Σε αρκετή απόσταση από το βορειότερο σημείο ιστορικής επέκτασης της ελληνικής γλώσσας στη νοτιοδυτική Αλβανία, από τις μειονοτικές περιοχές, βρίσκεται η ιστορική περιοχή της Χιμάρας. Ένας θύλακας ορθόδοξων χριστιανών, επτά οικισμών κατά την επικρατούσα άποψη (εξαρτάται τι θα μετρήσει κανείς ως οικισμό), που επεκτείνεται δυτικά από τη θάλασσα και ανατολικά οριοθετείται από βουνά που δημιουργούν μία φυσική οχύρωση. Τα χωριά αυτά είχαν ως μητρική γλώσσα είτε τα ελληνικά (Χιμάρα και δορυφορικοί (μικρο)οικισμοί, Παλάσα, Δρυμάδες), είτε τα αλβανικά. Είχαν αναπτύξει όμως αρκετούς αιώνες ένα διακριτό, κοινό, μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης.
Η ταυτότητα του ελληνόφωνου Αλβανού
Πράγματι, κατά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους και λίγο μετά, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού διατηρεί έντονη μία ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κράτος και έθνος. Όμως, ήδη στο Μεσοπόλεμο, ένα τμήμα και των ελληνόφωνων οικισμών αρχίζει να βλέπει διαφορετικά την ταύτισή του με τον αλβανικό εθνικισμό. Όλες αυτές οι μετατοπίσεις σχετίζονται περισσότερο με την προσπάθεια του καθεστώτος Ζώγου να αφαιρεθούν από την περιοχή τα λεγόμενα προνόμιά της.
Η αρνητική στάση όλων των οικισμών, εκτός του Βούνου, απέναντι στο καθεστώς Χότζα, θα αφαιρέσει το καθεστώς των μειονοτικών οικισμών από τα τρία χωριά και όντως μερικές οικογένειες/σόγια θα έχουν μειωμένες ευκαιρίες ανέλιξης. Συνολικά όμως, σε όλους τους οικισμούς θα δημιουργηθεί, δίπλα στη χιμαριώτικη, μία ιδιαίτερη μεν αλλά περισσότερο αλβανική εθνική ταυτότητα, του ελληνόφωνου Αλβανού. Αυτή άλλωστε είναι που «βγάζει» από τους ελληνόφωνους οικισμούς από εθνικούς λογοτέχνες μέχρι υπουργούς Εξωτερικών.
Μετά το 1990 στη Χιμάρα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, θα ενεργοποιηθούν τα δίκτυα της ελληνικής και αμερικανικής χιμαριώτικης διασποράς με ακροδεξιό και ελληνικό εθνικιστικό προσανατολισμό (για παράδειγμα ο «ομογενής» Τζόρτζ Τένετ, επικεφαλής της CIA, κατάγεται από αλβανόφωνο οικισμό). Η κατάσταση στην περιοχή της Χιμάρας θα γίνει ακόμη πιο περίπλοκη, καταρχήν λόγω του συμβολικού της χαρακτήρα για τον αλβανικό και ελληνικό εθνικισμό, τόνοι μελάνης έχουν χυθεί στην Αλβανία για να αποδείξουν ότι η ελληνοφωνία των τριών οικισμών είναι νεότερη. Όμως το πιο κρίσιμο είναι η τρομακτική αύξηση της αξίας της γης. Η Χιμάρα, έχοντας καταστεί η Μύκονος της Αλβανίας, σε ένα αδύνατο και διεφθαρμένο κράτος, αποτελεί παράδειγμα σύνδεσης των εθνικών-εθνοτικών αντιπαραθέσεων με τα οικονομικά μικρά ή μεγαλύτερα συμφέροντα. Η ιδιοκτησία, η δόμηση και η διαπλοκή σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, στην παραλιακή ζώνη, έχουν υποδειγματικά εξεταστεί από τον Λουκά Τριάντη (ΑΠΘ). Το ιδιοκτησιακό καθεστώς πριν το Χότζα και οι λύσεις που δόθηκαν νομοθετικά μετά το 1990 αποτελούν σημείο τριβής μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα στη Χιμάρα που αρνείται να συμμορφωθεί με το νομικό πλαίσιο. Απέναντι δε στις τοπικές αντιθέσεις, τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν και οι μεγάλες επενδύσεις που θεωρούνται απειλή από τους τοπικούς μικροεπιχειρηματίες. Η αντιπαλότητα εντός των κοινοτήτων φτάνει συχνά και σε επίπεδο πυρηνικής οικογένειας. Όλα αυτά συχνά ενδύονται τη συμπόρευση με την ελληνική ή την αλβανική πλευρά, π.χ. στις δημοτικές εκλογές, τον αντίστοιχο «εθνικό» αγώνα.
