Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές και από την πολιτική συζήτηση απουσιάζει παντελώς η Ευρώπη. Ακρίβεια, οπαδική βία, γυναικοκτονίες, ασφάλεια, ανασχηματισμός και Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός είναι η ατζέντα την οποία ορίζει και στην οποία κινείται η Νέα Δημοκρατία. Ανάμεσα σε όλα αυτά ακούγεται και ένα παρεμπιπτόντως ψηφίστε μας στην ευρωβουλή για να διαπραγματευτούμε και να φέρουμε περισσότερα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Στον πόλεμο
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρυτικά δεν είναι μόνο μια ενιαία οικονομική πολιτική, αλλά πρωτίστως ήταν μία προσπάθεια συνύπαρξης, να μην ξαναδεί η Ευρώπη πόλεμο. Εδώ και δύο χρόνια διεξάγεται πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος με τις χώρες της ΕΕ να κάνουν εθνική πολιτική πάνω από τους όλμους. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν αποστασιοποιήθηκε από αυτή την επιλογή, αλλά πρωτοστατεί, παίρνοντας θέση μάχης σε εμπόλεμη ζώνη, ενισχύοντας την Ουκρανία με «πλεονασματικό», όπως το χαρακτήρισε ο Κ. Μητσοτάκης το πολεμικό υλικό, χωρίς να το περιγράψει και διεκδικώντας μια ενιαία αμυντική πολιτική, η οποία μετατρέπει την ΕΕ από ένωση στη βάση της ειρήνης σε ένωση στη βάση του πολέμου. Δύο χρόνια τώρα η Ελλάδα στηρίζει και μάλιστα πρωταγωνιστικά έναν πόλεμο σε βάρος μίας χώρας, ενισχύοντάς τον, χωρίς να έχει πάρει ούτε μία πρωτοβουλία ειρήνευσης. Ενόψει των ευρωεκλογών, περνά πάνω από την εμπόλεμη ζώνη, με πολλές ακόμα και εκ του σύνεγγυς (ενίοτε και μυστικές) συναντήσεις με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, με το περιεχόμενο των συζητήσεων και των συμφωνιών να παραμένει κρυφό. Ενώ βρίθουν τα δημοσιεύματα ότι η Ελλάδα εξοπλίζει την Ουκρανία, ο Κ. Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον Α. Σρόιτερ το παραδέχεται χωρίς να δέχεται ποτέ την ερώτηση «τι περιλαμβάνει το πλεονασματικό υλικό». Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση συνδράμει και δεύτερο πολεμικό μέτωπο, στην Ερυθρά Θάλασσα μακριά από ευρωπαϊκό έδαφος ή από περιοχή εθνικών συμφερόντων, και πάλι δεν απαντά πειστικά το γιατί, αλλά μένει ένα αόριστο «μας ενδιαφέρει η ελευθερία της ναυσιπολοΐας για πολλούς και διαφορετικούς -νομίζω πολύ ευνόητους- λόγους».
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει την γεωστρατηγική επιλογή να είναι ενεργό μέρος εμπόλεμων ζωνών, η Ράφα ισοπεδώνεται εδώ και μία βδομάδα, και ο έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει βρει ούτε μία κουβέντα να πει και έχει φροντίσει και να μην ρωτηθεί και ποτέ για αυτό. Διότι πώς δυνατόν να μην έρχεται δημοσιογραφικά η συζήτηση στην γενοκτονία που συμβαίνει στην Παλαιστίνη, την ίδια ώρα μάλιστα που γιγαντώνει το αντιπολεμικό κίνημα; Η στάση αυτή είναι αποκαλυπτική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: είτε μένει αδρανής, όταν επιβάλλεται να πάρει θέση, γιατί αυτό είναι το συμφέρον της, είτε παίρνει ενεργό ρόλο, όταν επιβάλλεται να πάρει αποστάσεις, και πάλι για ίδιον όφελος. Δεν υπάρχει τίποτα το πολύπλευρο και τίποτα το σταθερό στην εξωτερική της πολιτική. Είναι λίγο ή πολύ όπου φυσάει ο εγχώριος άνεμος. Αποκαλυπτική αυτής της επικίνδυνης εξωτερικής πολιτικής που προκαλεί προβλήματα είναι η στάση της Ελλάδας στα Δυτικά Βαλκάνια.
