Θ’ αφήσω την σελίδα κενή. Ένα λευκό να με κοιτάει στα μάτια. Όχι γιατί δεν έχω τίποτα να πω, αλλά γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ειπωθεί. Γιατί όταν οι λέξεις χάνουνε τη σημασία τους δεν μένουνε βουβές. Υπάρχουν πράγματα που γράφονται από πίσω, στην πίσω μεριά τους, πράγματα που δεν θες να δεις, πράγματα που δεν θες να πεις. Και η λευκή σελίδα σε περιφρουρεί. Διώχνει μακριά τις λέξεις, τις σημασίες τους, τα πίσω νοήματά τους. Το άσπρο είναι σιωπή.
Θα κρατήσω τη σελίδα μου κενή. Όσο και αν επιμένουνε οι λέξεις να προσπαθούν. Όσο και αν προσπαθούν να προσγειωθούν πάνω στην άσπρη μου επικράτεια. Τις διώχνω μακριά. Όπως διώχνει κανείς τις μύγες από το στρωμένο του τραπέζι. Το δικό μας τραπέζι έχει στρωθεί. Με αυτό το λευκό τραπεζομάντηλο που απαγορεύει κάθε κουβέντα να αρχίσει πάνω από το στρωμένο άρθρο.
Και αν είναι λευκό, και αν είναι σιωπή είναι γιατί η φρίκη εξάντλησε τα λόγια. Γιατί σκέφτομαι, ίσως ο λόγος να είναι ό, τι πιο ανθρώπινο έχουμε, ο τρόπος μας να θυμόμαστε, ο τρόπος μας να επικοινωνούμε, ο τρόπος μας να φτιάχνουμε ιστορίες. Και είναι αυτό το ανθρώπινο, αυτό που εξαντλείται. Που φεύγει. Εικόνα την εικόνα και λέξη τη λέξη. Ο βουβός γίνεται ο μη ανθρώπινος. Αυτός που δεν μπορεί να επικοινωνήσει την ανθρωπιά του. Η ευφράδεια γίνεται τραύλισμα και το τραύλισμα σιωπή. Γιατί οι λέξεις που χρησιμοποιούμε δεν μας ανήκουν. Δεν είναι ιδιοκτησία μας. Εμείς είμαστε δική τους ιδιοκτησία. Και τις προδίδουμε. Και όσο και αν προσπαθούμε δεν έμεινε τίποτα να ειπωθεί.
Μην ανησυχείς. Δεν λέμε πως δεν μπορείς να μιλάς. Να χρησιμοποιείς λέξεις. Ναι. Θα μιλάς. Απλά θα είναι λέξεις πλαστικές, άκαπνες. Φτιαγμένες σε γραμμές παραγωγής, κατασκευασμένες για γρήγορη κατανάλωση. Ναι, θα μιλάς. Απλά όσο θα έχεις να πεις θα αθροίζονται στη σιωπή. Όσο και να μουτζουρώνεις δεν θα μπορέσεις ποτέ να γεμίσεις τη λευκή, τη λευκή όλο παρένθεση σελίδα.
Είμαστε καταναλωτές φρίκης, απανθρωποποίησης. Οι εικόνες, οι ειδήσεις μας έρχονται καθημερινά από εκείνο το σημείο της ανθρωπότητας όπου οι λέξεις σιωπούν. Ή μάλλον κουβαλούν στο πίσω μέρος τους ένας αστερίσκο. *Γάζα. *Ράφα. * Θάνατος. * Τους σκοτώνουν. Το λευκό είναι αυτή η αμηχανία που ακολουθεί τη συνειδητοποίηση πως είναι τόσο λίγα αυτά που μπορείς να κάνεις. Ή μάλλον τόσα λίγα αυτά που όντως κάνεις. Οι δημοσιοποιήσεις των εικόνων από τα μέρη αυτά, η καταγραφή του αποτροπιασμού σου, οι συζητήσεις για τις συνθήκες της φρίκης. Αλλά είμαστε πια πέρα από αυτό. Βρισκόμαστε πια στην επικράτεια της ντροπής. Γιατί αντιλαμβανόμαστε σε τί βαθμό έχουμε ξεχάσει να είμαστε πια πρακτικοί, να εφευρίσκουμε τρόπους, να προσπαθούμε. Οι πράξεις μας έχουνε αντικατασταθεί από τις γνώμες μας. Σε τέτοιο βαθμό που αισθανόμαστε πως οι γνώμες αυτές είναι πράξεις. Και νοιώθουμε ικανοποιημένοι όταν θα τις εκφράσουμε, όπως θα νοιώθαμε ικανοποιημένοι άμα κάναμε κάτι. Αλλά εδώ δεν λειτουργούν αυτά. Κανείς δεν νοιάζεται εδώ για τις αγκυλώσεις του δυτικού ανθρώπου, για τα ζητήματα του ανθρωπότυπου του, για τα προβλήματα του δικτυωμένου σαλονιού του. Εδώ είναι η γη της κυριολεξίας. Γιατί εδώ είναι η γη του θανάτου.
Λευκό λοιπόν και απλώνεται. Πάνω από τη σελίδα, πάνω από όσα θέλουμε να πούμε. Ένα λευκό σαν νεκρικό σεντόνι. Πάνω από τις λέξεις και από τα νοήματά μας, πάνω από τις γνώμες μας και τις απόψεις. Είναι το κλινικό λευκό, σε μια αίθουσα που αποχαιρετάμε ανθρώπους και μαζί ό, τι ανθρώπινο έχει μείνει μέσα μας.