Δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου για την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, και δύο μήνες περίπου από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για την αντισυνταγματικότητα του νόμου του 2021 –ο οποίος απαγόρευε την ενημέρωση όσων τύχουν παρακολούθησης από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) σχετικά με τους λόγους που υπόκεινται σ’ αυτή– και απ’ ό,τι φαίνεται, δύσκολα θα μάθουμε ποτέ επίσημα τι πραγματικά συνέβη.
Μπορεί ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστος Ράμμος, στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (10/4/24), μετά και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, να είχε διαβεβαιώσει πως θα εφαρμόσουν την απόφαση του ΣτΕ «κατά γράμμα και κατά κεραία» και η ολομέλεια της ΑΔΑΕ πράγματι να αποφάσισε και να απέστειλε πολύ γρήγορα σχετικό αίτημα ενημέρωσης στην ΕΥΠ, η υπηρεσία, όμως, αψηφά εκ νέου τις νόμιμες διαδικασίες και τις θεσμικές της υποχρεώσεις.
Στο σχετικό αίτημα, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής» την περασμένη εβδομάδα, η ΕΥΠ φέρεται να απάντησε πως δεν δύναται να ανταποκριθεί και να δώσει περισσότερες πληροφορίες, «καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε μεταξύ άλλων σε κίνδυνο τις σχέσεις της με ομόλογες υπηρεσίες του εξωτερικού», παρά μόνο επαναλαμβάνει πως η παρακολούθηση έγινε γενικώς και αορίστως για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Οι αντιφάσεις
«Οι τελευταίες εξελίξεις καταδεικνύουν και πάλι την προσπάθεια τόσο της κυβέρνησης, όσο και των κρατικών αρχών να συγκαλύψουν το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όταν είχε πρωτογίνει γνωστή η παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, δημοσιεύματα έκαναν λόγο για καταστροφή των σχετικών αρχείων της ΕΥΠ. Κάτι που είχε αναφέρει και η ίδια η υπηρεσία. Τώρα στην απάντησή της δεν λέει τίποτα τέτοιο, αλλά μιλάει μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθιστώντας σαφές ότι αρνείται να ενημερώσει για τους πραγματικούς λόγους, όπως υποχρεώνει η απόφαση του ΣτΕ», περιγράφει στην «Εποχή» ο δημοσιογράφος Θοδωρής Χονδρόγιαννος, από τους Reporters United, που αποκάλυψαν την υπόθεση.
Συμπληρώνει δε πως «σχετικά με την αναφορά της ΕΥΠ στις σχέσεις με τις ξένες υπηρεσίες πληροφοριών, να θυμίσουμε πως στις αρχές του σκανδάλου, που είχε ακουστεί πως η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη έγινε κατόπιν αιτήματος των μυστικών υπηρεσιών της Αρμενίας και της Ουκρανίας, και οι δύο χώρες το είχαν διαψεύσει επισήμως. Τώρα βλέπουμε πως η ΕΥΠ προσπαθεί να επαναφέρει εμμέσως αυτό το σενάριο. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απάντηση –και πέραν της διάψευσης των τρίτων. Πρώτον, γιατί ακόμα κι αν είχε γίνει τέτοιο αίτημα από ξένες υπηρεσίες, θα έπρεπε και πάλι να τεκμηριωθεί και να εγκριθεί από την ΕΥΠ. Συνεχίζει, λοιπόν, να είναι υπεύθυνη για αυτή την παρακολούθηση. Δεύτερον, το πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις προκύπτει ίσα – ίσα από το γεγονός των παρακολουθήσεων κεντρικών πολιτικών προσώπων, όπως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και οι υπουργοί της κυβέρνησης, που συνομιλούσαν με τους ομολόγους τους και παρακολουθούνταν και εκείνοι κατά αυτόν τον τρόπο».
Αντίστοιχα, προβληματική και ανεπαρκής κρίνεται η απάντηση της ΕΥΠ και από τον συνταγματολόγο και επίκουρο καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αλέξανδρο Κεσσόπουλο: «Το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται από το Σύνταγμα, όπου ορίζεται μάλιστα ως απόλυτα απαραβίαστο. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να αρθεί είναι πολύ συγκεκριμένοι και ορίζονται και πάλι ρητά από το Σύνταγμα. Πρόκειται είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας, είτε για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, έχουμε την παρακολούθηση ενός αρχηγού κόμματος, κάτι εξαιρετικά ανησυχητικό για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Μετά από δύο χρόνια, μάλιστα, δεν γνωρίζει ακόμη κανείς, πέρα από τις υπηρεσίες που διέταξαν την παρακολούθηση, για ποιο λόγο συνέβη. Ούτε η ΑΔΑΕ, ούτε το ελληνικό κοινοβούλιο, ούτε ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης. Το να μην γίνουν ευρύτερα γνωστοί οι λόγοι της παρακολούθησης ενδεχομένως να είναι εύλογο αν συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας. Οι αρμόδιες αρχές, όμως, προφανώς θα έπρεπε να έχουν ενημερωθεί. Ιδίως η ΑΔΑΕ, δηλαδή η ανεξάρτητη αρχή στην οποία απονέμουν το Σύνταγμα και ο ν. 3115/2003 την αρμοδιότητα της διασφάλισης του απόρρητου των επικοινωνιών. Με άλλα λόγια, δεν είναι σύμφωνο με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος να παραμένει ανέλεγκτη η ΕΥΠ, τόσο από την εθνική αντιπροσωπεία, όσο και από την ΑΔΑΕ».