Πρωτοπόρος στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά πώς;
Η Ελλάδα θέλει να εμφανίζεται ως ηγέτιδα δύναμη στα Δυτικά Βαλκάνια. Τον περασμένο Αύγουστο, μάλιστα, ο Κ. Μητσοτάκης διοργάνωσε άτυπο δείπνο με ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων, για να δείξει ότι η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη της περιοχής. Αυτή, παρότι συμμετείχαν 11 ηγέτες χωρών (Σερβία, Μολδαβία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Κόσοβο, Βοσνία Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Κροατία, Ουκρανία) επισκιάστηκε σαφώς -με πρωτοβουλία της προσκλητήριας χώρας- από την παρουσία (και εδώ) υπό άκρα μυστικότητα του Ζελένσκι, αλλά ήταν και ενδεικτική της θέσης που θα έπαιρνε η Ελλάδα λίγους μήνες μετά στη Σύνοδο ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων, η οποία περιορίστηκε στη συζήτηση για την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας να μην πάρει θέση σε κανένα σημείο της και να αναφερθεί μονάχα στην φυλάκιση του Φρέντη Μπελέρη, τον οποίο και λίγους μήνες μετά έθεσε υποψήφιό της στο ευρωψηφοδέλτιο, πάνω από οποιαδήποτε διπλωματική αρχή, καταπατώντας οποιαδήποτε διαπραγμάτευση έγινε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Την Κυριακή, μάλιστα, αναμένεται να έρθει στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα για να συναντηθεί με την αλβανική κοινότητα στο πλαίσιο περιοδείας, και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας χαρακτήρισε «περιττή και αχρείαστη» την επίσκεψη και έδειξε ένα πρόσωπο εχθρικής εξωτερικής πολιτικής σε γείτονα χώρα. Στο ίδιο ακραίο διπλωματικά και γεωπολιτικά σημείο, και με πιο έντονη θέση, βρέθηκαν και κόμματα της αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζει την επίσκεψη του Ράμα προς τους ομογενείς του ως «προκλητική ενέργεια» και το ΠΑΣΟΚ να προσθέτει ότι «ΝΔ και Μητσοτάκης φέρουν ακέραιη την ευθύνη για τις ανωτέρω εξελίξεις». Η διακινδύνευση των ελληνοαλβανικών διαπραγματεύσεων είναι πια η επίσημη θέση της χώρας, για την οποία η Κομισιόν ψέγει την Ελλάδα ως καθυστέρηση της διεύρυνσης της ΕΕ. Πλέον, αυτή η στάση υιοθετείται και από κόμματα της αντιπολίτευσης, όταν μάλιστα ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας έχει εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δυτικά Βαλκάνια, με τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Κασσελάκη να πηγαίνει στις μειονοτικές περιοχές της Αλβανίας ανταγωνιζόμενος την επιλογή της Δεξιάς για Μπελέρη, υπερβαίνοντάς τη ακόμα και φραστικά. Αυτή και αν είναι εγκατάλειψη της εποικοδομητικής και πολυμερούς διπλωματίας, χάριν του ελληνικού κοινού.
Και η Αλβανία δεν είναι το μόνο παράδειγμα που αποδεικνύει την νέα συγκυριακή εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Εδώ στην περίπτωση της ένταξης του Κοσσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ντόρα Μπακογιάννη εισηγήθηκε υπέρ, παρότι δεν πληρείται καμία ενταξιακή προϋπόθεση, με την έκθεσή της να υπερψηφίζεται από τους βουλευτές της ΝΔ, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επίσημα, δια του αρμόδιου υπουργού Γ. Γεραπετρίτη, δηλώνει ότι θα ψηφίσει αποχή, όταν θα έρθει στην Επιτροπή υπουργών στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση, ωσάν η Ντ. Μπακογιάννη να μην είναι κεντρικό στέλεχος της ΝΔ. Υιοθετεί έτσι μία διπλή πολιτική η κυβέρνηση, σπάζοντας την παράδοση της πάγιας τήρησης διεθνών συμφωνιών, κατά το δοκούν.
Ανάμεσα σε ακραίες κυβερνήσεις
Η επικίνδυνη πολιτική που κρατά η ΝΔ σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια αποδείχθηκε με τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία. Επί πέντε χρόνια αρνείται να προχωρήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, μία συμφωνία αρμονικής και ειρηνικής συνύπαρξης, με την επικύρωση των πρωτοκόλλων και επιλέγει να βουλιάζει μια συμφωνία επίλυσης συγκρούσεων τριών δεκαετιών, για να κρατήσει την σαμαρική πλευρά ενσωματωμένη στη ΝΔ αλλά και να αποφύγει τις διαρροές προς τα ακροδεξιά [«θα έρθουν στον πολιτικό χρόνο που θα κρίνει η κυβέρνηση», τόνισε για μια ακόμα φορά ο Γ. Γεραπετρίτης]. Συνέβαλε έτσι στην απαξίωση και καταβαράθρωση της κυβέρνησης της Β. Μακεδονίας, με την ανάδειξη του εθνικιστικού VMRO. Αναλυτές τονίζουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Βόρεια Μακεδονία οφείλεται και στην ενταξιακή κόπωση, δηλαδή τη μη ουσιαστική πρόοδο της ενταξιακής πορείας της Β. Μακεδονίας στην ΕΕ. Όπως σημειώνεται, μάλιστα, το σύνδρομο της ενταξιακής κόπωσης χαρακτηρίζει συνολικά τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.
Ενώ η ακροδεξιά έχει αποκτήσει απειλητική δυναμική στην Ευρώπη, η Ελλάδα με τη στάση της βάζει τρικλοποδιές στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, χάριν της διατήρησης της κυριαρχίας της ΝΔ στο εσωτερικό της χώρας και ανοίγει έτσι διάπλατα το δρόμο στην επέλαση της ακροδεξιάς σε γειτονικές χώρες. Ξεχνά, όμως, έτσι ότι με τις ηγεσίες αυτών των χωρών θα χρειαστεί να βρεθεί στο ίδιο τραπέζι. Και τότε τι θα κάνει; Πώς θα είναι πρωτοπόρος δύναμη ανάμεσα σε ακραίες κυβερνήσεις; Η εξωτερική αυτή πολιτική έχει κοντά ποδάρια και είναι επικίνδυνη να αναζωπυρώσει διπλωματικές συγκρούσεις, που νομίζαμε είχαν επιλυθεί.