Παγιωμένες ισχυρές θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις οριοθέτησαν το περιβαλλοντικό ζήτημα σαν θέμα αυθύπαρκτο (a se stante) και ξεχωριστό σε σχέση με τον άνθρωπο και την πορεία του πάνω στον πλανήτη. Η προσέγγιση αυτή μετέθεσε την αναγνώριση της ιστορικής εξέλιξης ανθρώπου – περιβάλλοντος σαν σχέση αλληλεπίδρασης με ισχυρή αμοιβαιότητα.
Η «περιβαλλοντική κουλτούρα» προσεγγίζει, με καθυστέρηση, τον εκτενή προσδιορισμό της αλληλοεπίδρασης και αλληλεξάρτησης του δίπολου άνθρωπος – περιβάλλον. Η αντίληψη ότι το περιβάλλον δεν είναι χώρος υποδοχής, αποθήκευσης και φιλοξενίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά χώρος αμοιβαίας αλληλοτροφοδότησης, όπου τα όρια των δικαιωμάτων χρήσης των φυσικών πόρων προσδιορίζουν το είδος και τη μορφή των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων είναι ευρέως αποδεκτή.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται «αειφόρος ανάπτυξη» και «ολοκληρωμένη ανάπτυξη».
Η πρώτη, νοούμενη ως «ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Η δεύτερη, ως «ολοκληρωμένη ανάπτυξη», νοείται σαν υπέρβαση μιας καθαρά λειτουργικής σχέσης που στοχεύει σε μια εμπλουτισμένη αμοιβαιότητα μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος, στα πλαίσια της ιστορικής πορείας, που εμπλέκει και τα δύο μέρη προς ένα μέλλον, το νόημα του οποίου προσπαθεί να συλλάβει και να οργανώσει πολιτικά.
Η επεξεργασία της θεωρίας του περιβάλλοντος συνθέτει τις δύο προοπτικές και μπορεί να λειτουργήσει χρησιμοποιώντας τόσο το γνωσιακό κεφάλαιο των θετικών επιστημών (τεχνολογία), όσο και την επιστήμη του νοήματος (φιλοσοφία) και τις κοινωνικές επιστήμες ( πολιτική).
Το ευάλωτο περιβάλλον
Το περιβάλλον «περιλαμβάνει» τα οικοσυστήματα, καθώς αναδεικνύει τις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων που αλληλοεπιδρούν σε αυτό, δεν περιορίζεται στο απλό άθροισμα τους, αλλά αναφέρεται στο σύνολο των σχέσεων μεταξύ τους.
Οι οικολογικές καταστροφές μπορεί να θεωρηθούν επακόλουθο της κατάρρευσης του περιβάλλοντος ως ισορροπημένου «συστήματος σχέσεων» υπό την εισβολή αρπακτικών πρακτικών συσσώρευσης καπιταλιστικού κέρδους και ταυτόχρονης απομειώσης του φυσικού κεφαλαίου.
Οι παρεμβάσεις «μετριασμού» των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης αποκτούν οικολογική συνέπεια όταν στοχεύουν στην επανεξισορρόπηση του συστήματος σχέσεων άνθρωπος – περιβάλλον, ενάντια στην «ιδεολογία της επέκτασης», χτισμένης πάνω στον καταναλωτισμό και το κέρδος, την επιστήμη και την οικονομία να έχουν «συγκολληθεί» σε μια κυκλική σχέση, δημιουργώντας μια σπειροειδή διαδικασία σε συνεχή επιτάχυνση, στην οποία η ποσότητα έχει ταυτιστεί με την ανάπτυξη.
Ο επαναπροσδιορισμός του αναπτυξιακού μοντέλου οφείλει να αναζωογονήσει και όχι να επιδεινώσει τις ισχύουσες συνθήκες διαβίωσης. Η αποτελεσματική ανάκτηση του περιβάλλοντος ως συστήματος σχέσεων και η διαχείριση της οικολογικής κρίσης και των συνεπαγομένων κινδύνων επιτελούνται μόνο σε ένα παγκοσμιοποιημενο πλαίσιο ιεραρχημένων αναγκών και διαθέσιμων πόρων, συνδυασμός ικανός να αποκαταστήσει δίκαιες ανθρώπινες σχέσεις και βιώσιμη πορεία.
