Χωρίς να μειώνει κατά το παραμικρό την επαφή της με τον μοντερνισμό, η Μέλπω Αξιώτη αλλάζει τη ρότα μέσα από την οποία τον προσεγγίζει σε ένα μόνο βιβλίο της, τη νουβέλα «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» η οποία κυκλοφορεί εν έτει 1940, δύο μόλις χρόνια μετά το πρώτο της πεζογράφημα. Αντί για τον υπερρεαλισμό, τον οποίο τείνει τώρα να απωθήσει στο βάθος του ορίζοντα, η Αξιώτη καταφεύγει εδώ στο όνειρο και στο παραμύθι, που θα φέρουν την πρόζα της σε προκλητική γειτνίαση με την ποίηση, και θα ρίξουν κάποια στιγμή τις μπάρες αναμεταξύ τους, οδεύοντας προς μιαν άλλου τύπου, αλλά το ίδιο αγκυρωμένη μοντερνιστική υπέρβαση.
Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα στο Θέλετε να χορέψομε Μαρία; είναι η Άννα, ο Γιάννης, η Μάρθα και η κυρία Θαλή, που κινούνται σε ένα μονίμως θαμπό, χωρίς καθορισμένα χρονικά γνωρίσματα περιβάλλον: ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί μια τελείως ασαφής προοπτική για τα πάντα, με τη διαδοχή των αφηγηματικών πράξεων να τίθεται από την πρώτη στιγμή εκτός οιασδήποτε (ανοδικής ή καθοδικής) τροχιάς, αλλά και με τους πρωταγωνιστές να σχηματίζουν μια πέρα για πέρα προσχηματική παρέα, με αναλόγως ασαφές παρελθόν, παρόν και μέλλον. Εντούτοις, το παράλογο ή ο υπερρεαλισμός δεν κρατούν σε καμία περίπτωση το πάνω χέρι στο Θέλετε να χορέψομε Μαρία; μια και ο μύθος του (ένας μύθος, οπωσδήποτε, εκκρεμής και διάτρητος από την πρώτη μέχρι την τελευταία αράδα) εκτυλίσσεται σ’ έναν πολύ ορατό και συγκεκριμένο τόπο, που δεν είναι άλλος από τον λατρεμένο αγροτικό περίγυρο των παιδικών αναμνήσεων της Αξιώτη, ο οποίος αποκτά στην αφήγησή της μιαν ονειρική, αλλά και μια παραμυθιακή, παραμυθητική και μαγική υφή, φανερή σε οποιοδήποτε (ακόμα και τυχαία επιλεγμένο) χωρίο της:
Ένα πρωί όμως, ξαφνικά, ο Γιάννης αρρώστησε. Την πρώτη του αρρώστια. Αρρώστησε από τη μυρωδιά από τα κατακόκκινα γαρίφαλα που διατηρούσε η μητέρα του στο παράθυρο, στο πρεβάζι, στους ντενεκέδες της αυλής άσπρους απ’ τον ασβέστη, και η μυρωδιά ξεκίνησε με τόση επιμονή, σαν μεθυσμένο γλαροπούλι του βοριά περπάτησε τον τοίχο, ανέβηκε, κι ετύλιξε το Γιάννη χειροπόδαρα, σαν καπνός.
Η μυρωδιά απ’ τα κατακόκκινα γαρίφαλα στάθηκε η πρώτη επίσημη αρρώστια του Γιάννη. Μπουκασιά βάψανε τα χείλια του από τον πρώτο εκείνο πυρετό και η μούρη του ξάσπρισε, κι έτσι και τα ‘σερνε εκείνα τα χρώματα, σ’ όλη του τη ζωή.
Ο Γιάννης της διαφυγής και του ενυπνίου
Ο Γιάννης είναι ένας Γιάννης της διαφυγής και του ενυπνίου, ένας Γιάννης που αρρωσταίνει από τις μυρωδιές και τα χρώματα των λουλουδιών, ένας Γιάννης που αρχίζοντας να ανεβάζει πυρετό, νιώθει να τον τυλίγει το θαύμα του βίου, να απλώνεται σε ολόκληρο το σώμα του η δύναμη του χρωστήρα του, αλλάζοντας με έναν εκστατικό χορό διαμιάς και για πάντα το δέρμα του. Κι ένας τέτοιος Γιάννης δεν θα πάψει ποτέ να πλέει στα χρώματα, ρουφώντας παραισθητικά το μεδούλι της ζωής μέχρι την πλήρη απόσταξη και κατάποση, που θα προσδώσει στον θάνατο μιαν ανεπίληπτη δικαιοσύνη.
Ο ίδιος, μολοντούτο, ήρωας θα βγει λίγο αργότερα από το ρούχο του φυσικού προσώπου, του προσώπου το οποίο συμμετέχει σε μια φιλική ή οικογενειακή συντροφιά, και θα μεταστοιχειωθεί σε παραμυθένιο εξωτικό, σε μια μαγεμένη, διμούτσουνη φιγούρα, που αν τρομάζει με τη μία όψη της, επειδή έχει την ικανότητα να μπαιζοβγάζει ανώδυνα τα σωματικά της μέλη, παρηγορεί τα μάλα με την ανάποδη μεριά της, αφού συγκεντρώνει στον μεταξένιο θρόνο της τα μεγαλύτερα και τα σημαντικότερα ψυχικά αγαθά, όλον εκείνο τον πλούτο με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί (μέχρι να ριχτεί στο πυρ το εξώτερον) κάθε κακό πνεύμα του ουρανού.
