Τι θα σημάνει η ενίσχυση της Ακροδεξιάς
στην Ευρώπη
Καθώς οι ευρωεκλογές πλησιάζουν, η ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων στα περισσότερα κράτη-μέλη μοιάζει να είναι η μόνη αδιαμφισβήτητη πρόβλεψη. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν έως και 20% συνολικά στις δύο πολιτικές ομάδες της Ακροδεξιάς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ID: Ταυτότητα και Δημοκρατία, και ECR: Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές). Η τάση έχει εκδηλωθεί εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, παράλληλα με την υποχώρηση της Κεντροαριστεράς και την εκλογική επικράτηση των συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων στις περισσότερες χώρες.
Ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα αναμένεται να έρθουν πρώτα στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία. Εδώ και αρκετά χρόνια, ακροδεξιά κόμματα συμμετέχουν σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεργασίας. Στην Ιταλία, η Μελόνι εκλέχτηκε πρωθυπουργός με αναφορές στο φασισμό του Μουσολίνι. Στην Ολλανδία, το Κόμμα της Ελευθερίας του Geert Wilders, με αντιμεταναστευτικές και ισλαμοφοβικές θέσεις, ήρθε πρώτο στις εκλογές του 2023, αλλά ελλείψει απόλυτης πλειοψηφίας δεν σχημάτισε κυβέρνηση. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν (όπως παλαιότερα και ο πατέρας της) πέρασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2017 και το 2022, με αποτέλεσμα οι αριστεροί να εκβιάζονται να ψηφίσουν τον Μακρόν, με τη λογική του μικρότερου κακού. Τώρα το κόμμα της Λεπέν Εθνική Συσπείρωση αναμένεται να νικήσει. Ακόμη και στη Γερμανία, το ταμπού του ναζισμού έχει υποχωρήσει. Πριν λίγες μέρες, ο επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του ακροδεξιού AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) δήλωσε πως «όσοι μετείχαν στα SS δεν ήταν όλοι εγκληματίες». Μετά τις αντιδράσεις, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αλλά αυτό οφείλεται μόνο στο ότι τα ακροδεξιά κόμματα τακτικά μετριάζουν τις επίσημες δηλώσεις τους για να απευθύνονται σε ευρύτερα ακροατήρια.
Μια σειρά εξελίξεων την τελευταία τετραετία έρχεται να επιτείνει την υποχώρηση των συστημικών δεξιών κομμάτων προς όφελος της Ακροδεξιάς: η διαχείριση της πανδημίας με όρους βιοπολιτικής, η ανάπτυξη ενός συνωμοσιολογικού αντιεμβολιαστικού κινήματος, η αστάθεια στα σύνορα της Ευρώπης με τον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο και την ανάφλεξη στην Παλαιστίνη, η έκρηξη της ακρίβειας στα καύσιμα και οι ολέθριες συνέπειες στην οικονομία, η δυσφορία των αγροτών απέναντι στη Συμφωνία για την πράσινη μετάβαση, και βέβαια η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης με όρους ασφάλειας και πολιτισμικής απειλής.
Ειδικά το μεταναστευτικό ζήτημα έχει εργαλειοποιηθεί κατά κόρον εδώ και τρεις δεκαετίες από τις κεντρώες και δεξιές κυβερνήσεις που θεώρησαν πολιτικά πρόσφορο να υιοθετήσουν την ακροδεξιά, ξενοφοβική ατζέντα, ενώ εφάρμοζαν αντιφατικές πολιτικές κλειστών συνόρων από τη μία, και πρόσκλησης ή ενσωμάτωσης μεταναστών από την άλλη, με στόχο την ενίσχυση του εργατικού δυναμικού στη γερασμένη Ευρώπη.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ακροδεξιά μετεξελίχθηκε και εκφράζεται μέσα από δύο βασικές τάσεις: α) τις νεοναζιστικές, ριζοσπαστικές, ακροδεξιές οργανώσεις που εκφράζουν έναν ανοιχτά ρατσιστικό, εθνικιστικό και μιλιταριστικό λόγο, καταφεύγοντας ενίοτε σε βίαιες δράσεις, και β) τα υπερ-συντηρητικά, εθνοκεντρικά και ξενοφοβικά κόμματα της λαϊκής ή μεσοαστικής alt-right, που απεχθάνονται τον «δικαιωματισμό», εναντιώνονται σε κάθε μορφή ρευστότητας ταυτοτήτων (έμφυλες ή εθνικές) και οχυρώνονται γύρω από την υπεράσπιση του τριπτύχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Το χαρακτηριστικό των τελευταίων είναι πως συσπειρώνουν το ακροατήριό τους μετατρέποντας κρίσιμα ζητήματα ανισοτήτων σε «πολιτισμικούς πολέμους».