Ο καταδικασμένος Μπελέρης
Όπως αναφέρθηκε, προφανώς δεν έκανε τουρισμό όταν συνελήφθη με βαρύ οπλισμό πάνω στη συνοριακή γραμμή και κοντά σε φυλάκιο του αλβανικού στρατού. Είχε προηγηθεί το επεισόδιο της Επισκοπής και μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτό θα ήταν το δεύτερο χτύπημα σε αλβανικό έδαφος. Ακολούθησε μία ανεκδιήγητη δίκη-παρωδία, την οποία περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο του ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Σταύρος Τζίμας. Ο «ελαφριά» καταδικασμένος όμως, θα καταστεί υπότροφος του Υπουργείου Εξωτερικών και εντέλει, για να πολιτογραφηθεί, θα του απονεμηθεί χάρη από τον Κάρολο Παπούλια. Στο ενδιάμεσο, θα δίνει συνεντεύξεις σε ακροδεξιά, εθνικιστικά και φασιστικά έντυπα, αλλά ιδίως θα περιφέρεται σε εκδηλώσεις «αντεθνικού» χαρακτήρα, αλλά ακόμη και σε δικαστήρια, τραμπουκίζοντας διοργανωτές και παρευρισκόμενους. Το Μάιο του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα στηρίξει την πρώτη υποψηφιότητα Μπελέρη για το δήμο. Άλλωστε ο βουλευτής Πρέβεζας Κων/νος Μπάρκας «ως εκπρόσωπος του πρωθυπουργού» θα παρευρεθεί στη μεγάλη προεκλογική του συγκέντρωση στην Αθήνα και θα κάνει δηλώσεις που μάλλον ξεπερνούσαν τον «εθνικό οίστρο» και τον αλυτρωτισμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας.
Οι ελληνικές πολιτικές στην Αλβανία
Μετά το 1996-1997 το επίσημο ελληνικό κράτος, αλλά και διάφορα κέντρα άσκησης πολιτικής, εγκαταλείπουν την ιδέα κάποιου είδους αυτοδιοίκησης των μειονοτικών περιοχών που είχαν προκρίνει. Παράλληλα, μειώνουν το «όραμά» τους να συμπεριλάβουν στη μειονότητα μεγάλο τμήμα των ορθόδοξων του νότου, Αλβανών και Βλάχων. Μέχρι τότε με τις πολιτικές χορήγησης βίζας και άλλων διευκολύνσεων είχαν καταφέρει να αποσπάσουν κάποιου είδους συναινέσεις τμημάτων των ομάδων αυτών. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο μια βίζα εξασφάλιζε τη νόμιμη παραμονή στον ελληνικό παράδεισο. Στη συνέχεια, οι ελληνικές αρχές θα επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους σε τμήματα του πληθυσμού αυτού. Θα χορηγούν Ειδικά Δελτία Ταυτότητας Ομογενούς εκτός των ελληνόφωνων μειονοτικών περιοχών στην περιοχή της Κορυτσάς -σε αλβανόφωνους και (συνήθως πρώην) βλαχόφωνους-, σε «επιλεγμένους» βλάχικους οικισμούς, σε αλβανόφωνους ορθόδοξους οικισμούς εντός ή στις παρυφές της λεγόμενης μειονοτικής ζώνης -ώστε να αυξηθεί εδαφικά η ελληνική περιοχή-, και βέβαια στους αλβανόφωνους οικισμούς της Χιμάρας. Η ίδια πολιτική θα συνεχιστεί και με τις αποδόσεις ιθαγένειας αργότερα. Η Ελλάδα, ως άλλη Ουγγαρία ή Βουλγαρία, από το 2012 έως το 2015 ιδίως, χωρίς όμως να ανατραπεί εκ βάθρων μετά το 215 αυτή η πολιτική, θα χορηγεί ελληνική ιθαγένεια σε όσους θεωρεί μειονοτικούς/ομογενείς στην Αλβανία, χωρίς δηλαδή να διαβιούν στην Ελλάδα. Παράλληλα θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί, σε αντίθεση με τη ρητορική της μειονότητας, θεσμούς (π.