Πάντα μου άρεσε το Πάσχα στο χωριό. Παρότι κατέληξα άθρησκος αριστερός, έχω παρελθόν παιδικής εγγύτητας με τις λειτουργίες της μεγάλης βδομάδας επειδή η θρησκευόμενη θεία μου με έστελνε παπαδάκι στην εκκλησία. Καθισμένος μαζί με άλλα παπαδάκια στον προνομιακό χώρο του ιερού, μπορούσαμε άνετα να χαζολογάμε μεταξύ μας, να παρατηρούμε τις κινήσεις του παπά εντός του ιερού και να έχουμε πανοραμική θέα του εκκλησιάσματος. Το μεγαλύτερο κέρδος, όμως, αυτής της ιστορίας ήταν η ακούσια εμπέδωση των κορυφαίων τροπαρίων της μεγάλης βδομάδας, μέσω της υπέροχης φωνής του μπάρμπα-Αλέκου του ψάλτη, που ως ανεξίτηλες παιδικές, ακουστικές μνήμες μένουν ακόμα και σήμερα ζωντανές.

Στην ίδια εποχή της ζωηρής μεταπολίτευσης, το χωριό ζούσε μεγάλες στιγμές πολιτισμικής άνοιξης. Πέρα από τις κυριακάτικές χοροεσπερίδες, με πολυπληθή ορχήστρα την οποία διηύθυνε ο βιολιστής Γιάννης «Καβγάς» και εκτός από τα συνήθη όργανα διέθετε ακόμη και μπάντζο(!), έντονη παρουσία είχε και ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού που το διοικητικό του συμβούλιο διεκδικούσαν το ΚΚΕ και το ΚΚΕ μ-λ(!). Η θεατρική του ομάδα ανέβαζε συχνά παραστάσεις με ηθοποιούς τους νέους και τις νέες του χωριού. Μια μέρα που βρέθηκα να χαζεύω απρόσκλητος κάποια πρόβα της «Δράκαινας» του Δημήτρη Μπόγρη, με επιστράτευσαν να παίξω κι εγώ σε μια σκηνή του έργου, λέγοντας μόνο την ατάκα: «Μαμά μην κλαις, φοβάμαι» και να πέφτω στην αγκαλιά της χαροκαμένης μάνας μου. Όταν η παράσταση ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία και κάναμε περιοδεία σε όλα τα χωριά του νησιού, εγώ καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι ανάμεσα στα μεγαλύτερα κορίτσια που με κανάκευαν και μου δόθηκε η ευκαιρία, δεκάχρονο παιδάκι, να βγω για πρώτη φορά από τα όρια του χωριού!

Η κοπέλα που έπαιζε στην παράσταση την μάνα μου, παντρεύτηκε έναν θαλασσινό που πήγαν πολύ καλά οι δουλειές του και έκτισε ένα μεγάλο σπίτι στον παραλιακό οικισμό. Τα πράγματα, όμως, δεν πάνε πάντα καλά. Μετά από αρκετά χρόνια, προβλήματα στην δουλειά, ασθένεια και θάνατος του άνδρα της κι η γυναίκα έμεινε χήρα και δυστυχώς με χρέη στην τράπεζα και υποθηκευμένο το σπίτι. Κι η τράπεζα, βέβαια, πιστή το θεάρεστο έργο της έβγαλε το σπίτι της χήρας στον πλειστηριασμό. Με συνοπτικές διαδικασίες και με τις κατάλληλες πληροφορίες, ένας σεβάσμιος συνταξιούχος φιλόλογος πήρε το σπίτι κοψοχρονιά. Δυστυχώς, το κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς δέχτηκε μεγάλη καταστολή ώστε να μην αναπτυχθεί και να μπορεί να ανταποκρίνεται σε πολλές περιπτώσεις που συμβαίνουν ιδίως στην επαρχία. Κι η τοπική κοινωνία του χωριού, που κανείς θα περίμενε να έχει τα αντανακλαστικά να υπερασπιστεί και να συμπαρασταθεί στη χήρα που χάνει το σπίτι της, στάθηκε αδιάφορη, με μια γενικευμένη, σιωπηρή ομερτά, κρύβοντας την ντροπή της στο γελοίο επιχείρημα: «Καλύτερα που το πήρε κάποιος χωριανός από να το έπαιρνε κανένας βούλγαρος».

Πήγα και φέτος το Πάσχα στο χωριό. Πάνε εκείνες οι εποχές που ανδρική και γυναικεία χορωδία εναλλασσόταν και ανταγωνιζόταν σε ποιότητα μεταξύ των εγκωμίων της Μεγάλης παρασκευής, «Η ζωή εν τάφω», «Άξιον Εστί» και «Αι γενεαί πάσαι». Ούτε ο μπάρμπα-Αλέκος ο ψάλτης υπήρχε. Στην θέση του, με αυτάρεσκες και παράφωνες κορώνες, ο συνταξιούχος φιλόλογος και πλειοδότης του πλειστηριασμού του σπιτιού της χήρας, επιβεβαίωνε τον ρόλο της θρησκείας ως φερετζέ και άλλοθι μιας βρώμικης συνείδησης. Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί…

 

Πάνος Δημητρούδης

 

Ο δικηγόρος του διαβόλου Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet