελεύθερη παράδοση. Σε δεύτερο χρόνο όμως, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε δώσει τη δέουσα σημασία στη σχέση που είχε ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός με ένα γνήσιο τέκνο της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, τον Καρλ Μαρξ.
Στο παρόν έργο, ένα από τα πολλά σπαράγματα του «πρότζεκτ Μαρξ», το οποίο άφησε ανολοκλήρωτο, προσπαθεί να εντοπίσει εκείνες τις ιδιαίτερες πτυχές της φιλοσοφίας του που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς σαν αυτό του Στάλιν και των επιγόνων του. Φυσικά, όπως σημειώνει, κάτι τέτοιο δεν ήταν ιδιαιτέρως εύκολο μιας και τόσο ο μαρξισμός όσο και τα κομμουνιστικά καθεστώτα προπαγάνδιζαν και ταυτόχρονα συσκότιζαν το έργο του Μαρξ. Τελικά, η Άρεντ εντόπισε τρεις πτυχές της φιλοσοφίας του Μαρξ που, κατά τη γνώμη της, αποτελούν τομές σε σχέση με τη δυτική φιλοσοφική παράδοση: Η εργασία είναι το κύριο γνώρισμα του ανθρώπου, η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, κανένας δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο υποδουλώνει τους άλλους.
Μέχρι τον Μαρξ, η ελευθερία λογιζόταν ως το βασικό γνώρισμα του ανθρώπου. Η εργασία θεωρούνταν καταναγκασμός, γι’ αυτό και στην αρχαία Ελλάδα η πολιτική ξεκινά με την απελευθέρωση από τον μόχθο, αν και αυτή εξασφαλιζόταν μόνο χάρη στη δουλεία. Με τον Μαρξ είναι η εργασία, δηλαδή ο καταναγκασμός, που μας μετατρέπει σε ανθρώπους και όχι η ελευθερία.
Εκτός όμως από τη Βιομηχανική Επανάσταση, μεγάλη επίδραση άσκησαν στη σκέψη του Μαρξ και οι μεγάλες νεοτερικές επαναστάσεις, ιδίως η Γαλλική. Χάρη σε αυτές, οδηγήθηκε στη σκέψη ότι η Ιστορία αποκαλύπτει το αληθινό και διαυγές πρόσωπό της μόνο στους πολέμους και στις επαναστάσεις και ότι η κατ’ εξοχήν πολιτική πράξη είναι αυτή που ενέχει επαναστατική βία. Με τη θέση αυτή όμως, διέρρηξε τη σχέση μεταξύ πολιτικής και λόγου που είχε εδραιωθεί στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση, καθώς η βία είναι κατ’ εξοχήν βουβή. Μάλιστα, αντιμετώπισε τον λόγο υπό το πρίσμα της «ιδεολογίας», της οποίας η λειτουργία είναι περισσότερο να συγκαλύπτει παρά να αποκαλύπτει την αλήθεια. Η θέση του αυτή συμπίπτει και με τη θεώρησή του για την επιστήμη και τη διάκριση μεταξύ της φαινομενικής όψης και της ουσίας των πραγμάτων. Ρόλος του επιστήμονα ήταν πλέον η αναζήτηση μη ορατών διά γυμνού οφθαλμού νόμων της Ιστορίας.
Όσον αφορά δε την τρίτη επαναστατική ιδέα του Μαρξ, ότι η ελευθερία προϋποθέτει την ισότητα και ότι κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ενώ κυριαρχεί επί άλλων, φανερώνει ότι ο εμπνευστής της ήταν ίσως ο πρώτος ο οποίος κατάλαβε ότι το μείζον γεγονός του 19ου αιώνα ήταν η χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η ελευθερία που μέχρι τότε οδηγούσε το ιστορικό προτσές υπερφαλαγγίστηκε από την ισότητα, κάτι που αποτελούσε τον φόβο των περισσότερων φιλοσόφων πριν από τον Μαρξ.
Αυτές οι συγκλονιστικές καινοτομίες που έδωσαν εκπληκτική ώθηση στο πρόταγμα της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης ήταν ταυτόχρονα και τα στοιχεία που λειτούργησαν ως κερκόπορτες για τους θιασώτες του μπολσεβικικού ολοκληρωτισμού που τελικά επιτέθηκαν στην ίδια αυτή φιλελεύθερη παράδοση. Η πρωταρχικότητα της εργασίας έναντι της ελευθερίας, της βίας έναντι του λόγου και της ισότητας έναντι της ελευθερίας είναι στοιχεία που με κάποιον τρόπο αναγνωρίζονται τόσο στην κομμουνιστική πραγματικότητα του 20ού αιώνα όσο και στη φιλοσοφία του Μαρξ. Όλες αυτές οι παρατηρήσεις της Άρεντ είναι ανεκτίμητης αξίας, καθώς μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε μια ακόμη αντινομία του μαρξικού έργου από αυτές όπου το πρόβλημα και η λύση πλησιάζουν επικίνδυνα: Η επαναστατική βία θα καταργήσει τη βία, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα καταργήσει την εργασία, ο σκοπός της Ιστορίας είναι η κατάργησή της.
Από δω και πέρα λοιπόν, με τη βοήθεια της ανάλυσης του μαρξικού έργου από την Χάνα Άρεντ, μπορούμε να υπερασπίζουμε την ελευθερία χωρίς να υποτιμούμε την εργασία ή την ισότητα∙ μπορούμε να κατανοούμε το ρόλο της βίας στην Ιστορία χωρίς να υποτιμούμε την αναγκαιότητα του λόγου στην ανθρώπινη συμβίωση. Και πρέπει να το κάνουμε χωρίς να προσφεύγουμε στη βολική καταφυγή της «διαλεκτικής», που συχνά μας εμποδίζει να ξεχωρίσουμε τα αλληλοσυσχετιζόμενα μέρη και τον μεταβαλλόμενο μεταξύ τους συσχετισμό. Όπως στα χρόνια του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» όπου ο συγκεντρωτισμός κατάπιε τη δημοκρατία.