Βρισκόμαστε στα μέσα Ιουνίου και η θερμοκρασία σε πολλές περιοχές της χώρας αγγίζει τους 40 και πλέον βαθμούς. Παρόλα αυτά, για ακόμη μια χρονιά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θολό τοπίο ως προς την αντιμετώπιση των επικείμενων (μακάρι να διαψευσθώ) δασικών πυρκαγιών. Και μιλάω για αντιμετώπιση, γιατί τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε σχετικά με την ανθεκτικότητα, πρόληψη και τελικά μετριασμό και προστασία από το φαινόμενο, όπως όλοι οι επιστημονικοί φορείς σύσσωμα συμφωνούσαν σε δεκάδες ημερίδες ανά την Ελλάδα μετά τις περσινές καταστροφές.
Τι καταφέραμε σε σχέση με πέρυσι;
1. Έχουμε ένα νέο μοντέλο πρόληψης και προστασίας από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, το οποίο είναι ήδη παλιό. Καταφέραμε και (ξανά)επενδύσαμε σε εξοπλισμούς και μέσα πυρόσβεσης, μη λαμβάνοντας υπόψη το κοινά αποδεκτό από όλους τους φορείς δόγμα του 50-50 σε δαπάνες πρόληψης και καταστολής (βλ. Έκθεση Goldamer).
2. Έχουμε και κανονισμό πυροπροστασίας ακινήτων! Μάλιστα, τις τελευταίες εβδομάδες οι πολίτες έχουν βρεθεί αντιμέτωποι και με την υποχρεωτικότητα δήλωσης για λήψη μέτρων αντιπυρικής προστασίας. Σύμφωνα με τον νέο “Κανονισμό Πυροπροστασίας Ακινήτων εντός ή πλησίον δασικών εκτάσεων” (ΦΕΚ 3475/ Τεύχος Β’/24.5.23) και με τις φετινές εγκυκλίους για την εφαρμογή του, καθώς και με βάση την αντίστοιχη πυροσβεστική διάταξη (Αρ. 20/2024), θωρείται ότι το περιβάλλον είναι αναμενόμενο να καταστραφεί από πυρκαγιά (αφού δεν έγινε τίποτα για την πρόληψη και ανθεκτικότητα από πέρσι) και επιβάλλονται υποχρεωτικά μέτρα (πολλές φορές ιδιαίτερα δαπανηρά) για να μην καούν ακίνητα ή να μην αποτελέσουν μέσο μεταφοράς πυρκαγιάς.
Παρόλο που η δημιουργία ανθεκτικών ιδιοκτησιών εντός ή κοντά σε δάση και δασικές εκτάσεις ήταν και παραμένει ένα από τα κύρια ζητούμενα, η Πολιτεία επιλέγει να ξεκινήσει για ακόμη μια φορά από την ατομική ευθύνη των ιδιοκτητών (ή μάλλον να τη μεταφέρει σε όλους εμάς), ενώ αφήνει τον μεγάλο και καίριο στόχο, δηλαδή την ανθεκτικότητα και την πρόληψη για άλλη μια χρονιά να περιμένει. Να περιμένει τι; Την όποια δυνατή αντιμετώπιση των αναμενόμενων πυρκαγιών με τα μέσα καταστολής.
Επιστημονικά και πρακτικής εφαρμογής κενά
Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο ιδιαίτερα θολό για τον τρόπο εφαρμογής των μέτρων πυροπροστασίας για τους ιδιοκτήτες, αφού υπάρχουν οριζόντιες προδιαγραφές για όλη την Ελλάδα, ανεξάρτητα από την περιοχή, τον τύπο βλάστησης, το υψόμετρο, τις κλιματικές συνθήκες, το είδος κτιρίου κλπ. Ταυτόχρονα, μέχρι στιγμής δεν έχει τεκμηριωθεί ότι κάποια από τις μεγάλες δασικές πυρκαγιές ξεκίνησε από κτίσμα ή δομημένη περιοχή. Και είναι λογικό αυτό αφού η πλειονότητα των κτιρίων είναι από γενικά άκαυστα υλικά, ιδιαίτερα ανθεκτικά στην πυρκαγιά (πλην των ξύλινων στεγών, χωρίς κατάλληλο εμποτισμό αντιπυρικής προστασίας). Άρα, παρά το σωστό σε κατεύθυνση σκεπτικό για τη λήψη μέτρων πυροπροστασίας των ακινήτων, ο τρόπος εφαρμογής φαίνεται να έχει και επιστημονικά και πρακτικής εφαρμογής κενά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η υποχρεωτικότητα μέτρησης αποστάσεων για την υπαγωγή σε υποχρεωτικά μέτρα πυροπροστασίας, σε σχέση με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας. Πως μπορεί να γίνει αυτό όταν οι Δασικοί Χάρτες και το Κτηματολόγιο δεν έχουν ολοκληρωθεί, ενώ ιδιοκτησίες για τις οποίες εκκρεμεί η εξέταση ενστάσεων ως προς τον χαρακτήρα τους, έχουν σε πολλές περιπτώσεις μείνει για δεκαετίες χωρίς καθαρισμούς ή φροντίδα, λόγω του υπό αίρεση χαρακτήρα τους.