Το παραμύθι, εντούτοις, δεν αποκλείεται να φτάσει κάποτε μέχρι και το δυσοίωνο όραμα ή την τερατογονία, δίνοντας έναν έντονα συμβολικό τόνο στις ανησυχαστικές ιστορίες του: ιστορίες που μετατρέπουν τα πιο αθώα ζώα της πλάσης σε τρομακτικά αρπακτικά, ενώ επιστρατεύουν τα θηρία της σε έναν αγώνα ικανό να σαρώσει και να αναδιευθετήσει το σύμπαν – σε έναν αγώνα με καταφανώς αποκαλυψιακή και εσχατολογική απόληξη, που θα τραντάξει τον κόσμο συθέμελα ακόμα κι αν δεν διαρρήξει ποτέ το κέλυφος της παραμυθίας του, ακόμα κι αν δεν πάει ποτέ πέρα από τον τοίχο των μαγικών του μεταμορφώσεων.
Κρυπτικότητα, υποκειμενικότητα και ασυνέχεια
Μπορεί η αφήγηση του Θέλετε να χορέψομε Μαρία; να συγχωνεύει στις αποστροφές της όνειρο και παραμύθι, παρακάμπτοντας τις λογικές ακολουθίες και συμπαρατάσσοντας στην ίδια πρόταση, στην ίδια φράση ή στην ίδια παράγραφο ετερόκλητες, αντιθετικές ή και τελείως άσχετες μεταξύ τους σημασίες, αλλά η διασπαστική αυτή παράμετρος ανοίγει τον δρόμο όχι τόσο για τον υπερρεαλισμό, ο οποίος αν παραμένει στο παιχνίδι, παραμένει μόνο ως στοιχείο φόντου, όσο για μιαν εδραία εισαγωγή της ποιητικής έκφρασης στην πρόζα. Εκείνο που προσπαθώ να πω είναι ότι αντί να επιδιώξει η συγγραφέας τις υπερβάσεις της διαμέσου μιας στεγνής εφαρμογής των υπερρεαλιστικών μεθόδων, κάτι που δεν επιζητεί ούτε όταν τις αισθάνεται περισσότερο συγγενικές, προτιμά να πολεμήσει τη λογοκρατία (και ενδεχομένως τη λογοκρισία) του παραδεδομένου ρεαλισμού δια της καταφυγής στον έτσι κι αλλιώς υπαινικτικό και κρυπτικό, αλλά και έκκεντρο ή υποκειμενικό λόγο της ποίησης: λόγος ο οποίος στην περίπτωση του Θέλετε να χορέψομε Μαρία; ενισχύεται από μια στρατηγική προώθησης της εκκρεμότητας και της ασυνέχειας, χωρίς, ωστόσο, να παραδίδεται στη χαοτική λογική του υπερρεαλισμού.
Τα συστατικά της ποίησης φτιάχνονται στο κείμενο της Αξιώτη, όπως το έλεγα και νωρίτερα, κι όπως ελπίζω ότι φάνηκε επαρκώς εν συνεχεία, με την αρωγή του ονείρου και του παραμυθιού, που συμμετέχουν με όλες τις δυνάμεις τους στο πλάσιμο της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής του. Το όνειρο, με το θολό και αναπόφευκτα συγκεχυμένο συντακτικό του, όπως και με το κλίμα αοριστίας και αιώρησης το οποίο επιφυλάσσει για τα πρόσωπά του, περνώντας από τη μορφή στο περίγραμμα, από το περίγραμμα στο ίχνος και από το ίχνος στον ανασασμό και στο ανάερο πέταγμα - στους ψιθύρους, με άλλα λόγια, που φωλιάζουν μακριά από κάθε έλλογη άρθρωση. Το παραμύθι, πάλι, όχι τόσο ως φορέας μιας λαϊκής παράδοσης που ενδύεται νεωτερικό περίβλημα (μια διάσταση που είναι εμφανέστερη στην υπόλοιπη πεζογραφία της Αξιώτη) όσο ως μηχανισμός υπερμυθοποίησης της πραγματικότητας, ως ένας τρόπος που υπερκεράζει τα συνήθη αναπαραστατικά μέσα και επινοεί μια πρωτόγνωρη κοσμοπλασία, χρησιμοποιώντας εντατικά τη σχηματικότητα ή την αφέλεια της υπερβολής των προσώπων του, αλλά και την υπερβατικότητα ή την εσχατολογία των μαγικών του καταστάσεων, για να έλθει κάποια ώρα σε συνάφεια και με το αποκαλυψιακό τοπίο του εξπρεσιονισμού. Αλλά δεν χρειάζεται, υποθέτω, να προχωρήσω και προς αυτή την κατεύθυνση. Η αχανής διάπλευση του ονείρου και τα μαγικά ή τα μαγεμένα πλάσματα του παραμυθιού αρκούν για να καταλάβουμε πόσο μακριά είναι σε θέση να οδηγηθεί η Αξιώτη, ενοποιώντας ριζοσπαστικά την πεζογραφία με την ποίηση και δίνοντας έτσι μιαν από πιο ατράνταχτες αποδείξεις για την πρωτοπορία της τέχνης της.