Τα τελευταία πέντε χρόνια, τουλάχιστον, σχεδόν κάθε δικαστική απόφαση σε δίκες δημοσίου ενδιαφέροντος συνοδεύεται από έναν καβγά: ποιος φταίει για την «ατιμωρησία»; Το παιχνίδι αυτό του ηθικού πανικού το άνοιξαν χωρίς αμφιβολία η Νέα Δημοκρατία –αρχικά ως αντιπολίτευση, αλλά πολύ περισσότερο ως κυβέρνηση- και ένα μεγάλο μέρος των συστημικών ΜΜΕ που συνηθίζει να αναπαράγει τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς και τις σχετικές διαρροές χωρίς ούτε κατά διάνοια να τις εξετάζει, όμως δεν έμεινε εκεί. Πολύ γρήγορα, στην κούρσα του «τιμωρητισμού», μπήκαν όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επίσης και μια σειρά από οργανώσεις και πρωτοβουλίες με αριστερό πρόσημο, συχνά αυτοπροτεινόμενες ως ριζοσπαστικές ή αντιαυταρχικές.
Περί «ατιμωρησίας»
Το μοτίβο επιχειρημάτων διαφέρει ασφαλώς ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά –δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Η Δεξιά, η κυβέρνηση, η Νέα Δημοκρατία, κραδαίνουν ως ξύλινό σπαθί τον περιβόητο «Νόμο Παρασκευόπουλου», αλλά και τους Νέους Ποινικούς Κώδικες του 2019. Για τους τελευταίους συνήθως προστίθεται ως υποσημείωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «τους ψήφισε εσπευσμένα πριν φύγει», παρατήρηση που στοχεύει στο να ξεχαστεί ότι αυτοί είναι αποτέλεσμα επιστημονικής επεξεργασίας χρόνων και να υπονοήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε πριν φύγει να αφήσει ως παρακαταθήκη έναν νόμο για να αποφυλακίζονται οι κακοποιοί (sic). Από αριστερή σκοπιά πάλι, η επίκληση γίνεται συνήθως στην ταξικότητα ή την τοξικότητα της θεσμικής Δικαιοσύνης –χαρακτηριστικά διόλου ανύπαρκτα- η οποία εξασφαλίζει την επιείκεια αν όχι και την ατιμωρησία των ισχυρών και στο πλάι τους διαφόρων εγκληματιών που είτε σχετίζονται προσωπικά με την εξουσία είτε τα εγκλήματά τους έχουν να κάνουν με την αναπαραγωγή της τελευταίας.
Έτσι, η κάθε πλευρά έχει τα δικά της, διαφορετικού τύπου, επιχειρήματα για τους λόγους για τους οποίους καταλήγουμε σε ένα κοινά παραδεκτό αποτέλεσμα: την «ατιμωρησία». Καμία πλευρά, ωστόσο, δεν αμφισβητεί τον πυρήνα αυτού του συμπεράσματος. Είναι πράγματι το πρόβλημα της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα –και γενικά- ένα πρόβλημα ατιμωρησίας ή υπερβολικής επιείκειας –ακόμα κι αν εξετάσουμε χωριστά σε ποια κατεύθυνση στρέφεται η επιείκεια αυτή; Ή μπαίνοντας σε αυτή τη συζήτηση αποδεχόμαστε το πλαίσιο που θέτει η Δεξιά για τη Δικαιοσύνη, συναινώντας να δώσουμε έναν αγώνα στο δικό της γήπεδο;
Σε θέση άμυνας
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα που προκύπτει είναι διπλό. Από τη μία, η κυβέρνηση, η Νέα Δημοκρατία, τα συστημικά ΜΜΕ και οι εκφραστές του πιο ακραίου συντηρητισμού και αυταρχισμού σε ποινικό επίπεδο, συνεχίζουν επί της αρχής ανενόχλητοι να διακινούν συκοφαντίες και ψέματα, σχετικά με την επίδραση του νόμου Παρασκευόπουλου παλαιότερα και του νέου Ποινικού Κώδικα πλέον, σε αποφάσεις της δικαιοσύνης. Πιο πρόσφατη και αρκετά χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της απόφασης για το Μάτι, όπου η κυβέρνηση επικαλέστηκε την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα σε άρθρο που παραμένει αναλλοίωτο από το 1950 –αποδείχτηκε ότι ήταν νομοθέτημα της ΝΔ και ειδικά του υπουργού Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη αυτό που επέτρεψε στους καταδικασθέντες να εξαγοράσουν τις ποινές τους.
