Από τα τέλη Απριλίου, εγκαινιάσαμε μια σειρά από παρεμβάσεις επί των ευρωπαϊκών ζητημάτων, καθώς συνειδητοποιήσαμε ότι, ακόμα και στις ευρωεκλογές, οι εθνικές κοινωνίες αποφεύγουν να μιλήσουν για τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο, που δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η ΕΕ και επηρεάζει σε βάθος τη μοίρα των ευρωπαϊκών λαών και κινδυνεύει να επαναφέρει τον ακροδεξιό εφιάλτη (από τον οποίο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θέλησε να ξεφύγει), ακριβώς γιατί αυτή η επιρροή δεν θεματοποιείται/συζητιέται/αμφισβητείται όσο θα έπρεπε.
Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιεύσαμε κείμενα για τη δυναμική, τα αίτια και τις συνέπειες της ανόδου της Ακροδεξιάς (D. Broader και D. Adler, Αγγελίνα Γιαννοπούλου, Αθηνά Σκουλαρίκη), που αναμένεται να είναι η μεγάλη κερδισμένη των ευρωεκλογών. Επειδή όμως η άνοδος της Ακροδεξιάς έχει βαθιές αιτίες στις εξελίξεις δεκαετιών στην ήπειρό μας και διεθνώς, αφιερώσαμε αρκετό χώρο σε αναλύσεις για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που έχει υιοθετήσει η ΕΕ (Λ. Στουκογιώργος), το νέο δημοσιονομικό της πλαίσιο (Μ. Φραγκάκη) και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (Χ. Κασίμης), για το δημοκρατικό έλλειμμα που απαιτεί ένα νέο όραμα (W. Baier), για την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική (Η. Νησίδου) και τις έμφυλες ανισότητες και τις σύστοιχες διεκδικήσεις (Φ. Σιάνου). Η Ευρώπη αδυνατεί να βρει έναν αυτόνομο και εποικοδομητικό ρόλο στη διεθνή σκακιέρα (Β. Βιτζηλαίος), οι ανισότητες στο εσωτερικό της εμπεδώνονται (Κ. Μελίδης), ενώ το μεγάλο στοίχημα της δίκαιης πράσινης μετάβασης υποβαθμίζεται (Ι. Θεοδοσίου).
Και η Αριστερά; Τι κάνει; Καταρχάς, στο εσωτερικό της έχουν αναπτυχθεί αρκετές διαφορές που αφορούν στα ζητήματα της έμφασης στα δικαιώματα και την πράσινη μετάβαση, αλλά και στη στάση απέναντι στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, γεγονός που αναμένεται να αποκρυσταλλωθεί σε δύο διαφορετικές ευρωομάδες (C. Hilderbrandt). Πέρα από αυτό, όμως, όπως φάνηκε από τα κείμενα του τετραπλού αφιερώματος, η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν στερείται προτάσεων για την ενίσχυση του κοινωνικού και δημοκρατικού χαρακτήρα της Ευρώπης.
Όμως, οι δύο πόλεμοι που μαίνονται αυτή τη στιγμή στη γειτονιά μας έχουν αλλάξει τα δεδομένα και έχουν μεταφέρει τα ζητήματα της εξωτερικής ασφάλειας από την περιφέρεια στον πυρήνα των συζητήσεων επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ξαφνικά, η στρατιωτικοποίηση της ηπείρου μας τίθεται με έμφαση στο τραπέζι και ένας ψυχροπολεμικός λόγος εγκαθίσταται σιγά-σιγά στο δημόσιο λόγο. Ένας νέος μακαρθισμός απειλεί όσους/ες αμφισβητούν το δικαίωμα του Ισραήλ να διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα ή όσους/ες δεν ενστερνίζονται την ανάγκη συνέχισης του πολέμου μέχρι να ηττηθεί η Ρωσία – πράγμα αδύνατο. Η ενότητα της Ευρώπης επιχειρείται να χτιστεί πάνω σε μια κοινή πολεμική προσπάθεια, όπως στον Μεσαίωνα, στους αιώνες των «βαρβαρικών επιδρομών» και στη συνέχεια των Σταυροφοριών, τη στιγμή που ιδέα της Ευρώπης χτίστηκε από την εποχή των θρησκευτικών πολέμων μέχρι τον 20ό αιώνα για να τερματίσει τους ενδοευρωπαϊκούς πολέμους. Αντί, λοιπόν, το ευρωπαϊκό πρότζεκτ να στηριχθεί στις ανταλλαγές μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, όπως έγινε την εποχή του Διαφωτισμού και στη συνέχεια της διάδοσης του φιλελευθερισμού και των επιστημονικών κατακτήσεων, αναζητά πάλι έναν εξωτερικό εχθρό. Δεν μπορούμε όμως να τα κάνουμε όλα: Ή θα επενδύσουμε στο κοινωνικό κράτος και την πράσινη μετάβαση ή σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Και αυτό το δίλημμα ίσως αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η ευρωπαϊκή Ριζοσπαστική Αριστερά θα πρέπει να πάρει καθαρή θέση πριν η δίνη του πολέμου σιγάσει τη φωνή της, όπως στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Η Δίκαιη Μετάβαση ως δομικό στοιχείο
