Ο πατέρας μου ήταν βαμμένος «γαύρος», όπως σχεδόν όλοι τότε στο χωριό. Θυμάμαι πόσο με παραξένευε ο εκνευρισμός του όταν έβριζε και έφτυνε το ραδιόφωνο στις χαμένες ευκαιρίες των αναμεταδόσεων των αγώνων του Ολυμπιακού. Μου είχε μάθει και δυο τραγούδια του Θρύλου: «Περαία μου, Περαία μου / με το Σαρωνικό σου / που έχεις για καμάρι σου / τον Ολυμπιακό σου» και το παλιότερο: «Του Μπούκοβι η ομάδα / σε όλη την Ελλάδα / στις δόξες προχωρεί / κι η Ίντερ του Χερέρα / για να τα βγάλει πέρα / μαζί της δεν μπορεί». Πολύ αργότερα έμαθα ποιος ήταν ο μεγάλος Μπούκοβι, ο συγκλονιστικός προπονητής του Ολυμπιακού την δεκαετία του ’60 που όταν έφυγε έκλαψε όλος ο Πειραιάς παρακαλώντας τον να παραμείνει στην ομάδα, διαβάζοντας το διήγημα του Διονύση Χαριτόπουλου με τίτλο «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι».
Ο πατέρας μου ήταν αυτός που με πήγε για πρώτη φορά στο γήπεδο και είδα τον Θρύλο. Το φέρι-μπόουτ από την Θάσο γέμισε ασφυκτικά και όταν έφτασε στην Καβάλα, αμέτρητες κόκκινες σημαίες πρόβαλαν από το λιμάνι δημιουργώντας στον παρατηρητή άμεσους συνειρμούς για το «κόκκινο» νησί με τους αγωνιστές καπνεργάτες του. Ο πατέρας μού αγόρασε κόκκινο καπέλο και κασκόλ της ομάδας και όλοι μαζί, σαν πορεία μαχητικών κομμουνιστών, φτάσαμε κάτω από το ξενοδοχείο όπου έμενε η αποστολή του Θρύλου, φωνάζοντας συνθήματα και καλώντας τους παίχτες να βγουν στα μπαλκόνια. Ξαφνικά, το αεράκι που φυσούσε μου πήρε το ασπροκόκκινο καπέλο και το έριξε στην θάλασσα. Μου κόπηκαν τα πόδια μπροστά στον κίνδυνο να χάσω το πολύτιμο καπέλο, ευτυχώς όμως ένας ψαράς από παρακείμενο ψαροκάικο μού το μάζεψε με το καμάκι του!
Ήταν μια σπάνια εμπειρία η παρουσία μου στο γήπεδο στον αγώνα Καβάλας – Ολυμπιακού. Στο χωριό, οι ευκαιρίες να δούμε τον Ολυμπιακό ήταν μηδαμινές. Οι τηλεοπτικές μεταδόσεις ήταν σπάνιες και οι μοναδικές τηλεοράσεις στα δύο καφενεία απαγορευμένες από τον τοποτηρητή δάσκαλο, κάτι αντίστοιχο φαίνεται να επιχειρεί να επαναφέρει και το σημερινό υπουργείο Παιδείας! Οπότε, μοναδικό μας καταφύγιο αποτελούσε το ψιλικατζίδικο του Πλαστήρα. Τρελός «γαύρος» ο Πλαστήρας είχε διακοσμήσει το μαγαζί με σημαίες, αφίσες και κασκόλ του Ολυμπιακού κι όλη η «μαρίδα» του χωριού συνωστιζόταν κοντά στο ραδιόφωνο ακούγοντας εκστατικά την αναμετάδοση των αγώνων. Στο ημίχρονο παίζαμε ένα παιχνίδι έμπνευσης του Πλαστήρα: αγοράζαμε όλοι από μια μικρή σοκολάτα ΙΟΝ, να κάνει κι αυτός τον τζίρο του, και μέσα σε μια από όλες έβαζε ο Πλαστήρας το αυτοκόλλητο του Δεληκάρη. Όποιος τύχαινε να πάρει την σοκολάτα του Δεληκάρη κέρδιζε και έπαιρνε όλες τις σοκολάτες! Όταν, βέβαια, έβαζε γκολ ο Ολυμπιακός γινόταν πανικός, το μικρό ψιλικατζίδικο κινδύνευε με ολική καταστροφή. Το μαγαζί ήταν μια προσομοίωση του γηπέδου και η φαντασία μας συμπλήρωνε την ακουστική μετάδοση με εικόνες που έπλαθε το μυαλό μας, ακόμα πιο εντυπωσιακές από την πραγματικότητα!
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, άλλαξαν τα πράγματα άλλαξε και το ποδόσφαιρο. Λίγο η πολιτική ορθότητα κι ακόμα περισσότερο η άλωση των ομάδων από ολιγάρχες του πλούτου και της διαπλοκής, κρύωσε την σχέση με τον «Θρύλο» και κλόνισε την βαθιά ριζωμένη, απέραντη αγάπη για την ομάδα. Η πανηγυρική, όμως, φετινή πορεία και η πρωτόγνωρη κατάκτηση του ευρωπαϊκού κόνφερενς λινκ, επικαιροποίησε την παλιά μας αθωότητα, ξαναζωντάνεψε τις πολύτιμες μνήμες μας, ζέστανε και πάλι την ψυχή του Ολυμπιακού. «Θρύλος» για πάντα!
Πάνος Δημητρούδης