Ενδεικτικό της επιρροής τους τα τελευταία χρόνια είναι πως η ίδια η Κομισιόν θέσπισε χαρτοφυλάκιο «Προώθησης του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», το οποίο κατέχει ο Έλληνας επίτροπος Μαργαρίτης Σχοινάς. Με αυτούς τους όρους ηθικού πανικού προσλαμβάνεται πλέον το ζήτημα της μετανάστευσης από την ίδια την ΕΕ. Πόσο απέχει άραγε αυτό από τη θεωρία συνωμοσίας περί άλωσης της Ευρώπης από τους μουσουλμάνους μετανάστες, το λεγόμενο σχέδιο της «Μεγάλης αντικατάστασης»;
Μια σειρά άλλων θεμάτων μειώνουν τη δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης: το σοκ του Brexit, η αποτυχία της διεύρυνσης να ενισχύσει τον εκδημοκρατισμό και το κράτος δικαίου σε σειρά κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, η έλλειψη προοπτικής ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, και βέβαια η αδυναμία της ΕΕ να έχει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να μη σύρεται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, το συνεχιζόμενο έλλειμα δημοκρατικής συμμετοχής των ευρωπαϊκών λαών στους θεσμούς της ΕΕ και η συγκεντρωτική διαδικασία λήψης αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ερήμην των εκλεγμένων αντιπροσώπων στο Ευρωκοινοβούλιο, υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ΕΕ και ενισχύει τις τάσεις περιχαράκωσης στα εθνικά κράτη.
Μια ενδεχόμενη πλειοψηφία ενός συνασπισμού δεξιών (Χριστιανοδημοκρατών) και ακροδεξιών ευρωβουλευτών θα έχει μια σειρά δυσμενών συνεπειών: απόρριψη της Συμφωνίας για το κλίμα και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, περιορισμός των εγγυήσεων για την ανεξαρτησία των θεσμών και το κράτος δικαίου, προώθηση αντιδραστικών νόμων σε θέματα ΛΟΑΤΚΙ+, έμφυλων σχέσεων, αμβλώσεων, θρησκείας και οικογένειας, σκλήρυνση της νομοθεσίας για την πολιτογράφηση με στόχο τον αποκλεισμό των μεταναστών, πιθανή στροφή της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ εναντίον των μουσουλμανικών κρατών. Ωστόσο, τέτοιες επιλογές λειτουργούν διχαστικά, με πιθανό αποτέλεσμα την πολιτική πόλωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την αύξηση των κοινωνικών εντάσεων.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, η απάντηση των κομμάτων της Αριστεράς δεν πείθει όσο παραμένει διασπασμένη, αμυντική και μεσοβέζικη. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που διευρύνονται στο πλαίσιο του ύστερου (και ανεξέλεγκτου) καπιταλισμού δεν εμπίπτουν καν στο πεδίο συζήτησης της Ακροδεξιάς, που λαϊκίζει για το λαό που υποφέρει, αλλά δεν αντιπροτείνει ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα, παρά μόνο μέτρα «εθνικής προτίμησης». Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης (που αμφισβητείται από τη Δεξιά όλων των αποχρώσεων) αποτελεί επίσης ένα ζήτημα στο οποίο η Ευρωπαϊκή Αριστερά οφείλει να συντονιστεί και να προτείνει μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση.
Κυρίως, η προάσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το κοινωνικό ρήγμα και η ευαλωτότητα στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς και η αναβάθμιση των δημόσιων αγαθών, απαιτούν πολιτικές σύγχρονες και συνεκτικές. Τέτοιες που θα εμπνεύσουν ένα νέο διεθνές κίνημα ανατροπής των τετελεσμένων του νεοφιλελεύθερου δογματισμού, μακριά από εθνικιστικά και ρατσιστικά πισωγυρίσματα.
