Δεν χρειάζονταν καν οι ολιγοήμερες διακοπές του Πάσχα –και οι συζητήσεις με περισσότερους ανθρώπους, πέραν του στενού περιβάλλοντος όλων μας– για να διαπιστώσει κανείς πως ακριβώς τέσσερις εβδομάδες πριν τις κάλπες των ευρωεκλογών, αγνοείται παντελώς το πολιτικό διακύβευμα της αναμέτρησης.
Πως παρά την αυξανόμενη δυσφορία για την ασφυκτική οικονομική κατάσταση των περισσότερων νοικοκυριών –έξι στους δέκα μόλις τα βγάζουν πέρα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών (ΙΟΒΕ) για τον μήνα Απρίλιο– όλο και κερδίζει έδαφος στη δημόσια σφαίρα ένας λόγος απολίτικος, όλο και πλασάρεται συχνότερα η δοκιμασμένη συνταγή της ιδεολογικής σύγχυσης, της ασφαλούς προσέγγισης του «λίγο απ’ όλα», της διαμόρφωσης, εν τέλει, απολίτικων όντων.
Κι αν κάτι τέτοιο θα είχε ενδιαφέρον ως κοινωνιολογικό πείραμα, η συγκεκριμένη, απολύτως συνειδητή, συντηρητική επιλογή, είναι απλώς επικίνδυνη. Κι αυτό γιατί η απαξίωση της πολιτικής, του κοινοβουλευτισμού, των ιδεών, όχι μόνο δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό, αλλά αντιθέτως δημιουργεί εκείνο το περιβάλλον που ευνοεί πρακτικές που έχουμε πληρώσει ακριβά στο πρόσφατο μάλιστα παρελθόν.
Επικίνδυνο λίπασμα
Υπερβολές; Κάθε άλλο. Τα δείγματα υπάρχουν και είναι εδώ. Δεν έχει παρά να ανατρέξει κανείς σε συγκεκριμένες συμπεριφορές και σε συγκεκριμένη ρητορική: από τη Βουλή μέχρι τη δημοσιογραφία, από την εκκλησία μέχρι τον αθλητισμό, από τα λάιφ στάιλ πρότυπα και τη συστηματική προσπάθεια να αποπολιτικοποιηθεί κάθε έκφανση της καθημερινότητας μέχρι τη …γοητεία του «no politica».
Κι όλα αυτά στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής: έκρηξη της ακρίβειας, συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, ενίσχυση της θεωρίας των δύο άκρων, ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων, φτώχεια, ανεργία, όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, «γκριζάρισμα» της ταξικής συνείδησης. Κι από την άλλη, αντιπολίτευση με στοιχεία ριάλιτι: «αδιαμεσολάβητος» ναρκισσισμός, χαβαλές, σέλφις, επίδειξη πλούτου, υπερπροβολή προσωπικών στιγμών. Που σε συνδυασμό με θέσεις που κάθε άλλο παρά κάνουν δύσκολη τη ζωή της κυβέρνησης, ενισχύουν την άκρως επικίνδυνη θεωρία του «όλοι ίδιοι είναι», στρώνοντας έτσι το χαλί στην, ούτως ή άλλως υπαρκτή, προδιάθεση του κόσμου για αποχή από τα τεκταινόμενα και συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην έκπτωση της πολιτικής.
«No politica», λοιπόν, και ξερό ψωμί; Γιατί μπορεί μεν ο όρος να ξεκίνησε από τα γήπεδα, είναι ωστόσο σαφές πως δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Αντιθέτως, είναι εμφανής και συστηματική η προσπάθεια να επιβληθεί σχεδόν παντού. Ακούμε για κατάργηση των παρατάξεων στα πανεπιστήμια, βιώνουμε την τρομοκρατία ενάντια στον συνδικαλισμό σε χώρους δουλειάς, αντιμετωπίζουμε τη «μακριά από κόμματα και πολιτικές» αντίληψη –δήθεν ανεξάρτητων– συνδικαλιστικών παρατάξεων και σωματείων, βλέπουμε να γίνονται σκληρές προσπάθειες απαγόρευσης ή περιορισμού των διαδηλώσεων κοκ. Αντιστοίχως, μπορεί η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ να πίνει νερό στο όνομα της πολιτικής ουδετερότητας, ωστόσο κάθε άλλο παρά ουδέτερα είναι, αφού δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κρύψουν αν όχι την κομματική έστω την ιδεολογική τους ταυτότητα.