Από την άλλη, η Αριστερά, πολιτική και κοινωνική, μπαίνει σε θέση άμυνας και απολογίας, αποκηρύσσοντας αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να εκφράσει: μια φιλελεύθερη λογική στο Δίκαιο και τον ποινικό κώδικα, που να μην παρουσιάζει την τιμωρία, και δη την αυστηρότερη τιμωρία ως φάρμακο δια πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Η άμυνα αυτή έχει διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο, και πιο εύλογο, είναι η άρνηση ότι ο ποινικός φιλελευθερισμός «ευθύνεται» για την –υποτιθέμενη- ατιμωρησία. Ακόμα κι αν μια ουσιαστική διαφοροποίηση από τον δεξιό ποινικό λαϊκισμό θα προϋπέθετε μια συνολική αμφισβήτηση της εξωφρενικής ιδέας ότι ζούμε σε έναν κόσμο υπερβολικής ανοχής, η ανάγκη υπεράσπισης του ποινικού φιλελευθερισμού από τέτοιες κατηγορίες είναι υπαρκτή –η περίπτωση της απόφασης στη δίκη για το Μάτι, που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, η άμυνα αυτή καταλήγει σε μια πλειοδοσία απέναντι στον ποινικό λαϊκισμό, η οποία τείνει να τον δικαιώνει.
Σε αυτή την περίπτωση, η Αριστερά προσπαθεί να αποδείξει ότι στην πραγματικότητα είναι πιο αυστηρή από τη Δεξιά. Μια προσπάθεια εξίσου μάταιη και αναποτελεσματική με την προσπάθεια να αποδείξει ότι είναι καλύτερη Δεξιά από τη Δεξιά –τις συνέπειες της οποίας σε πολιτικό επίπεδο τις πληρώνουμε σήμερα όλοι. Και σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, εμφιλοχωρεί και η επιστημονική αυθαιρεσία, δηλαδή η εφαρμογή της κρίσης με δύο μέτρα και δύο σταθμά, τακτική εντελώς απαράδεκτη από τη σκοπιά της χειραφέτησης. Έτσι, είδαμε αρκετούς και αρκετές να διαμαρτύρονται για την υπό όρους αποφυλάκιση του ναζιστή Μιχαλολιάκου, με το επιχείρημα όμως ότι είναι «αμετανόητος».
Τι ασέβεια προς αγώνες δεκαετιών που έδωσαν προοδευτικοί και αριστεροί νομικοί, για να αποκλείσουν τις φρονηματικές διώξεις και να επιτευχθεί να κρίνει η Δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνο στη βάση των πραγματικών γεγονότων και των τελεσθέντων ή επιχειρούμενων εγκλημάτων, ακριβώς όπως έπραξε και η νομική ομάδα που σήκωσε το βάρος της δίκης της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή»!
Σε μια σειρά
Ας τοποθετήσουμε λοιπόν τα πράγματα σε μια σειρά. Από το 2015 μέχρι το 2019, πράγματι, μια σειρά αλλαγών μεταρρύθμισαν τον Ποινικό Κώδικα και τους νόμους που αφορούν την αντιμετώπιση του εγκλήματος, σε πολιτικά πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Αυτές οι αλλαγές είναι σημαντικό να τύχουν υπεράσπισης από δύο πλευρές. Η μία είναι δια της απάντησης και της τεκμηριωμένης διάψευσης των ισχυρισμών της Δεξιάς ότι κάθε δικαστική απόφαση (είτε αφορά την παραπομπή σε δίκη κάποιου για πλημμέλημα και όχι για κακούργημα είτε την παροχή ελαφρυντικών είτε οτιδήποτε άλλο δεν σχετίζεται με τον ΠΚ) «επιβάλλεται» από τις φιλελεύθερες αυτές αλλαγές, που λίγο – πολύ εξαναγκάζουν σε ατιμωρησία των εγκληματιών. Αυτό είναι ένα ψέμα, που πρέπει να απαντηθεί. Η δεύτερη πλευρά όμως, είναι η υπεράσπιση της λογικής των αλλαγών αυτών, η σταδιακή μετατροπή του εγκλεισμού σε ακραίο μέτρο σωφρονισμού και η αντιπαράταξη στην αυταρχική λογική της μηδενικής ανοχής και της αυξανόμενης αυστηρότητας.
Στις κραυγές που απαιτούν πολλές ποινές, αυστηρότερες ποινές, πολυετείς φυλακίσεις και περιορισμό των ελευθεριών των κρατουμένων, η Αριστερά δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να πλειοδοτεί.