Αθηνά Σκουλαρίκη, διδάσκουσα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Ευρωεκλογές υπό τη σκιά
του πολέμου και της Ακροδεξιάς
Είναι χιλιοειπωμένο πως οι ευρωεκλογές είναι «δεύτερης τάξεως εκλογές» τόσο για την Ελλάδα όσο και για κάθε ευρωπαϊκή χώρα, όπως επιβεβαιώνεται και βιβλιογραφικά. Σε όλες τις χώρες της ΕΕ, η προεκλογική καμπάνια αυτή τη στιγμή περιστρέφεται γύρω από τα εθνικά θέματα που απασχολούν την κάθε χώρα, γύρω από τις εθνικά καθορισμένες κομματικές διαχωριστικές γραμμές, γύρω από την επιβεβαίωση ή αμφισβήτηση/τιμωρία του υπάρχοντος πολιτικού συσχετισμού δύναμης. Εν ολίγοις, κανείς και καμιά δεν μιλά στις ευρωεκλογές πραγματικά για την Ευρώπη και το πρόγραμμα ευρωπαϊκής ενοποίησης στο οποίο η ΕΕ έχει κληθεί καταστατικά να μείνει αφοσιωμένη. Αυτό δεν σημαίνει πως τα κόμματα, εθνικά και ευρωπαϊκά, δεν έχουν θέσεις για την Ευρώπη ή δεν έχουν μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική γι’ αυτήν – κάθε άλλο. Απλά δεν κάνουν τους πολίτες κοινωνούς αυτών των θέσεων και δεν τους καλούν στη βάση αυτών να τοποθετηθούν την 9η Ιουνίου. Κι ενώ όλα τα παραπάνω ισχύουν για κάθε εκλογική αναμέτρηση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτή τη φορά υπάρχει μια διαφορά που προκύπτει από την ισορροπία τρόμου στην οποία έχει περιέλθει η Ευρώπη ως «πρότζεκτ ειρήνης»: ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο πόλεμος στη Γάζα, καθώς και η –αναντίστοιχη των καταστατικών αρχών της– στάση της ΕΕ απέναντί τους. Οι λαοί στην Ευρώπη βλέπουν την περίοδο της ειρήνης να πλησιάζει στη δύση της και οι ευρωπαϊκές ελίτ να το ομολογούν ανερυθρίαστα. O γερμανός υπουργός Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, είχε δηλώσει άλλωστε μετά τον επανεξοπλισμό-μαμούθ της Γερμανίας –που ουσιαστικά σφράγισε την περίοδο που ακολούθησε το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου– πως στόχος είναι «να αναδιαρθρωθεί ο Στρατός κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι σε άριστη θέση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση άμυνας, σε περίπτωση πολέμου».
Στην Ιταλία, το αδιέξοδο των αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων και το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργεί η κυριαρχία της ακροδεξιάς Μελόνι τόσο εντός όσο και εκτός χώρας, οδήγησε στη δημιουργία μια λίστας για τις ευρωεκλογές με επίκεντρο την αντίθεση στον πόλεμο και τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ. Η λίστα «Ειρήνη, Γη, Αξιοπρέπεια» ωστόσο έρχεται να προστεθεί στη μακρόχρονη πολυδιάσπαση της ιταλικής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, η οποία αδυνατεί να συγκροτήσει ένα πολιτικό μπλοκ που θα μπορούσε να εκφράσει –εν προκειμένου– τη δηλωμένη δυσαρέσκεια των Ιταλών απέναντι στη στάση της κυβέρνησής τους, αλλά και της ΕΕ, στο ζήτημα της αποστολής πολεμικού εξοπλισμού στην Ουκρανία. Το 55% των Ιταλών πιστεύει πως ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει τώρα και να επιστρέψουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η υπεράσπιση της ειρήνης και ο αγώνας ενάντια στην στρατιωτικοποίηση βρίσκεται στην καρδιά της καμπάνιας και της ισπανικής Αριστεράς, η οποία παρά την ευνοϊκότερη θέση της, τόσο λόγω της προοδευτικής κυβέρνησης του Σάντσεθ καθ’ εαυτή, όσο και λόγω της συμμετοχής του Sumar στην κυβέρνηση, αδυνατεί να εκφράσει μια νέα και πειστική πρόταση για την Ευρώπη τη στιγμή που η Δεξιά και η Ακροδεξιά της Ισπανίας παλεύουν για να πάρουν τη ρεβάνς στις ευρωεκλογές. Το VOX, έχοντας και αυτό (όπως σύνολη η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά) απομακρυνθεί από τα πολεμικά του επιχειρήματα ενάντια στην Ευρώπη, προτάσσει «περισσότερη» εθνική κυριαρχία με αιχμή του δόρατος τη μεταναστευτική πολιτική. Οι πανταχού παρούσες συγκρούσεις γύρω από το ζήτημα της αυτονομίας στην Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και αλλού, οι οποίες και σε αυτές τις εκλογές έχουν εξέχουσα θέση, δίνουν επιπλέον έδαφος στο VOX για να προωθήσει μια αυστηρά δική του ατζέντα για την Ισπανία αλλά και τη θέση της στην ΕΕ.
