Όταν προ δεκαημέρου, στη συνάντηση των υπουργών Άμυνας της ΕΕ στις Βρυξέλλες στις 28 Μαΐου, ο ύπατος διπλωματικός εκπρόσωπος της Ένωσης, Ζοζέπ Μπορέλ, έλεγε ότι πρέπει να δοθεί στην Ουκρανία το ελεύθερο να χρησιμοποιεί δυτικά όπλα για να πλήξει στόχους μέσα στο έδαφος της Ρωσίας, και την ίδια μέρα ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μιλώντας στον Economist, καλούσε τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που προμηθεύουν όπλα στην Ουκρανία να επιτρέψουν στο Κίεβο να τα χρησιμοποιεί εναντίον στρατιωτικών στόχων σε ρωσικά εδάφη, η γενική αίσθηση ήταν ότι πρόκειται για επιπόλαιους αυτοσχεδιασμούς. Ότι ο απερχόμενος γ.γ. της Συμμαχίας το έκανε για να συνοδεύσει την επικείμενη έξοδό του με μια ηχηρή τοποθέτηση ή, το πιθανότερο, για να προβάλει ένα ζήτημα που αναμένεται να κυριαρχήσει στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Νέα Υόρκη αρχές Ιουλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Κέρμπι, αυτός που διαβεβαίωνε, μόλις λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις Μπορέλ και Στόλτενμπεργκ, ότι «η Ουάσινγκτον παραμένει αντίθετη στη χρήση αμερικανικών όπλων από την Ουκρανία στις επιθέσεις της στη Ρωσία»;
Λάθος. Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, ένα αποκλειστικό δημοσίευμα του Politico πληροφορούσε –επικαλούμενο ανώνυμους πλην υψηλά ιστάμενους αμερικανούς αξιωματούχους– ότι η Ουκρανία έλαβε τη σιωπηρή έγκριση της κυβέρνησης Μπάιντεν να χτυπήσει με αμερικανικά όπλα στόχους σε ρωσικά εδάφη, αλλά μόνο στρατιωτικές θέσεις και μόνο στην περιοχή που έχει καταλάβει ο ρωσικός στρατός κοντά στο Χάρκοβο, και οπωσδήποτε όχι βαθιά μέσα στη ρωσική ενδοχώρα. Ακολούθησαν και άλλοι: η Ουκρανία μπορεί να το πράξει χρησιμοποιώντας επίσης όπλα γαλλικής και βρετανικής προέλευσης.
Η κίνηση αυτή αποδίδεται στην επιδείνωση της θέσης της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης και στην ανάγκη να αναχαιτιστούν τα ρωσικά στρατεύματα που προελαύνουν στο Χάρκοβο, δεν παύει ωστόσο να είναι η αμεσότερη εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο, γεγονός που εμπερικλείει τον κίνδυνο της άμεσης κλιμάκωσης, την οποία υποτίθεται θέλουν να αποτρέψουν οι λεκτικοί περιορισμοί που συνοδεύουν το «ελεύθερο» στη χρήση των όπλων αυτών.
Η πραγματικότητα δεν εμπνέει ιδιαίτερη αισιοδοξία για το μέλλον της ειρήνης.
Την ίδια ημέρα που οι ΗΠΑ έδιναν την έγκρισή τους στην Ουκρανία να πλήττει με δικά τους όπλα στόχους εντός των ρωσικών εδαφών, έγινε ευρύτερα γνωστό ότι η Ουκρανία είχε χτυπήσει δύο ρωσικά συστήματα ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης για ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση εγκατεστημένα στα σύνορα Ρωσίας-Καζακστάν, 1.500 χιλιόμετρα από τα πλησιέστερα ουκρανικά εδάφη.
Η επίθεση αυτή, άσχετη με τον πόλεμο στην Ουκρανία και κραυγαλέα αναντίστοιχη με τις προϋποθέσεις περί αποκλειστικής χρήσης νατοϊκών όπλων στην περιοχή του Χάρκοβου και οπωσδήποτε όχι βαθιά μέσα στη ρωσική επικράτεια, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι εκτιμήθηκε από τη Ρωσία ως μια δοκιμασία των δυνατοτήτων –και εντοπισμού των αδυναμιών– του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησής της, στην προοπτική, ενδεχομένως, μιας πυρηνικής επίθεσης εναντίον της μελλοντικά. Χωρίς, αφετέρου, να αποκλείεται το ενδεχόμενο η «ουκρανική πρόκληση» να συνιστά μια προειδοποίηση της Δύσης προς τη Ρωσία, αν η τελευταία διανοηθεί ποτέ να πραγματοποιήσει αυτό που κατ’ επανάληψη και δημόσια έχει πει, δηλ. την απειλή ότι θα απαντήσει με πυρηνικό χτύπημα αν η ασφάλειά της αμφισβητηθεί ανοιχτά.