της ευρωπαϊκής πολιτικής
Δεν απομένουν παρά λίγες ημέρες για την ανάδειξη του νέου ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κι αν θέλουμε να περιγράψουμε σε μια φράση την ευρωπαϊκή πολιτική της περιόδου 2019 - 2024, αυτή θα είναι «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία». Βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αποτέλεσε η Δίκαιη Μετάβαση. Μέσω του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης διασφαλίστηκαν πόροι για τις τοπικές κοινωνίες ανά την ΕΕ που επηρεάζονται περισσότερο από την πράσινη μετάβαση λόγω της εξάρτησής τους από τα ορυκτά καύσιμα –κυρίως τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα– και από βιομηχανικές διεργασίες εκπομπών υψηλής έντασης αερίων θερμοκηπίου. Όπως βλέπουμε και στην Ελλάδα, η Δίκαιη Μετάβαση αποτελεί τη βασική πολιτική και την κύρια πηγή χρηματοδότησης του μετασχηματισμού του κοινωνικού και παραγωγικού μοντέλου των λιγνιτικών της περιοχών, ενώ παράλληλα αναδεικνύει ένα διαφορετικό μοντέλο αναπτυξιακής πολιτικής. Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα αυτής της πολιτικής, η θέση της στην ατζέντα της επόμενης περιόδου δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη.
Ήδη, την περίοδο της ενεργειακής κρίσης υπήρξαν ισχυρές πιέσεις για την επιστροφή στον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα στην ΕΕ, γεγονός που θα σήμαινε οπισθοδρόμηση για τη Δίκαιη Μετάβαση. Όμως, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε, και σε αυτό συνέβαλε –μεταξύ άλλων– και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που σε αρκετές περιφέρειες αποτέλεσε κίνητρο τόσο για την απανθρακοποίηση όσο και για οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, δίνοντας προοπτική για ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς άνθρακα. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε συστάσεις για τη διασφάλιση μιας δίκαιης μετάβασης στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, ενώ η βελγική προεδρία –σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή– ανέδειξε την υψηλή προτεραιότητα που θα πρέπει να έχει η πολιτική για τη Δίκαιη Μετάβαση στην πολιτική ατζέντα της επόμενης νομοθετικής περιόδου της ΕΕ ως μια διατομεακή και συνεκτική προσέγγιση της ενωσιακής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Την ίδια στιγμή, η μέριμνα για την άμεση αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής της ΕΕ δεν περιορίστηκε μόνο στις περιοχές σε μετάβαση. Το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, που δημιουργήθηκε παράλληλα με το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών-2 για τις εκπομπές κυρίως των κτιρίων και των οδικών μεταφορών, θα παρέχει στα κράτη-μέλη ειδική χρηματοδότηση, ώστε να υποστηρίζονται άμεσα οι πλέον πληγείσες ευάλωτες ομάδες, όπως τα νοικοκυριά που ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας ή και «μεταφορικής φτώχειας», ώστε να μην μείνει κανείς/καμία πίσω.
Η λογική λοιπόν της Δίκαιης Μετάβασης αρχίζει να θεμελιώνεται στην ΕΕ, δημιουργώντας πλέον μια νέα συνθήκη για το μέλλον της πράσινης μετάβασης, όπου η κλιματική δράση συνυπάρχει με την κοινωνική δικαιοσύνη. Σε αυτό συνέβαλε επί της ουσίας και το γεγονός ότι ο στόχος μιας κλιματικά ουδέτερης, πράσινης, δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης αποτέλεσε βασική κατεύθυνση των προτεραιοτήτων της Στρατηγικής Ατζέντας των Ευρωπαίων ηγετών για την περίοδο 2019 - 2024.