Η αύξηση της επιρροής των ακροδεξιών κομμάτων, όπως αυτή καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, προκύπτει και από τη δυνατότητα που παρέχουν οι ευρωεκλογές στον κόσμο να ψηφίσει αντιπολιτευτικά, εκφράζοντας έντονη διαμαρτυρία και τιμωρητικότητα μιας και δεν κρίνεται η επόμενη μέρα της κυβέρνησης. Στην Πορτογαλία, το Chega φαίνεται πως θα αυξήσει κι άλλο τις δυνάμεις του στις ευρωεκλογές, μετά τον μεγάλο ποσοστό που κατέγραψε στις πρόσφατες εθνικές εκλογές (18%). [Και το φέρνουμε ως παράδειγμα για τα μέτριας δυναμικής ακροδεξιά κόμματα.] Οι αμετανόητες επιλογές λιτότητας της ΕΕ (με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας, η οποία και ανέκοψε πράγματι το κύμα ευρωσκεπτικισμού που είχε γεννηθεί τη περίοδο της οικονομικής κρίσης), η αντιδημοκρατική της συγκρότηση, όπως αποκρυσταλλώνεται στις Συνθήκες της, και η ποδηγέτηση των επιλογών των εθνικών κυβερνήσεων, δίνουν τη δυνατότητα στην Ακροδεξιά να εμφανίζεται ως η πλέον αντικαθεστωτική δύναμη. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όχι γιατί η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά είναι αντι-ΕΕ, αλλά γιατί εμφανίζεται πανευρωπαϊκά ενωμένη σε ένα σχέδιο αλλαγής του ευρωπαϊκού πρότζεκτ με αιχμές το μεταναστευτικό, την κλιματική μετάβαση και το μείγμα του παρόντος νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και το πλέον ισχυρό ακροδεξιό κόμμα, τα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι, που αυτή τη στιγμή φαίνεται να αποτελεί τη φυσική ηγεσία της ευρωπαϊκής τους οικογένειας, έχει από καιρό αντικαταστήσει τις ευρωσκεπτικιστικές κορώνες με ένα πρόγραμμα πολιτικού μετασχηματισμού.
Προβλέψεις[1] δείχνουν πως η Ακροδεξιά θα είναι πρώτη δύναμη σε Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, και Ουγγαρία, και δεύτερη ή τρίτη σε Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία, Σουηδία, Φιλανδία, Εσθονία, Λετονία, Βουλγαρία και Ρουμανία. Οι βαθύτερες αιτίες γι’ αυτό έχουν πολλαπλώς αναλυθεί, ωστόσο αξίζει να σταθούμε στο εξής: Η Ακροδεξιά καταφέρνει και προωθεί το δικό της πρόγραμμα για το στρατηγικό μετασχηματισμό της Ευρώπης, αν και δεν είναι η μόνη ευρωπαϊκή οικογένεια με τέτοιο πρόγραμμα. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά έχει πρόγραμμα για την Ευρώπη και τη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης συγκροτημένο εδώ και πολλές δεκαετίες, πρόγραμμα για το σύνολο της ατζέντας γύρω από την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, την ειρήνη και την επίλυση κρίσιμων διεθνών συγκρούσεων, τον οικονομικο-οικολογικό μετασχηματισμό, ένα αυτόνομο από το ΝΑΤΟ ευρωπαϊκό σύστημα άμυνας και ασφαλείας κ.λπ. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά όμως, σε αντίθεση με την Ακροδεξιά, δεν είναι πραγματικά ενωμένη και δεν δρα ενιαία στο ευρωπαϊκό τερέν, ούτε κατορθώνει να συναρθρώσει το σύνολο των –πραγματικά επεξεργασμένων– προτάσεών της σε μια μεγάλη εικόνα για μια άλλη Ευρώπη.