Τα παραπάνω αναφέρονται ως επίκαιρα και σημαντικά παραδείγματα των στρεβλώσεων στην στρατηγική της Πολιτείας για την προστασία του Φυσικού Κεφαλαίου της χώρας μας. Δεν πρέπει να ανεχτούμε άλλο να ακούσουμε για ακόμη μια χρονιά για «ευθύνες» της κλιματικής αλλαγής, για «μη αξιόπιστα» δεδομένα των Ινστιτούτων και Ερευνητικών φορέων (που είναι οι ίδιοι που τεκμηριώνουν την κλιματική αλλαγή που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση ως άλλοθι!) και προβολής της υπεροπλίας της χώρας σε εξοπλισμό και μέσα καταστολής των πυρκαγιών, τα οποία όμως είναι αναντίστοιχα με τα αποτελέσματα. Στην αρθρογραφία μου το προηγούμενο έτος αναφέρθηκα λεπτομερώς στις στρεβλώσεις, τα λάθη και τις παραλείψεις. Θα υπενθυμίσω για άλλη μια φορά όσα διαχρονικά υποστηρίζω και πιστεύω ότι απαιτείται να γίνει μέσα από ένα τρίπτυχο αλλαγής και ως εξής:
Τρίπτυχο αλλαγής
Αλλαγή στο μοντέλο πρόληψης, με άμεσες ενέργειες για (α) προτεραιοποίηση περιοχών υψηλού κινδύνου, (β) προτεραιοποίηση περιοχών και οικοσυστημάτων υψηλής αξίας – μοναδικότητας και την υιοθέτηση Στρατηγικών ανθεκτικότητας, Στρατηγικών προσαρμογής, Στρατηγικών μετασχηματισμού, για τη διαχείριση των δασών και των οικοσυστημάτων της χώρας.
Αλλαγή στο μοντέλο αντιμετώπισης, με κύρια χαρακτηριστικά, (α) τη Συμμετοχή της Δασικής Υπηρεσίας με επιτελικό ρόλο στην κατάσβεση των πυρκαγιών, (β) τη Θεσμοθετημένη και συστηματική αξιοποίηση και μετάδοση της γνώσης των παλαιών στελεχών της Δασικής υπηρεσίας, με εμπειρία στην κατάσβεση πυρκαγιών, (γ) την Ενεργοποίηση και στελέχωση πυροφυλακίων – εκσυγχρονισμός (χρήση αισθητήρων, drones, πληροφοριακών συστημάτων), (δ) τη Δημιουργία ενιαίου γεω-πληροφοριακού συστήματος με όλο το αγροτικό και δασικό οδικό δίκτυο και την κατάσταση βατότητας του.
Αλλαγή στο μοντέλο αποκατάστασης, με κύριους στόχους: (α) Την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων με ορίζοντα το 2050 που θα αντανακλά τις συνθήκες για τα δάση του 2050 και όχι του 2030, (β) Τον σχεδιασμό με βάση τις ασφαλείς προβλέψεις κλιματικών μεταβολών, ανά περιοχή και τύπο οικοσυστήματος στη χώρα, (γ) Τις συνέργειες με δράσεις της ΚΑΠ για τη βελτίωση των παρόχθιων ζωνών, για την προστασία από τις πλημμύρες, (δ) Την αναγνώριση, εκ των προτέρων, περιοχών που θα χρειαστούν άμεση αποκατάσταση μετά από την εκδήλωση πυρκαγιάς (π.χ. δάση ελάτης, διπλοκαμμένες εκτάσεις), (ε) Τον σχεδιασμό παραγωγής φυτευτικού υλικού, με γνώμονα τις ασφαλείς προβλέψεις κλιματικών μεταβολών και των χαρακτηριστικών των περιοχών που θα χρειαστούν άμεση αποκατάσταση μετά από πιθανή πυρκαγιά.