Το εντυπωσιακό (αν και όχι δυσερμήνευτο) είναι ότι ακόμη και συγκεκριμένα κόμματα προωθούν ως ένα βαθμό, και μάλιστα με εμφατικό τρόπο, τη λογική του «no politica», ειδικότερα όταν αναφέρονται στο παρελθόν. Έτσι, για πολλούς, η ορθή ανάγνωση του ελληνικού εμφυλίου ή η αναφορά στη δολοφονία Λαμπράκη «ταΐζει τα εμφύλια μίση», για αυτό καλύτερα θα ήταν αν στρογγυλεύαμε λίγο τις αιχμές της ιστορίας ή αν κάναμε σαν να μην υπάρχουν.
Σκληρό πολιτικό πρόταγμα
Είναι σαφές πως η απέχθεια απέναντι στην πολιτική στράτευση, όλη αυτή η ώθηση προς το «no politica», δεν κρύβει τίποτα άλλο από την ανάγκη της εκάστοτε άρχουσας τάξης (πολιτικής ή επιχειρηματικής) να διασφαλιστεί η διαβόητη «κοινωνική ειρήνη». Και με τον ωραιοποιημένο αυτό όρο, να διασφαλιστεί η συνέχιση της εκμετάλλευσης και η ελαχιστοποίηση της όποιας αντίδρασης, αφού ο κόσμος θα μένει μακριά από οποιαδήποτε πολιτικά προτάγματα δεν μπορεί η άρχουσα τάξη να ελέγξει ή να διαχειριστεί.
Μόνο που το «no politica», μη γελιόμαστε, είναι στον πυρήνα του ένα σκληρό πολιτικό πρόταγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα, μέρες που είναι, τον διαγωνισμό της Eurovision, η οποία τηρεί αυτή τη λογική κατά περίπτωση, αφού μια χαρά επιτρέπει τους πολιτικούς στίχους όταν αυτοί εξυπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία. Βγήκε στον α΄ ημιτελικό της περασμένης Τρίτης ο Σουηδός, παλαιστινιακής καταγωγής, Eric Saade και τραγούδησε live –ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών– με την παλαιστινιακή μαντίλα δεμένη στον αριστερό του καρπό. Έσπευσε να τον ψέξει η Ευρωπαϊκή Ένωση Ραδιοτηλεόρασης ότι «έθεσε σε κίνδυνο τον μη πολιτικό χαρακτήρα της εκδήλωσης» και δεν ανέβασε το επίμαχο απόσπασμα του σουηδο-παλαιστίνιου τραγουδιστή στα κοινωνικά δίκτυα του διαγωνισμού. «No politica» όμως κατά το δοκούν, αφού δύο χρόνια πριν είχε πλημμυριστεί η διοργάνωση με σημαίες της Ουκρανίας και είχε ταυτόχρονα αποκλειστεί από τη συμμετοχή η Ρωσία. «No politica» εδώ, και απαγόρευση μιας μαντίλας στο χέρι ενός τραγουδιστή, όταν υποδέχονται σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μη συντελείται στα παλαιστινιακά εδάφη μία κυριολεκτική σφαγή, τη συμμετοχή του Ισραήλ.
«Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δύο μορφές: προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα, που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερος ο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού κι ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε», έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας του (1993) με υπότιτλο «Οι βρικόλακες επιστρέφουν». Το αν η ανοχή και η παθητικότητα θεωρηθεί νομοτέλεια, με ό,τι επικίνδυνο αυτό συνεπάγεται, είναι πια και στο χέρι όλων μας.