Η δημόσια συζήτηση μετά τις ευρωεκλογές, τόσο στη χώρα μας όσο και γενικότερα στην Ευρώπη, περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από την άνοδο της Ακροδεξιάς. Οι απόλυτοι αριθμοί ψήφων όσον αφορά τα ελληνικά αποτελέσματα δείχνουν πως δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως έλαβε χώρα κάποια μαζική μετατόπιση ψηφοφόρων προς τον ακροδεξιό χώρο –ο οποίος βέβαια δεν είναι ομοιογενής και παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Όμως είναι αλήθεια πως σε επίπεδο ποσοστών, η Ακροδεξιά βγαίνει ενισχυμένη –και η πολιτική γίνεται μεταξύ άλλων και με ποσοστά. Η ενίσχυση των ποσοστών της Ακροδεξιάς την κατατάσσει ως σημαντικό θεσμικό πόλο εντός του Ευρωκοινοβουλίου και τη φέρνει σε καλύτερη θέση να πιέσει και να επηρεάσει σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, μετατοπίζοντας συνολικά το πολιτικό σύστημα στη βάση της ατζέντας της.
Τι σχέση έχει, όμως, το πολιτικό σύστημα με την ατζέντα της Ακροδεξιάς; Πόσο ξένες είναι οι ιδέες της σε σχέση με τις πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια, πόσο ξένος είναι ο λόγος της σε σχέση με τον λόγο συστημικών πολιτικών που τώρα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου; Εφόσον το ακραίο ορίζεται πάντα σε σχέση με το «κανονικό», μήπως η Ακροδεξιά είναι πολύ πιο mainstream απ’ ό,τι προσπαθούν να μας πείσουν όσοι διεκδικούν τον ρόλο του σωτήρα;
Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ), από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την περίοδο 2015-2019, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο παραδοσιακό οπλοστάσιο του συντηρητισμού, με εθνικιστικές «κορώνες», μακεδονικά συλλαλητήρια, αντιμεταναστευτική ρητορική, «anti-woke» προπαγάνδα και διαρκή προσπάθεια για διασπορά ηθικού πανικού ως προς τη διάβρωση των «ελληνικών αξιών». Ως κυβέρνηση, έχοντας διαρκώς στο υψηλό επιτελείο της πολιτικά πρόσωπα συνδεδεμένα με τις ακροδεξιές ιδέες, επένδυσε στον φόβο και το αφήγημα της ασφάλειας, στις εθνικιστικές αξιώσεις –ανεξάρτητα από τις πράξεις– στην εξωτερική πολιτική, στη διαρκή αυταρχικοποίηση των θεσμών και την καταστολή, σε αντιμεταναστευτικές πολιτικές που κόστισαν και κοστίζουν ζωές, στον περιορισμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, βέβαια, δεν είναι αποκλειστική ευθύνη της ΝΔ. Η υιοθέτηση μέρους της ακροδεξιάς ρητορικής και πολιτικής από την Κεντροδεξιά και το λεγόμενο «ακραίο Κέντρο» παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και η «ευρωπαϊκή ταυτότητα» συντελείται μία διαρκής μετατόπιση σχεδόν όλου του πολιτικού φάσματος και ιδίως των κομμάτων εξουσίας. Αξίζει να θυμίσουμε ενδεικτικά πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη διαφορετική ρητορική της, διατήρησε τον φράχτη του Έβρου, ενώ έχει μεγάλη ευθύνη για τη ντροπή της Μόριας. Σήμερα, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ, και σε ρητορικό επίπεδο διαγωνίζονται, ώστε να δώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα διαπιστευτήρια για την προσήλωση τους σε «πατροπαράδοτες» αξίες.
Μετά τις ευρωεκλογές, η πλειοψηφία των συστημικών ΜΜΕ, που προεκλογικά έδωσαν δυσανάλογα πολύ χώρο στην Ακροδεξιά, απέδιδαν την πτώση της Νέας Δημοκρατίας σχεδόν αποκλειστικά στην ψήφιση του νομοσχεδίου για την ισότητα στον γάμο, με τους δημοσιογράφους να επικρίνουν και να ζητούν εξηγήσεις από τα στελέχη της ΝΔ για την τόσο μεγάλη στροφή του κόμματος προς το Κέντρο. Ένα μεγάλο μέρος των αναλυτών επιλέγει συνειδητά να ερμηνεύει το ιδεολογικό στίγμα της ΝΔ με βάση την αφομοίωση παλαιών στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο κυβερνητικό σχήμα και όχι με βάση τα pushbacks. Ήδη αμέσως μετά την εκλογική διαδικασία, η (ενισχυμένη) ακροδεξιά πτέρυγα εντός του κυβερνώντος κόμματος άρχισε την οριοθέτηση προς τον πρωθυπουργό, ενώ από δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της επιχειρείται η μετατόπιση του κόμματος σε δεξιότερες θέσεις. Όλα αυτά, υπό τη διαρκή πίεση των άλλοτε ευνοϊκών προς την κυβέρνηση δημοσιογράφων, που σταθερά επιλέγουν να κάνουν «δεξιά» αντιπολίτευση μέχρι και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα κόμματα του Βελόπουλου και της Λατινοπούλου δεν κέρδισαν απλά ποσοστά, είναι και αυτά που τα ΜΜΕ ευθυγραμμίζουν τον δημόσιο διάλογο στην ατζέντα τους. Δεν κερδίζουν απλά προβολή, είναι και αυτά που τα συστημικά κόμματα εξουσίας υιοθετούν μέρος της ατζέντας τους στην προσπάθεια τους να ηγεμονεύσουν πολιτικά. Το τανγκό βέβαια θέλει δύο, και η Ακροδεξιά όταν καλείται να «ανταποδώσει» την κανονικοποίηση των αιχμών της και του πολιτικού της προσωπικού, το κάνει επάξια. Μην ξεχνάμε πως η είσοδος της στα κυβερνητικά έδρανα έγινε για να εφαρμοστεί το μνημόνιο, μια καθόλα συστημική, ευρωπαϊκή πολιτική, αναδεικνύοντάς την και ως θεσμική δύναμη.
Ο «μπαμπούλας» της Ακροδεξιάς έχει καταλήξει κενό γράμμα στην Ευρώπη, όσο ευρωπαϊκές αξίες αποτελούν η ισλαμοφοβία, τα pushbacks, η συγκάλυψη και η στήριξη της γενοκτονίας ενός ολόκληρου λαού. Βλέπουμε, όμως, ξεκάθαρα στο γαλλικό παράδειγμα πως όσο η Ακροδεξιά γίνεται ορατή περισσότερο ως αισθητική απειλή, ο εκβιασμός του εκλογικού σώματος έχει μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα και μόνο σε επίπεδο ποσοστών. Όσο η μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά δεν είναι μία μάχη αξιών, αλλά μία μάχη ποσοστών, κερδισμένη βγαίνει η Ακροδεξιά, ό,τι και να καταγράψει το εκλογικό κοντέρ στο τέλος της καταμέτρησης.