Το παραγόμενο «πλεόνασμα» επενδύεται στην έρευνα και στον σχεδιασμό βιώσιμων πρακτικών με ικανότητά «αυτοδιόρθωσης», μέσω συμμετοχικών και δημοκρατικών διαδικασιών–μηχανισμών.
Αλληλεξάρτηση και «βιώσιμη ανάπτυξη»
Η αλληλεξάρτηση είναι η νέα κατάσταση στην οποία ζούμε και η βάση πάνω στην οποία θα καθοριστούν οι συνθήκες ειρήνης ή πόλεμου, ζωής ή θανάτου του πλανήτη. Την «αειφόρο ανάπτυξη» καθορίζουν δυο υποθέσεις: η των βασικών «αναγκών» που πρέπει να ιεραρχηθούν και εκείνη της αναγνώρισης των «περιορισμών», έτσι ώστε το περιβάλλον να μπορέσει να ανταποκριθεί στις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες.
Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο Michael Löwy1, ο Οικοσοσιαλισμός είναι το πεδίο για την αποκατάσταση της ισότητας, της εξάλειψης της εκμετάλλευσης, της όποιας επικυριαρχίας και της φροντίδας για τη φύση και το περιβάλλον. Ο Οικοσοσιαλισμός βασίζεται σε δυο υποθέσεις: την ισότητα και τη βιωσιμότητα, ξεπερνώντας την αντίφαση εργασίας και φύσης που ταλάνισε για πολλά χρόνια μαρξιστές και οικολόγους (οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για την εργατική τάξη δεν είναι ασύμβατες με το περιβάλλον ή τη βιωσιμότητα).
Για τους αμερικανούς μαρξιστές Fred Magdoff και John Bellamy Foster2, η ιδέα του βιομηχανικού προλεταριάτου και της εργατικής τάξης θα πρέπει να συμπληρωθεί από ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο, το οποίο αποκαλούν «περιβαλλοντολογικό προλεταριάτο», διευρύνοντας την κλασσική έννοια (βιομηχανικοί εργάτες, άνδρες, κλπ).
Πέρα από το εργοστάσιο, ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τύποι και τόποι εκμετάλλευσης, π.χ. η γνωστική/πνευματική εργασία, λόγος για τον οποίο ο Antonio Negri και ο Michael Hardt3 έχουν επικρίνει την ευρέως περιοριστική αντίληψη της αξίας στο εργατικό κίνημα, αναδεικνύοντας την αξία της multitudine4.
Πέραν των άλλων, και ο φεμινισμός διευρύνοντας τη συζήτησή στο θέμα της αναπαραγωγής (μεταβολισμός), συνέβαλε στο ξεπέρασμα της μαρξιστικής αποκλειστικής προσοχής (όχι του Μαρξ…), στη διαδικασία παραγωγής. Η έννοια του μεταβολισμού της φύσης στον Μαρξ είναι πολύ χρήσιμη, καθώς δεν αφορά μόνο την παραγωγή, αλλά και την αναπαραγωγή σε μια συνεχή κυκλική διαδικασία.
Η προοπτική «ολοκληρωμένης ανάπτυξης»
Η έννοια της «ολοκληρωμένης ανάπτυξης» επιχειρεί να τονίσει πώς το περιβάλλον έχει δική του υπόσταση και νόημα και όταν αυτό δεν «εξυπηρετείται» καταλήγει να υπο-δομείται και καθίσταται βλαπτικό για τον άνθρωπο.
Η φιλοσοφία και οι θρησκευτικές προσεγγίσεις έχουν συμβάλει στη μελέτη του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι η συστατική σχέση μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος είναι σχέση μεταξύ δύο συστημάτων, φορέας συμβολισμού και παραγωγός επωφελών και αμοιβαίων συνεργειών. Πρόκειται, επομένως, για προσπάθεια εμβάθυνσης και διεύρυνσης της ταυτότητας του περιβάλλοντος, των νόμων που διέπουν την πορεία του και την καταγραφή των «υπηρεσιών» που προσφέρει στον άνθρωπο
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική κοσμικό-θρησκευτικό προσέγγιση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η Ανατολή, απαλλαγμένη από τη θρησκευτική ιδέα της δημιουργίας, έχει μια μοναστική-πανθεϊστική αντίληψη της πραγματικότητας. Ένας κυκλικός και ενιαίος νόμος είναι η βάση του κόσμου που ενώνει τα έμβια όντα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, στην εναλλαγή των εκφράσεων της ζωής. Η ανατολική αντίληψη της φύσης ως έμψυχης οντότητας και συνοδοιπόρου του ανθρώπου, στοιχειοθετεί αμφισβήτηση στη λεηλατική- επεκτατική ιδεολογία της Δύσης.