Με αυτά τα δεδομένα, θα περιμέναμε ότι στον δημόσιο προεκλογικό διάλογο θα αναδεικνύονταν ζητήματα εφαρμογής και περαιτέρω εμπέδωσης της πολιτικής της Δίκαιης Μετάβασης που ξετυλίχτηκε την περίοδο 2019 - 2024. Όμως, το θέμα αυτό τίθεται περισσότερο από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών των περιφερειών σε μετάβαση και λιγότερο από τις πολιτικές ηγεσίες. Μάλιστα, η ατζέντα των ευρωπαίων ηγετών για το μέλλον της Ευρώπης για την περίοδο 2024 - 2029, όπως έχει διαμορφωθεί από τις μέχρι στιγμής διαβουλεύσεις, εστιάζει περισσότερο στην οικονομία και την ανταγωνιστικότητα, ενώ καμία προτεραιότητα δεν περιλαμβάνει ρητά την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της κοινωνικής της διάστασης. Αυτό ενέχει κίνδυνους για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας, αλλά και για τη βιωσιμότητα του αναγκαίου μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού αναπτυξιακού μοντέλου που θα οδηγήσει στην κλιματική ουδετερότητα.
Στη νέα περίοδο, λοιπόν, του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι σημαντικό οι πολιτικές για τη Δίκαιη Μετάβαση, που έχουν ήδη ξεκινήσει, να συνεχιστούν και να εμβαθύνουν, εμπεδώνοντας περισσότερο την ευρωπαϊκή πρωτοπορία στην περιβαλλοντική και κλιματική πολιτική και εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο για την πράσινη μετάβαση. Ειδικότερα:
- Στις λιγνιτικές περιφέρειες της Ευρώπης, η Δίκαιη Μετάβαση πρέπει να συνεχιστεί δυναμικά. Ξεκίνησε καθυστερημένα και έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος, συνεπώς δεν πρέπει να χαθούν άλλες ευκαιρίες για τις τοπικές κοινωνίες. Η όποια οπισθοχώρηση θα οδηγήσει σε νέα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
- Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα πρέπει να διατηρηθεί και στη νέα προγραμματική περίοδο (2028 - 2034). Μόλις το 2022 άρχισαν να διοχετεύονται πόροι στις λιγνιτικές περιοχές και είναι βέβαιο ότι η διαδικασία μετασχηματισμού της τοπικής οικονομίας διαρκεί πολύ περισσότερο από μια προγραμματική περίοδο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να μην ανακοπεί η ενεργοποίηση πόρων που μπορούν να συντελέσουν σε έναν ουσιαστικά βιώσιμο μετασχηματισμό στις πλέον επιβαρυμένες περιοχές της Ευρώπης.
- Τα χαρακτηριστικά του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, όπως η τοπικότητα, η κοινωνική διάσταση στην κατανομή των πόρων, ο αποκλεισμός επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα και πυρηνικά, η απαίτηση για κλιματική και περιβαλλοντική φιλοδοξία, μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία για τη διαμόρφωση της νέας πολιτικής συνοχής και των χρηματοδοτικών εργαλείων της επόμενης περιόδου.
- Η πολιτική της Δίκαιης Μετάβασης μπορεί να αποτελέσει ένα νέο συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για την ευρωπαϊκή κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική του επομένου διαστήματος. Μέσω των διαθέσιμων εργαλείων άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής, συγκεκριμένων μέτρων και μετρήσιμων στόχων, πρέπει να ενθαρρυνθούν τα κράτη-μέλη ώστε να διασφαλίσουν τη δίκαιη κατανομή των ωφελειών της πράσινης μετάβασης, να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος και η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με δίκαιο τρόπο, καθώς και οι επενδύσεις που θα συμβάλουν στην κλιματική ουδετερότητα.
Η Δίκαιη Μετάβαση μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ευημερία, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών, αλλά και στην ανθεκτικότητα της Ευρώπης απέναντι σε ποικιλόμορφες κρίσεις. Όμως, οι προκλήσεις που θέτει η πράσινη μετάβαση για την οικονομία, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία στην Ευρώπη είναι σημαντικές και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστούν με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων, έχοντας ως γνώμονα την επίτευξη των κλιματικών μας στόχων.
Ιωάννα Θεοδοσίου, συνεργάτιδα Πολιτικής, The Green Tank
Επισφάλεια και προσδοκίες στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο
Η εργασιακή επισφάλεια αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα εδραιωμένο φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη. Παρά τα κοινά γνωρίσματα, σημαντικές διαφορές εντοπίζονται μεταξύ πλούσιου Βορρά και φτωχού Νότου, με τις διαφορές στο θεσμικό πλαίσιο των άτυπων μορφών απασχόλησης ή στα μέτρα και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους να αποτελούν συχνό πεδίο σχετικής συγκριτικής έρευνας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο η επισφάλεια βιώνεται από τα εκάστοτε υποκείμενα. Συγκεκριμένα, στις κοινωνίες του οικονομικά ανεπτυγμένου Βορρά η επισφάλεια βιώνεται περισσότερο ως μορφή κοινωνικής διάκρισης και αποκλεισμού, ενώ στο Νότο –και ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση– ως ένα ευρύτερο δομικό πια κοινωνικό χαρακτηριστικό. Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνονται και διαφορετικές προσδοκίες για τη ζωή.