Η φροντίδα της αμερικανικής κυβέρνησης να δείξει ότι κρατά αποστάσεις από τα ουκρανικά χτυπήματα εντός της ρωσικής επικράτειας σε βάθος 1.500 χιλιομέτρων ακούγεται ελάχιστα καθησυχαστική. Όλοι γνωρίζουν ότι το Κίεβο δεν θα το αποτολμούσε χωρίς της έγκριση της Ουάσινγκτον.
Σε κάθε περίπτωση, το «ελεύθερο» που δόθηκε στην Ουκρανία, ισοδυναμεί με ραγδαία αναβάθμιση των απειλών κατά της παγκόσμιας ειρήνης εκατέρωθεν, αμφισβητώντας δραματικά κάθε βεβαιότητα ότι στο τέλος θα πρυτανεύσει η λογική. Ογδόντα χρόνια από τη λήξη του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου, η λογική της «πυρηνικής ασφάλειας», η λογική ότι καμιά πλευρά δεν θα προχωρήσει σε αιφνιδιαστική πρώτη επίθεση, γνωρίζοντας ότι θα δεχτεί άμεσα καταστροφικό ανταποδοτικό πλήγμα, φαίνεται να χάνει έδαφος ανησυχητικά. Καραδοκεί ο κίνδυνος οι δύο πλευρές να εγκλωβιστούν σε μια κατάσταση όπου κανείς δεν θα μπορεί να υποχωρήσει, με αποτέλεσμα να προκληθεί παγκόσμια πυρηνική ανάφλεξη.
Με την Ευρώπη να υπνοβατεί μπροστά στον ορατό κίνδυνο που συνεπάγεται η επιλογή της να απεμπολήσει τον ρόλο του ειρηνευτικού διαμεσολαβητή που επιβάλλει η ιστορική κρισιμότητα, και με τα αντανακλαστικά που η παγκόσμια κοινότητα επιδεικνύει αναφορικά με το Παλαιστινιακό να παραμένουν μέχρι στιγμής αδρανή σε ό,τι αφορά το Ουκρανικό, όπου η παγκόσμια ειρήνη ακροβατεί κάθε στιγμή «επί ξυρού ακμής», κάθε ανήσυχη συνείδηση πλανητικά αναζητά καταφυγή και στην παραμικρή ένδειξη συγκράτησης και σωφροσύνης, με την ελπίδα ότι τα χειρότερα είναι δυνατόν να αποφευχθούν έστω και την τελευταία στιγμή.
Η «απόσταση ασφαλείας» που κρατά η Ουάσιγκτον από το ουκρανικό χτύπημα στο ρωσικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης μπορεί να είναι μια από αυτές τις ενδείξεις. Μια άλλη μπορεί να είναι η συγκρατημένη απάντηση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Ριάμπκοφ, στο ερώτημα που του τέθηκε την περασμένη Δευτέρα αναφορικά με την απόφαση των ΗΠΑ να επιτρέψουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει τα όπλα που της παρέχουν για να πλήξει στόχους στο ρωσικό έδαφος και το ενδεχόμενο αμερικανικής εμπλοκής στα ουκρανικά χτυπήματα κατά των ρωσικών ραντάρ.
«Λαμβάνουμε», είπε στους δημοσιογράφους ο ρώσος αξιωματούχος, «την πιο υπεύθυνη και εξαιρετικά προσεκτική προσέγγιση σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διατάραξη της ισορροπίας ή τη δημιουργία κάποιου είδους απειλών για τα μέσα που διασφαλίζουν τη στρατηγική ισοτιμία», καταλογίζοντας παράλληλα στην αμερικανική πλευρά «λανθασμένους υπολογισμούς που θα μπορούσαν να έχουν μοιραίες συνέπειες».
Οι αντιδράσεις που θα προκληθούν από το επόμενο χτύπημα του Κιέβου στη ρωσική ενδοχώρα θα δώσουν πιθανότατα το μέτρο των κινδύνων που απειλούν την παγκόσμια ειρήνη.