Αγγελίνα Γιαννοπούλου, πολιτική επιστήμονας
Σημείωση:
1. A sharp right turn: A forecast for the 2024 European Parliament elections, European Council on Foreign Relations, ecfr.eu/publication/a-sharp-right-turn-a-forecast-for-the-2024-european-parliament-elections
Η ΕΕ σε καπιταλιστικό μεταίχμιο
Στο «Μανιφέστο του Ventotene» (Spinelli, Rossi, Colorni και Calamandrei, 1941), με τίτλο «Για μια Ευρώπη ελεύθερη και ενωμένη», περιγράφεται το όραμα μιας σοσιαλιστικής ολοκλήρωσης που θα εγγυάται την ανθρώπινη ελευθερία και θα αποτρέπει μελλοντικούς πολέμους μεταξύ κρατών στην Ευρώπη. Η ΕΕ σήμερα, από την ίδρυση της ΕΟΚ (1957), έχει τη μέγιστη απόκλιση από αυτό το όραμα.
Η μορφή της ΕΟΚ διαμορφώθηκε από την κεϊνσιανή συναίνεση των επόμενων δεκαετιών ώς τα τέλη του ’80, με την κυριαρχία του βιομηχανικού καπιταλισμού επί του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Ο νεοφιλελευθερισμός κυριάρχησε στη Δύση με τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», το 1989, και γιγαντώθηκε μέσω του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (οριστική κατάργηση το 1999, επί Κλίντον, του Glass-Steagall Act, που διαχώριζε τον ρόλο των εμπορικών τραπεζών από τις επενδυτικές). Η αναπαραγωγή του βιομηχανικού κεφαλαίου πλέον υπάγεται στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό.
Ο γάλλος κεϊνσιανός Ζακ Ντελόρ ήταν ο ενορχηστρωτής της ενιαίας Ευρώπης, πολιτικής και οικονομικής, που όμως ήταν πλέον υπό νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Στη θητεία του ως Προέδρος της Κομισιόν (1985-1995) υλοποιήθηκε η «Συνθήκη του Μάαστριχτ» με γαλλογερμανική συμφωνία. Τα θέσφατα ήταν νεοκλασικά: ιδιωτικοποιήσεις, ελεύθερη αγορά, Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ στο 60%, έλλειμα στο 3%, χαμηλός πληθωρισμός.
Η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική, ειδικά μετά το 2008, εκτίναξε τις ανισότητες (σε 45 χρόνια από την ήδη προβληματική κοινωνία των 2/3 πλησιάζουμε προς την κοινωνία του 1/3), ενώ προτείνει μια μακροχρόνια χαμηλή ανάπτυξη στη Δύση (Slowbalization) που επιτείνει το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις, γιατί είναι το βασικό πρόβλημα και όχι μέρος της λύσης.
Η ΕΕ είναι η μεγάλη χαμένη των γεωπολιτικών, τεχνολογικών, ενεργειακών και οικονομικών διεθνών εξελίξεων. Οι μακροχρόνιες ανισορροπίες έχουν δημιουργήσει μια τριχοτομημένη ΕΕ: πλεονασματικός Βορράς, ελλειμματικός Νότος, προβληματικές κυβερνήσεις Βίσεγκραντ στην Ανατολή. Πρόκειται για αποτελέσματα της πολιτικής λιτότητας του ορντοφιλελεύθερου Σόιμπλε και του γερμανικού μερκαντιλισμού.
Οι σημερινές υφεσιακές πολιτικές τιθάσευσης του πληθωρισμού και μείωσης του Δημόσιου Χρέους προβλέπουν μια δύσκολη τριετία, με το νέο «Σύμφωνο Σταθερότητας» να είναι σε γραμμή λιτότητας, ενώ το «EU Next Generation» τελειώνει. Διευρύνονται οι ανισότητες, διαβρώνεται η δημοκρατία και αυξάνουν οι κλιματικές καταστροφές, με την Ακροδεξιά να μαυρίζει τον ευρωπαϊκό χάρτη.