Στο Βορρά, η συζήτηση για την επισφάλεια ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του ’80 με την ανάδυση ενός στρώματος «νεόπτωχων», συνέπεια της εφαρμογής νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων οδηγεί στην αποδιοργάνωση του οργανικού δεσμού, του βασικού δηλαδή δεσμού κοινωνικής ενσωμάτωσης, και ως εκ τούτου σε μια νέα κατάσταση (απο)ενσωμάτωσης. Εργαζόμενοι με άτυπες μορφές απασχόλησης αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της κοινωνικής κανονικότητας, την ίδια στιγμή όμως δεν εκπίπτουν σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού. Η επισφάλεια βιώνεται περισσότερο ως αιώρηση μεταξύ αυτών των δύο θέσεων, ως ένας αδιάκοπος αγώνας επιβίωσης, αποφυγής κοινωνικής καθόδου και επιδίωξης κοινωνικής ανόδου[1]. Σήμερα, στο περιβάλλον των πολλαπλών καπιταλιστικών κρίσεων και μετασχηματισμών, αυτός ο αγώνας γίνεται ακόμα πιο κοπιαστικός, καθώς η πράσινη μετάβαση, η ψηφιοποιήση, η ενεργειακή και στεγαστική κρίση –μεταξύ άλλων– διαμορφώνουν συνεχώς νέους νικητές και χαμένους.
Στο Νότο, αντίθετα, η οικονομική κρίση αποτελεί τομή. Στις δεκαετίες πριν από αυτή, η συζήτηση για την επισφάλεια περιστρέφονταν γύρω από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες όπως νεολαία, γυναίκες και μετανάστες. Κατά τη διάρκειά της όμως, το φαινόμενο γενικεύεται. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων αποκτά πρωτοφανές βάθος και οριζόντια έκταση, αφορώντας πια ευρύτερα στρώματα. Αυτό έχει ως συνέπεια η επισφάλεια να βιώνεται μεν ως καθημερινός αγώνας επιβίωσης, αλλά όχι και ως απομάκρυνση από την κοινωνική κανονικότητα. Η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από επισφάλεια, και γι’ αυτό το βίωμά της δεν οδηγεί σε αισθήματα διάκρισης και αποκλεισμού. Απορρέει πολύ περισσότερο από την επισφάλεια των κοινωνικών δομών, προσεγγίζοντας –όχι πλήρως– αυτό που ο νοτιοαφρικανός κοινωνιολόγος von Holdt[2] ονομάζει «επισφαλείς κοινωνίες».
Εντός αυτών των πλαισίων αναπτύσσονται διαφορετικές προσδοκίες ζωής. Στην πρώτη περίπτωση, η διατήρηση μιας μη επισφαλούς κανονικότητας συγκροτεί και το κανονιστικό σημείο αναφοράς στο οποίο μπορούν οι επισφαλείς να στρέψουν τις προσδοκίες τους, βιώνοντας βέβαια τη συνεχή ματαίωση, όταν αυτές δεν ικανοποιούνται. Στη δεύτερη περίπτωση, η γενικευμένη επισφάλεια έχει ως συνέπεια την απορρύθμιση των ίδιων των κανονιστικών προσανατολισμών και, ως εκ τούτου, την υιοθέτηση χαμηλών προσδοκιών. Το πρεκαριάτο του Νότου, με λίγα λόγια, βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης, χωρίς να προσδοκά και πολλά ή να γνωρίζει που θέλει να φτάσει.
Η Αριστερά καλείται, επομένως, σε αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο να οργανώσει αντιστάσεις και να παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας αλλά πολύ περισσότερο να ανασυγκροτήσει αυτόν τον κανονιστικό ορίζοντα. Να πείσει δηλαδή ότι μια καλύτερη ζωή είναι εφικτή, να αυξήσει τις προσδοκίες, και αυτές με τη σειρά τους να γίνουν πρώτη ύλη για περεταίρω διεκδικήσεις.
Κυριάκος Μελίδης
Σημειώσεις:
1. Castel, R. (2008). Die Metamorphosen der sozialen Frage. Eine Chronik der Lohnarbeit. Konstanz: UVK.
2. von Holdt, K. (2012). Violence. In: M. Burawoy, & K. von Holdt, Conversations with Bourdieu. The Johannesburg Moment (p. 91). Johannesburg: WITS University Press.