Δραστήριος, πολυσχιδής και ταλαντούχος, ο θεατρικός συγγραφέας Ίαν ντε Τόφφολι επισκέφθηκε πριν από λίγο καιρό την Αθήνα, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Ο άνθρωπος που δεν έβρισκε τη χώρα του» από τις εκδόσεις Νήσος, σε μετάφραση Διονύση Γιαννουλάκη και Μαρίας Παπαδήμα, με καλλιτεχνική φωτογραφία από τον Νίκο Ζόμπολα. Στα τέσσερα μονόπρακτα που απαρτίζουν το βιβλίο αναπαρίσταται η σύγχρονη καπιταλιστική συνθήκη: πολυεθνικές, νεοφιλελευθερισμός, οικονομισμός. Αναπαρίσταται όμως και η άλλη όψη του νομίσματος: κρίση ταυτοτήτων, βιοτικές μεταβολές, ψυχική κόπωση. Παίζοντας επιδέξια με τον αρχαίο μύθο, ο εγκατεστημένος στο Λουξεμβούργο συγγραφέας κατορθώνει να δώσει νέα πνοή στο τετριμμένο της καθημερινότητας και να διερωτηθεί γύρω από το επανερχόμενο ζήτημα της εποχής μας: Μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο διαφορετικό;
Νομίζω ότι στο έργο σας χρησιμοποιείτε τον αρχαίο μύθο και τον προσαρμόζετε στο σήμερα. Άλλοτε δίνετε στους ήρωές σας μια τραγική διάσταση και άλλοτε όχι. Πιστεύετε ότι οι αρχαίοι μύθοι εξακολουθούν να αποτελούν πηγή έμπνευσης; Είναι αρκούντως επιδραστικοί για τον σύγχρονο θεατή;
Περισσότερο από πηγή έμπνευσης, οι μύθοι είναι για μένα πρότυπα, ένας θησαυρός από μοτίβα που εξακολουθούν να έχουν αξία και σήμερα. Όπως το έθεσε ο Mircea Eliade, ο μύθος σού δείχνει μια ιστορία «υποδειγματική και σημαίνουσα», που «παρέχει πρότυπα για την ανθρώπινη κατάσταση και έτσι προσδίδει νόημα και αξία στην ύπαρξη». Η χρήση του μύθου σε μια αφήγηση ενισχύει τη μυθοπλαστική συνθήκη και της δίνει την περίσσεια και την υπερβάλλουσα αξία που χρειάζεται για να μεταστοιχειώσει τη μοναδική εμπειρία σε καθολική εμπειρία. Σήμερα, ο μύθος δεν έχει χάσει τίποτα από την υποδειγματική του δύναμη και εξακολουθεί να βγάζει νόημα. Παντού γύρω μας βλέπουμε να επαναλαμβάνονται οι ίδιες ιστορίες που περιγράφει ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης ή ο Βιργίλιος: υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες οικογενειακές συγκρούσεις, υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες ιστορίες μετανάστευσης.
Η χώρα σας παρουσιάζεται στο έργο σας ως μια μικρογραφία του σύγχρονου κόσμου: η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, η κρίση των ταυτοτήτων, τα προσωπικά αδιέξοδα και ούτω καθεξής. Τι σημαίνει πατρίδα για εσάς σήμερα; Μπορεί η τέχνη να δημιουργήσει πατρίδες;
Είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια οικογένεια με διπλή εθνικότητα, με μητέρα από το Λουξεμβούργο και πατέρα από την Ιταλία, γεγονός που με έκανε πάντα επιφυλακτικό απέναντι στην εθνικιστική και πατριωτική ρητορική. Από την άλλη πλευρά, μεγάλωσα στο Λουξεμβούργο, σε μια χώρα τόσο πλούσια σε σύγκριση με τις γειτονικές της χώρες που μερικές φορές αναρωτιέσαι αν δεν είναι ένα είδος γης της επαγγελίας, κάτι εξωπραγματικό, μια φούσκα έξω από τον χωροχρόνο που γνωρίζουμε. Πολύ νωρίς στη ζωή μου, προσπάθησα να δω την άλλη πλευρά της εικόνας, είπα στον εαυτό μου ότι αυτή η ευημερία δεν μπορεί να είναι φυσιολογική, δεδομένου του τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Και κατάλαβα τις μηχανορραφίες που έθεσε σε εφαρμογή η χώρα για να πλουτίσει: αθέμιτος ανταγωνισμός, χρηματοπιστωτικό κέντρο με αμφίβολη ηθική, λατρεία για την ελεύθερη αγορά. Και σε τι οδηγεί αυτό: σε μια χώρα που ταυτόχρονα λατρεύεται και μισείται, σε κρίσεις ταυτότητας για τους κατοίκους της, οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να ταυτιστούν μαζί της, και σε ένα αίσθημα ασφυξίας. Και –γιατί όχι;– η τέχνη μετατρέπεται σε καταφύγιο. Προτιμώ όμως να ασκώ μια τέχνη που δεν είναι (μόνο) καταφύγιο, αλλά διάλογος με τον κόσμο και την κοινωνία.