Σε ό,τι αφορά τη Βουλή, όπως εξηγεί ο ίδιος, ο μόνος τρόπος που θα δικαιούταν η ΕΥΠ να μην ενημερώσει, θα ήταν κατ' επίσημη εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού: «Παρόμοια μεθόδευση από την πλευρά της ΕΥΠ είχαμε και πέρυσι στη Βουλή, όπου στελέχη της επικαλέστηκαν έναντι της εθνικής αντιπροσωπείας το απόρρητο της υπόθεσης και δεν την ενημέρωσαν. Στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου κάτι τέτοιο δεν είναι ανεκτό, εφόσον δεν υπάρχουν στεγανά έναντι της Βουλής, εκτός αν παρέμβει ο αρμόδιος υπουργός και, στο πλαίσιο μιας συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής κεκλεισμένων των θυρών, θέσει ζήτημα απορρήτου της υπόθεσης. Ο αρμόδιος υπουργός της ΕΥΠ είναι, όπως θυμόμαστε, ο πρωθυπουργός».
Ψηφιδωτό συνεχών παραβιάσεων
Κάπως έτσι, με άλλα λόγια, συνεχίζει να ξετυλίγεται ένα ολόκληρο ψηφιδωτό παραβίασης θεμελιωδών αρχών της λειτουργίας του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. «Πρώτον, έχουμε μια παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος χωρίς να είναι σαφείς οι λόγοι, δεύτερον, έχουμε μια συγκάλυψη έναντι της εθνικής αντιπροσωπείας και, τρίτον, έχουμε μια ανεξάρτητη αρχή που προσπαθεί να ασκήσει με ευσυνειδησία τις αρμοδιότητές της, όμως η κυβέρνηση επιδιώκει να την αποδυναμώσει, αλλάζοντας την "ενοχλητική" σύνθεσή της με αντισυνταγματικό τρόπο. Ενώ, δηλαδή, απαιτούνταν τα 3/5 για την αλλαγή της σύνθεσης, αυτή πραγματοποιήθηκε με 16 από τα 27 μέλη της σχετικής επιτροπής (ποσοστό 59,2%). Έχουμε, λοιπόν, διάφορες ψηφίδες που συγκροτούν μια προσπάθεια συγκάλυψης αυτής της υπόθεσης», τονίζει ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος.
Μετά την άρνηση της ΕΥΠ, η ΑΔΑΕ ξανασυνεδριάζει, προκειμένου να δει πώς μπορεί να κινηθεί από εδώ και πέρα. «Το ζήτημα είναι η συμμόρφωση της διοίκησης με την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε ότι η άρνηση ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας ευρωβουλευτή και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, παραβιάζει το Σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΔΑΕ είναι υποχρεωμένη κατά την αμετάκλητη κρίση του ανώτατου δικαστηρίου, εφόσον εκτιμά ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έπαψε πλέον να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να του εξηγήσει ποιοι ήταν οι λόγοι που επέβαλαν κατά την κρίση της ΕΥΠ την παρακολούθησή του. Αν δεν το πράξει αυτό, τότε στα προηγούμενα θα προστεθεί μια νέα παραβίαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επιβάλλει αυτή την υποχρέωση προκειμένου, όπως εξηγεί, να μπορέσει ο θιγόμενος, αν κρίνει ότι οι λόγοι της παρακολούθησής του δεν υπήρξαν νόμιμοι, να διεκδικήσει δικαστική προστασία –ηθική αποκατάσταση δηλαδή και, ενδεχομένως, χρηματική αποζημίωση από το ελληνικό δημόσιο», επισημαίνει ο καθηγητής.
Δυνατότητες αντίστασης
Αν και έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, η θετική θεσμική έκβαση της υπόθεσης είναι αμφίβολη, υπάρχει τουλάχιστον μια άλλη χαραμάδα ελπίδας, σύμφωνα με τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο, καθώς «από την αρχή της δημοσιογραφικής μας έρευνας, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί για να συγκαλύψει το σκάνδαλο και άρα από αυτή την άποψη δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Η μόνη αισιοδοξία που έχω, είναι πως στο δημοσιογραφικό κομμάτι έχουμε πολλές αποκαλύψεις ακόμα να δούμε…».
Από την άλλη πλευρά, όμως, ανησυχητική είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι σ’ αυτό το σκάνδαλο, καθώς παρά τη σοβαρότητά του για τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας, μάλλον φαίνεται πως την αφήνει αδιάφορη. Για παράδειγμα, το ζήτημα των υποκλοπών θα επηρεάσει την ψήφο μόλις του 1% του εκλογικού σώματος, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της GPO.
«Η στάση της κοινωνίας δείχνει νομίζω μια τάση είτε να θεωρείται η λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών σαν κάτι "πολυτελές", που δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κάποιος εφόσον υπάρχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είτε δείχνει μια απαξίωση προς τους θεσμούς, ότι δηλαδή θεωρούν οι πολίτες τέτοιου είδους παραβιάσεις ως κάτι που ούτως ή άλλως συμβαίνει. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι το ίδιο: η πολιτική εξουσία δεν συναντάει κοινωνικές αντιστάσεις. Τα μόνα αντίβαρα που συνάντησε σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν η ΑΔΑΕ, οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις και ο κριτικός δημόσιος λόγος κάποιων μελών της επιστημονικής κοινότητας. Δυστυχώς, όμως, τα αντίβαρα αυτά αποδείχθηκαν αδύναμα. Αν δεν έχουμε μια κοινωνία που να διεκδικεί την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και να ξεσηκώνεται όταν οι ελευθερίες παραβιάζονται, τότε θα αναδεικνύεται και μια εξουσία που θα μπορεί πολύ πιο άνετα να ρέπει προς την αυθαιρεσία», καταλήγει ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος.