Ο έφηβος Ρα και η φίλοι του μεγαλώνουν χωρίς γονείς στους άγριους δρόμους του Μεντεγίν και εξασφαλίζουν τα προς το ζην μαζεύοντας παλιοσίδερα. Μια δύσκολη καθημερινότητα με συμμορίες, βία και κάθε λογής παραβατικότητα. Όταν όμως θα πάρει στα χέρια του ένα χαρτί από την κυβέρνηση της Κολομβίας με το οποίο του επιστρέφεται ένα κομμάτι γης που ανήκε στη γιαγιά του και που το είχε υφαρπάξει κάποια παραστρατιωτική ομάδα, από εκείνες που για πολλές δεκαετίες λυμαίνονταν τη χώρα, ο Ρα ξεκινά ένα μακρινό ταξίδι για τον τόπο που βρίσκεται η περιουσία του. Μαζί του είναι οι τέσσερις φίλοι του, ο Γοyίνι, ο Σέρε, ο Νάνο και ο Κουλέμπρο. Ένα περιπετειώδες ταξίδι με πολλούς κινδύνους κι απρόοπτα. Στο ταξίδι αυτό θα δοκιμαστεί η φιλία ανάμεσα στα πέντε παιδιά, θα γνωρίσουν τη σκληρότητα αλλά και την αλληλεγγύη των ανθρώπων.
Η ταινία της Λάουρα Μόρα «Οι βασιλιάδες του κόσμου» (Los reyes del mundo) αποτελεί ένα οδοιπορικό στην ταραγμένη Κολομβία, μια γνωριμία με μια χώρα που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της από ένα μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο με χιλιάδες θύματα. Κυρίως όμως είναι ένα οδοιπορικό ανάμεσα στους ανθρώπους και τα όνειρά τους, οι οποίοι έχουν βιώσει την καταστροφή, την εγκατάλειψη, την ορφάνια, την ερήμωση και τη ερημιά.
Η Μόρα σκηνοθετεί με ρεαλισμό παρεμβάλλοντας συμβολικά, ονειρικά στοιχεία όπως το άσπρο άλογο που βλέπουμε συνεχώς, που συμβολίζει τη διέξοδο, τον καλπασμό προς την ελευθερία.
Οι δύο Σοφίες
Η νεαρή Σοφία επιστρέφει στο Πολύδροσο για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της, Σοφία κι αυτή. Η επιστροφή θα την φέρει κοντά σε καταστάσεις που εξαιτίας τους επέλεξε να φύγει. Ταυτόχρονα όμως θα έχει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τη σχέση με τη μητέρα της, να έρθουν κοντά, να θυμηθούν το παρελθόν και να προσπαθήσουν να το επαναξιολογήσουν.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ή the Boy με το «Πολύδροσο» σκηνοθετεί μια τρυφερή ταινία για τη σχέση μητέρας-κόρης. Με τη συνεχή χρήση φλας μπακ ο σκηνοθέτης προσεγγίζει την τρυφερότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και αναπολεί τη χαμένη τρυφερότητα των ανθρώπων. Κι όλο αυτό σε έναν κόσμο «που δεν είναι καθόλου τρυφερός», όπως σημειώνει.
Ο Βούλγαρης αποφεύγει τις μεγαλοστομίες, δεν επιχειρεί να στεγανοποιήσει τις λέξεις με ορισμούς αλλά αφήνει την κάμερά του να κάνει τη δύσκολη δουλειά. Και να χαϊδέψει τις ηρωίδες του, να τις ξεγυμνώσει, να τις απελευθερώσει και πάνω απ’ όλα να τις αφήσει να μιλήσουν, να αγγιχτούν, να κοιταχτούν στα μάτια και να ανοίξουν τις ψυχές του. Και εν τέλει αυτός είναι ο τρόπος, η διαδικασία απελευθέρωσης των συναισθημάτων, ο τρόπος να μιλήσεις για την αγάπη, για τα παιδικά χρόνια που πέρασαν, για τη νεότητα.
Μια ταινία για τις δύο Σοφίες αλλά και την άλλη σοφία που έρχεται για να συμπληρώσει τα κενά και να κλείσει τις πληγές.
Ψάχνοντας στα ίχνη της Ιστορίας
«Ενθάδε κείται η δούλη του Θεού Χρυσούλα Ροδάκη θανούσα την δεκάτην ογδόην Μαρτίου 1987». Η πλάκα με την παραπάνω επιγραφή βρέθηκε το 2016 στο πάτωμα ενός παλιού σπιτιού στο χωριό Καρατζάκιοϊ, 100 χιλιόμετρα μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Το σπίτι που ανήκε σε Έλληνες, περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας του σκηνοθέτη Κερέμ Σογιουλμάζ και η ανακάλυψη της επιτύμβιας πλάκας τον οδήγησε στην αναζήτηση της οικογένειας της Χρυσούλας Ροδάκη, που ζούσε εκεί πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών και που είχε ταφεί στο πάτωμα του σπιτιού. Ένα οδοιπορικό στον χώρο και τον χρόνο, που ο Σογιουλμάζ κατέγραψε στο ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τη Χρυσούλα Ροδάκη» (Searching for Rodakis).
Η ταινία μας πηγαίνει πίσω στα χρόνια της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που έφερε χιλιάδες ανθρώπους και από τις δύο πλευρές των συνόρων, μακριά από τις πατρίδες τους. Ο σκηνοθέτης αναζητά με επιμονή τα ίχνη της οικογένειας της Χρυσούλας και μέσα από αυτή την αναζήτηση δημιουργεί ένα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ αλλά και ένα συγκινητικό οδοιπορικό, ύμνο στην ανθρωπιά, την αγάπη και τη φιλία των λαών.
Πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ των Αδάνων και πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Ιεράπετρας.
Ταξίδι αυτοεξερεύνησης
«Η ηρωίδα δεν είναι μια λεσβία με κατασταλαγμένη επιλογή, αλλά ένα κορίτσι που η ζωή το οδήγησε να δοκιμάσει την τρυφερότητα μιας αγκαλιάς ομόφυλης για ένα διάστημα της ζωής της» γράφει ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης, για τη «Λεσβία» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, βιβλίο το οποίο μεταφέρει με τον δικό του τρόπο στο σινεμά ο Κώστας Μαζάνης.
Η ηρωίδα είναι η Μελίνα και η ομόφυλη αγκαλιά ανήκει στη Βιβή. Η ταινία προσεγγίζει το κείμενο με ιδιαίτερη ποιητικότητα, με τρυφερότητα κι αγάπη. Ουσιαστικά η Μελίνα είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να «επιβιώσει» σε ένα πατριαρχικό περιβάλλον, διεκδικώντας παράλληλα το δικαίωμα στην ελεύθερη βούληση και την ερωτική επιλογή. Κουβαλώντας επιπλέον το τραύμα ενός βιασμού, η Μελίνα αναζητά την επούλωσή του και τη δύναμη να συνεχίσει να ζει, κάτι που της προσέφερε η Βιβή.
Η «Λεσβία» (Blessin in disguise) είναι μια ταινία τολμηρή, ταινία που θα σοκάρει με τον ρεαλισμό των ερωτικών σκηνών. Ταυτόχρονα όμως οι σκηνές αυτές γοητεύουν με την ομορφιά τους, τον αισθησιασμό της ποιητικής λαγνείας! Η κάμερα παρακολουθεί από κοντά τα παλλόμενα από πόθο γυναικεία σώματα, σα να είναι κάποιο τρίτο πρόσωπο που συμμετέχει. Κορυφαία είναι η σκηνή με τη Μελίνα να χορεύει επάνω στα βράχια υπό τους ήχους ενός ηπειρώτικου τραγουδιού.
Χρειάζεται τόλμη για να γυρίσεις μια τέτοια ταινία. Τόλμη και πίστη σε αυτό που κάνεις. Τόσο από τη μεριά των δύο πρωταγωνιστριών Σοφίας Κούρου (Μελίνα) και Κατερίνας Χρηστάκη (Βιβή) όσο και από τη μεριά του σκηνοθέτη. Τελικά το ρίσκο που παίρνουν τους δικαιώνει. Αξίζει βέβαια να αναφέρω ότι πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η μουσική επιμέλεια και η μουσική του Δημήτρη Υφαντή.