Από την πρώτη στιγμή, μου έκανε εντύπωση η πολλαπλότητα των δραστηριοτήτων σας: μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ερευνητής, κριτικός λογοτεχνίας και εκδότης. Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο ρόλος του διανοούμενου και του καλλιτέχνη στην εποχή μας; Μπορούν ακόμη οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες να εκπροσωπούν όσους δεν έχουν φωνή;
Ως προς το πρώτο σκέλος, τα επαγγέλματα αυτά δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Οι συγγραφείς υπήρξαν συχνά δάσκαλοι ή ερευνητές, κριτικοί επίσης, και οι σημερινοί εκδότες (στη Γαλλία αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό) είναι συχνά επίσης συγγραφείς. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες μπορούν σίγουρα να είναι σύμμαχοι εκείνων που δεν έχουν φωνή, μιλώντας για αυτούς, χωρίς να μιλούν εξ ονόματός τους ή να θέλουν να τους εκπροσωπήσουν. Γιατί, αν θέλουμε να τους εκπροσωπήσουμε υπερβολικά, πέφτουμε πολύ γρήγορα σε έναν εμετικό εξωτισμό.
Πότε το θέατρο γίνεται επικίνδυνο για την εξουσία; Επιπλέον, χρειαζόμαστε μια επικίνδυνη τέχνη;
Νομίζω ότι το θέατρο ήταν πάντα επικίνδυνο για την εξουσία. Το θέατρο είναι πολιτική. Έχει τη λειτουργία του σχολιασμού του κόσμου, αλλά και της μετάδοσης μηνυμάτων σχετικά με αυτόν. Πηγαίνουμε στο θέατρο για να προβληματιστούμε, όλοι μαζί, σχετικά με την κοινωνία, ακριβώς όπως έκαναν οι θεατές που πήγαιναν να δουν τις ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες στην Αθήνα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Το ελληνικό θέατρο έθεσε το ζήτημα της δημοκρατίας. Έλεγε την ιστορία της πόλης, συζητούσε για τα δικαιώματα των πολιτών. Αυτή εξακολουθεί να είναι η σημαντικότερη αποστολή της θεατρικής γραφής. Οι εκάστοτε εξουσίες έχουν πάντα επίγνωση της πολιτικής λειτουργίας και της ιδιότητας του πολίτη, του ρόλου του θεάτρου ως τόπου δημόσιας συζήτησης: της Αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κλείνουν εξ αρχής τα θέατρα ή αντικαθιστούν τους ανθρώπους που τα διευθύνουν με μαριονέτες. Κοιτάξτε τι συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία.
Ένας νέος σύγχρονος καλλιτέχνης είναι εξ ορισμού ένας Δον Κιχώτης; Αν δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί τουλάχιστον να κυνηγήσει το όνειρό του; Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο καλλιτέχνη που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα;
Δεν πιστεύω καθόλου ότι αναπόφευκτα περιορίζεται στην πάλη με ανεμόμυλους. Ως καλλιτέχνης, το ζήτημα δεν είναι να αλλάξεις τον κόσμο συγκεκριμένα και άμεσα, αλλά κυρίως να τον καταλάβεις, να τον ξεγυμνώσεις, να εξερευνήσεις τις πιο εφιαλτικές περιοχές του. Όπως είπα παραπάνω: το θέατρο ως χώρος δημόσιας συζήτησης. Βάζουμε τα πράγματα επί τάπητος και μιλάμε γι’ αυτά. Ίσως το θέατρο να είναι σύντομα ο μόνος πραγματικά δημοκρατικός χώρος που έχει απομείνει. Δημιουργούμε επειδή νιώθουμε την ανάγκη να το κάνουμε. Η συμβουλή μου είναι η εξής: πρέπει να αναζητήσετε μέσα σας αυτή την αίσθηση του επείγοντος, αυτή την επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσετε τέχνη.