Η αρχή της ευθύνης
Αν η οικολογική κρίση μπορεί να αναχθεί στην ανθρωπολογία, τότε ο άνθρωπος επιμορφώνεται με ευθύνη απέναντι της. Η σύγχρονη επιστήμη έχει αναπτύξει δυναμικά τις επιστήμες της πρόβλεψης, αυξάνοντας παράλληλα τις ευθύνες του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον, δηλαδή τη δυνατότητα αξιολόγησης και ελέγχου των περιβαλλοντικών κινδύνων, παράλληλα με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων αντιμετώπισης των επιπτώσεων των περιβαλλοντικών βλαβών. Όταν διακυβεύεται η ζωή ή η επιβίωση του ανθρώπινου είδους, ή ολόκληρου του πλανήτη, τότε η ευθύνη δεν έχει άλλοθι και ανήκει, χωρίς επιφύλαξη, στο συγκεκριμένο καπιταλιστικό κοινωνικό -οικονομικό μοντέλο, που δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ούτε από μετριοπάθεια στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ιδίως των μη ανανεώσιμων, ούτε από φροντίδα για τη διασφάλιση ποιοτικής διαβίωσής.
Η απάντηση στην πρόκληση του παρόντος αφορά στην κατεύθυνση ανάδειξης μιας νέας κοινωνικής ηθικής στις ιστορικές συγκλήσεις των ανθρώπινων εμπειριών, που θα στηρίζεται σε ένα περιβαλλοντικό ήθος, προϋπόθεση για την ανάπτυξη και καλλιέργεια της οικολογικής παιδείας.
Προς μια «παιδεία» του περιβάλλοντος
Ένας νέος κοινωνικός μετασχηματισμός πρέπει να στηρίζεται σε μια παιδεία του περιβάλλοντος, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για τον επανακαθορισμό νέων κοινωνικών συνθήκων και τη συγκρότηση ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου. Μια παιδεία ικανή να ξεπεράσει τις δύο αντιφατικότητες που έχουν επιβληθεί: τον «επιστημονικό και τεχνικό αναγωγισμό» και τη «δεσποτική και ωφελιμιστική κυριαρχία» πάνω στη φύση.
Η πρώτη εμποδίζει τον άνθρωπο να αντιληφθεί το περιβάλλον ως «σύστημα σχέσεων», αποτελούμενο από ξεχωριστά συστατικά, συντελεστές και διαδικασίες. Η δεύτερη εμφανίζεται να δικαιολογεί πλήρως την ιδιωτικοποίηση/οικειοποίηση της φύσης που προσμοιάζει σε σφετερισμό.
«Αυτοί οι δύο παράγοντες απαιτούν, αφενός, έναν νέο προβληματισμό σχετικά με τη διαχείριση της εξουσίας και, αφετέρου, την ανάκτηση του παγκόσμιου νοήματος περί παγκοσμιότητας, όπου το κάθε “ξεχωριστό” αποκτά συνεκτικότητα και αξία». G. Dal Ferro5.
Η καπιταλιστική πρόταση οικολογικής (πράσινης) μετάβασης αποφεύγει να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης της πλειοψηφίας των λαών, ιδιαίτερα του παγκόσμιου Νότου, παράγοντας διακρίσεις, αυξάνοντας τις γεωπολιτικές και τοπικές ανισότητες, οδηγώντας όλους, συμπεριληπτικά, στην πλανητική καταστροφή.
Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις και τα επαναλαμβανόμενα αδιέξοδα οδηγούν σε καταστροφικούς «διορθωτικούς πολέμους», συμπαρασύροντας ανθρώπινες ζωές – φυσικό περιβάλλον σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Σημειώσεις:
-
Γάλλος-βραζιλιάνος μαρξιστής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος.
-
Εκδότες του αμερικανικού αριστερού περιοδικού Monthly Review.
-
Ιταλός φιλόσοφος και ακτιβιστής της «αυτονομίας».
-
Έννοια της αξίας που αναπτύσσεται στο βιβλίο : «Guerra e democrazia nel nuovo ordine imperiale».
-
Ιταλός κοινωνιολόγος (ιερέας).