χ. σχολεία), υποδομές (π.χ. ύδρευση) και ανθρώπους (π.χ. συντάξεις ΟΓΑ σε όσους διέμεναν στην Αλβανία και είχαν ΕΔΤΟ). Η άλλη πολιτική που ασκήθηκε αφορούσε τη στήριξη με κάθε τρόπο ενός κόμματος (ΚΕΑΔ) που στα ελληνικά ΜΜΕ παρουσιαζόταν ως το κόμμα της μειονότητας. Επρόκειτο για ένα κόμμα που σε σημαντικό βαθμό στηριζόταν σε ψήφους εκτός μειονοτικών περιοχών, από καθολικούς και μουσουλμάνους του βορρά, μέχρι Ρομά της Κορυτσάς. Το ελληνικό όπλο ήταν ακαταμάχητο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000: διευκολύνσεις, θέσεις εργασίας στην Αλβανία, και βέβαια βίζες για την Ελλάδα. Αντίθετα, ένα μεγάλο τμήμα της μειονότητας εξακολουθούσε να ψηφίζει το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η πολιτική που διαμορφώθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών στα τέλη της δεκαετία του 1990 εστίασε επίσης στην περιοχή της Χιμάρας. Για πάνω από 20 χρόνια η Χιμάρα αποτελεί τη μοναδική ουσιαστικά εστία ελληνοαλβανικής μειονοτικής αντιπαράθεσης. Η άρνηση του αλβανικού κράτους να αποδεχθεί την ύπαρξη μειονότητας στη Χιμάρα, η σταδιακή εδραίωση ενός υπερφίαλου και αναχρονιστικού αλβανικού εθνικισμού και η οικονομική ανάπτυξη της Αλβανίας από τη μια θα αντιπαρατεθούν με την αλυτρωτική ρητορική των τοπικών «Ελλήνων» υποψηφίων (ο λόγος του Μπελέρη μοιάζει μετριοπαθής μπροστά τους), με την αμέριστη υποστήριξη του ελληνικού ΥΠΕΞ και την υιοθέτηση ευφάνταστων θεωριών που εξέφραζαν τοπικοί παράγοντες και την παρέλαση Χρυσαυγιτών και ακροδεξιών βουλευτών στη Χιμάρα από την άλλη. Η Χιμάρα έγινε στο παρελθόν θέατρο επεισοδίων και αλβανικών πολιτικών όπως νοθείας στις εκλογές και αλλαγής των ορίων του δήμου. Παράλληλα, σε μία επαναφορά παλαιότερων πολιτικών, το ελληνικό κράτος άρχισε να θεωρεί ομογενειακούς του παράλιους ορθόδοξους αλβανόφωνους οικισμούς μεταξύ των μειονοτικών περιοχών και της Χιμάρας θέλοντας να δημιουργήσει έναν «ενιαίο» ελληνικό χώρο από τα σύνορα μέχρι τη Χιμάρα. Απέναντι στην αλβανική ρητορική και πολιτική, αντέταξε πολιτικές βγαλμένες από την ελληνική Μεγάλη Ιδέα.
Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι το ελληνικό κράτος αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από αυτό το γαϊτανάκι αντιπαραθέσεων σε μία μικροπεριοχή. Πόσω μάλλον να κατανοήσει ότι το αλβανικό κράτος δεν «ανέχεται» να κάνει δήμαρχο κάποιον που θεωρεί δολοφόνο στρατιωτών του. Είναι απορίας άξιο ότι θεωρεί ακόμη σημαντικό στοιχείο άσκησης πολιτικής την ύπαρξη μειονοτικών ερεισμάτων, με όρους Μεσοπολέμου, και παρασύρεται στη δίνη των πολιτικών που ασκεί η ίδια η μειονότητα.