Απέναντι στο νεοφιλελεύθερο αδιέξοδο, πρώτα ο Πάουελ της FED έσπασε το «ταμπού» της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» (πληθωρισμός έως 2%) και κατόπιν ο Μπάιντεν εφάρμοσε επεκτατική πολιτική δηλώνοντας ότι τα «trickle-down economics» δεν λειτουργούν.
Ακολούθησε στην ΕΕ ο Ντράγκι, από τους βασικούς υπεύθυνους της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, που δήλωσε ότι ήταν βλαπτική η μακροχρόνια πολιτική λιτότητας, η μείωση των μισθών, ο εσωτερικός ανταγωνισμός στην ΕΕ, και ότι το πρόβλημα έγκειται στη χαμηλή παραγωγικότητα, στον κατακερματισμό και στην έλλειψη κοινής στρατηγικής.
Η δε Λαγκάρντ δήλωσε πρόσφατα ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο (γεωπολιτικό κατακερματισμό, χαμηλή παραγωγικότητα, κλιματική αλλαγή) και χρειάζεται πρωτοφανείς επενδύσεις και χρηματοδότηση. Συνεπώς, δεν είναι σε θέση, υπό τις παρούσες συνθήκες, να βγει από την κρίση.
Οι εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα στο πλαίσιο της «Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την Ανταγωνιστικότητα» και της κοινής αγοράς έχουν στόχο τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης από ΗΠΑ και Κίνα. Στο επίκεντρο η στρατιωτική βιομηχανία, η δημιουργία εταιρειών μεγάλης κλίμακας (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, υγεία, υψηλή τεχνολογία), η ένωση αγορών κεφαλαίου, η προμήθεια κρίσιμων πόρων και εισροών, καθώς και η εγγύηση παροχής δημόσιων αγαθών.
Ο Ντράγκι θεωρεί ότι ο ευρωπαϊκός καπιταλιστικός μετασχηματισμός είναι αναγκαίος. Το σχέδιό του είναι μακροχρόνιο, θέλει 10-20 χρόνια για να υλοποιηθεί, χρειάζεται τρισεκατομμύρια ευρώ σε κεφάλαια, ευνοϊκές συνθήκες, ανελαστική εφαρμογή και αντιμετώπιση εμποδίων από ΗΠΑ και Κίνα. Όμως, προϋποθέτει κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό, μεγαλύτερη ενοποίηση, εναρμονισμένες πολιτικές, ευρωπαϊκά ομόλογα προς μόχλευση κεφαλαίων, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με αντίστοιχη νομισματική πολιτική, ισορροπημένη κατανομή πόρων και επενδύσεων μεταξύ των κρατών/μελών και πολιτικές συνοχής.
Αδύνατη η όποια εφαρμογή του σχεδίου Ντράγκι, λοιπόν, χωρίς δομικές αλλαγές στη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική και στο ρόλο της ΕΚΤ, αλλά και χωρίς κοινωνική συναίνεση. Βέβαια, πολιτικά, το σχέδιο Ντράγκι έχει σήμερα μεγαλύτερο πρόβλημα: Οι κυβερνητικές συμμαχίες νεοφιλελεύθερης Δεξιάς (που δεν θέλει αλλαγή υποδείγματος) και Ακροδεξιάς (που έχει στόχο τη διάλυση της ΕΕ) και η νέα σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου, με την ενίσχυση της Ακροδεξιάς, δεν το βοηθούν. Υπάρχει βέβαια ο απρόβλεπτος παράγοντας Τραμπ που μπορεί να ανατρέψει το σημερινό γραμμικό ευρωπαϊκό status quo.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι σε υποχώρηση, αλλά το νέο καπιταλιστικό υπόδειγμα δεν έχει ακόμα εμφανισθεί. Η δε Αριστερά πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα από το πνεύμα των αντιφασιστών του Ventotene, κομμουνιστών και σοσιαλιστών, για το δικό της Μανιφέστο του 21ου αιώνα.
Λευτέρης Στουκογιώργος, οικονομολόγος