«Η κόρη του μπαμπά»
Με μια υπέροχη αρχή, με την κάμερα κυριολεκτικά να «χορεύει», ξεκινά η ταινία του Ερουάν Λε Ντικ «Η κόρη του μπαμπά» (Fille de son pere). Σε αυτά τα λίγα λεπτά βλέπουμε πως ο 20χρονος Ετιέν γνωρίζεται με την περίπου συνομήλική του Βαλερί, πως ερωτεύονται, παντρεύονται, αποκτούν μια κόρη και χωρίζουν. Χρόνια μετά βλέπουμε τον Ετιέν να μεγαλώνει μόνος του την 16χρονη πλέον κόρη του Ροζά και να προσπαθεί να της προσφέρει μια ευτυχισμένη ζωή. Η Βαλερί δεν υπάρχει στη ζωή του κοριτσιού αφού έχει εξαφανιστεί από τη μέρα του χωρισμού. Ο Ετιέν μοιάζει να έχει αφήσει πίσω τα παλιά, να έχει αφοσιωθεί στην κόρη του, να έχει μια όμορφη σχέση με μια άλλη γυναίκα, ενώ η Ροζά από τη μεριά της δεν έχει αναζητήσει ποτέ τη μητέρα της, λατρεύει τον πατέρα της ενώ νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα στο πρόσωπο του νεαρού Γιουσέφ. Όλα βαίνουν καλώς, μέχρις ότου, εντελώς τυχαία, το παρελθόν χτυπάει την πόρτα τους και ο Ετιέν αισθάνεται πως πρέπει να κλείσουν οι εκκρεμότητες.
Φαίνεται πως ήρθε το καλοκαίρι, εποχή που προσφέρεται για ελαφριές, διασκεδαστικές ταινίες που όμως δεν στερούνται ενδιαφέροντος και ποιότητας. Έτσι, στην περίπτωση της Κόρης του μπαμπά έχουμε μια γλυκιά, τρυφερή, ανθρώπινη, συγκινητική κι αστεία πολλές φορές ταινία που θα αγαπήσουν πρώτοι απ’ όλους, οι μπαμπάδες που έχουν κόρες (όπως κι εγώ). Ο Ερουάν Λε Ντικ έχει πιάσει τις ευαίσθητες χορδές κι ακολουθώντας μια πετυχημένη σκηνοθεσία, με ιδιαίτερο τέμπο και έξυπνες σεναριακές μικροανατροπές, γυρίζει μια ταινία που «γεμίζει» τοn θεατή αφήνοντάς του στο τέλος μια γλυκιά αίσθηση.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι και οι ερμηνείες του Ναουέλ Περέζ Μπισκαγιά και της Σελεστί Μπρουνκέλ.
Ο Αλεξάντερ για τον Αντρέι
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο Αλεξάντερ Σοκούροφ όταν αποφάσισε να σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ «Ελεγεία της Μόσχας» (Moskovskaya elegiya) για τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Η ταινία προβλήθηκε το 1987 αλλά το αρχικό σχέδιο ήταν να γυριστεί το 1982, ως φόρος τομής στα 50 χρόνια από τη γέννηση του Ταρκόφσκι. Oι σοβιετικές αρχές, όπως το συνήθιζαν άλλωστε, δεν συμφώνησαν με το περιεχόμενο και το ύφος της κι έτσι έμεινε στα ράφια μέχρις ότου το επιτρέψουν οι συνθήκες, όπως και έγινε μετά την άνοδο στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Για τις ανάγκες της ταινίας ο Σοκούροφ, ένας άλλος σημαντικός σκηνοθέτης, 19 χρόνια νεότερος του Ταρκόφσκι και μόλις 31 ετών το 1982 άρχισε να συγκεντρώνει υλικό και να σχηματοποιεί στο νου του αυτό που ήθελε να κάνει. Που δεν ήταν, βέβαια, ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ αλλά η προσπάθεια να προσεγγίσει τον ίδιο τον άνθρωπο. Έτσι βλέπουμε την αυτοεξορία του στη Δύση το 1982, όχι για πολιτικούς λόγους, αφού ο Ταρκόφσκι μπορεί να μην ήταν «επίσημος» καλλιτέχνης του καθεστώτος αλλά δεν ήταν ούτε αντιφρονών. Αναγκάστηκε όμως να φύγει επειδή ζήτησε να δουλεύει περισσότερο για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του, όπως είπε, αλλά οι σοβιετικές αρχές τον αγνόησαν και ούτε καν απάντησαν στο αίτημά του. Βλέπουμε εικόνες από την κηδεία του Λεοντίντ Μπρέζνιεφ και κάποιες λιγότερες από την κηδεία του Γιούρι Αντρόποφ, το απλό διαμέρισμα που έζησε ο σκηνοθέτης στη Μόσχα, την εξοχική κατοικία της οικογένειάς του και αποσπάσματα από τις ταινίες «Η θυσία», «Η νοσταλγία» και «Ο καθρέφτης». Μέσα από αυτό το υλικό, μέρος του οποίου παραχωρήθηκε από τον Κρις Μαρκέρ, ο Σοκούροφ επιτυγχάνει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, μια ταινία-διαμάντι που φωτίζει πτυχές του μεγάλου Αντρέι Ταρκόφσκι. Όπως την πίστη του ότι ο κινηματογράφος είναι μέσο ηθικής διαφώτισης αλλά και ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να υπηρετεί την ταινία χωρίς όμως να γίνεται σκλάβος της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα απόσπασμα της ταινίας του 1963 «Οι πύλες του Ίλιτς» στην οποία ο Ταρκόφσκι συμμετέχει ως ηθοποιός.
Ένας μουσικός δημιουργός
«Γιάννης Σπανός: Πίσω από τη μαρκίζα»
Λένε, όχι αδίκως, ότι υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες μουσικοσυνθέτες. Λένε ακόμη, πάλι όχι αδίκως, ότι το τεράστιο έργο του απλώνεται σε όλα σχεδόν τα είδη μουσικής. Και, τέλος, λένε, ξανά όχι αδίκως, πως παρά την επιτυχία του παρέμεινε πάντα ένας απλός, γλυκός και προσιτός άνθρωπος.
Όλα αυτά και πολλά ακόμη συνοδεύουν το όνομα ενός ανθρώπου που με την παρουσία του σημάδεψε την πορεία της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Κι αυτός είναι ο μοναδικός, Γιάννης Σπανός.
Η ζωή, το έργο και η προσωπικότητά του μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Άρη Δόριζα που με το ντοκιμαντέρ «Γιάννης Σπανός: Πίσω από τη Μαρκίζα» επιχείρησε να τον προσεγγίσει και να τον παρουσιάσει στο κοινό ώστε εκτός από τα τραγούδια του να μάθουμε και κάποια πράγματα για τον ίδιο, για τον άνθρωπο που «κουβαλά» τον δημιουργό.
Πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά. Απολαυστική, χορταστική, με σφιχτή σκηνοθεσία, γεμάτη τρυφερότητα και, φυσικά, πλημμυρισμένη με τη μουσική και τα τραγούδια του μεγάλου μας συνθέτη, ήταν η ταινία που είχαμε τη χαρά να δούμε στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μερικούς μήνες πριν.
Δυόμιση χρόνια χρειάστηκε ο Δόριζας για να ολοκληρώσει την ταινία (είχε υλικό 20 ωρών!) που δυστυχώς ο συνθέτης δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένη αφού στο μεταξύ, το 2019, έφυγε από τη ζωή.