Επεισόδιο πρώτο: νύχτα ευρωεκλογών 2024, ΝΔ πρώτο κόμμα, πτώση στα ποσοστά της - ιδίως σε σχέση με τις πρόσφατες εθνικές εκλογές. Στα τηλεοπτικά πάνελ τα στελέχη της βρίσκονται αντιμέτωπα με το ερώτημα «τι έφταιξε;», ερώτημα που συχνά συνοδεύεται από την προσθήκη: πιστεύετε ότι η βάση του κόμματος σας στέλνει ένα μήνυμα σχετικά με τη θετική σας ψήφο στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών;. Παραδόξως -ή όχι τόσο-, ο μοναδικός που άκουσα να απαντά την ερώτηση υπερασπιζόμενος τη στάση της ΝΔ, ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος λίγο-πολύ είπε: το πίστευα και το έκανα κατανοώντας ότι θα ενοχλήσει μέρος της βάσης των στελεχών και του παραδοσιακού μας ακροατηρίου.

 

Επεισόδιο δεύτερο: λίγες μέρες αργότερα, 30 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Η Εφημερίδα των Συντακτών παρουσιάζει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον συνθέτη. Τα social media γεμίζουν με μελωδίες του, συνεντεύξεις και φράσεις του. Τυχαία πέφτω στην ανάρτηση του Γιώργου Ανδρίτσου: «Αν ο Μάνος Χατζιδάκις μπορούσε να δει ότι έχει τέτοιο πλήθος θαυμαστών -ανάμεσά τους αρκετοί στους οποίους δεν θα ’λεγε ούτε καλημέρα- που ανεβάζουν στο f/b, όχι μόνο μουσικές του αλλά και κείμενα με τις απόψεις του, νομίζω πως θα προβληματιζόταν και θα σκεφτόταν ότι κάτι έκανε λάθος...»

 

Κάπως συνδυαστικά, αλλά και με τόνους άλλου «υλικού» από τα τελευταία χρόνια, μου ήρθε στο μυαλό η υπόθεση της παράστασης των Ορνίθων του Αριστοφάνη. Οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχουμε ακούσει για την αναβίωση της το 1975 από το Θέατρο Τέχνης. Μια παράσταση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο λειτούργησε καταλυτικά για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

Η παράσταση θεωρήθηκε «καλλιτεχνικόν σκάνδαλο», (Καθημερινή) και «βεβήλωσις» (Βραδυνή) και τελικά υποχρεώθηκε σε διακοπή ή με άλλα λόγια… απαγορεύτηκε.  Χαρακτηρίστηκε ακόμη και ως παράσταση ανώριμη και αμελέτητη. Για παράδειγμα, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Αιμίλιος Χουρμούζιος δημοσίευσε σειρά κριτικών σημειωμάτων σχετικά με την παράσταση, με το πρώτο από αυτά να φέρει τον τίτλο: «Ένα ατύχημα».

Το βασικό πλαίσιο της κριτικής δεν αφορούσε, ωστόσο, τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Υπήρξε περισσότερο ηθικοπλαστικό και βασίστηκε στον ισχυρότερο πυλώνα της ελληνικής μεταπολεμικής κρατικής ιδεολογίας, την εθνικοφροσύνη.

Ήταν 29 Αυγούστου 1959, κατά τις 22:00 (αφού 20:30 ξεκινούσε η παράσταση), στο Ηρώδειο όταν οι θεατές άκουσαν κάποιον από το κοινό να φωνάζει: «ντροπή!» Λίγες στιγμές νωρίτερα ο πρωταγωνιστής Χατζημάρκος (στον ρόλο του Πεισθέτερου) κάλεσε τον Κατσαδράμη που αναπαριστούσε τον ιερέα, και θύμιζε στη όψη παππά της ορθόδοξης πίστης, να θυσιάσει στους θεούς. Τότε ο ιερέας άρχισε να ψέλνει. Η ψαλμωδία ήχησε οικεία στα αυτιά των θεατών, ο λόγος απλός: παρέπεμπε σε βυζαντινούς ρυθμούς. Η δέηση προς τα πουλιά αλλά και η αμφίεση του ιερέα αντιμετωπίστηκαν από μερίδα του κόσμου, και παρουσιάστηκαν αργότερα, ως απόπειρα διασυρμού της θρησκείας του ελληνικού λαού και του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Ένας από τους θεατές ήταν και ο Κ. Τσάτσος, υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως του Κ. Καραμανλή, ο οποίος αποχώρησε άμεσα από την παράσταση και την επόμενη ημέρα με ανακοίνωση του υπουργείου του απαγόρευσε τη συνέχιση της παράστασης (μετά την απαγόρευση, ο ίδιος, είχε την τύχη να απεικονίζεται στις γελοιογραφίες της εποχής κρατώντας μία κότα).

Ο Μ. Χατζιδάκις την ίδια μέρα δήλωνε στα Νέα πως: «Η όλη υπόθεσις μαζί με την ανεκδιήγητον “ευθιξίαν του θρησκευτικού αισθήματος” μερίδος των θεατών, με θλίβει αφάνταστα. Θεωρώ την παράστασιν αυτήν ως την πλέον σημαντικήν, ανθρώπων του κύρους και της σημασίας του Καρόλου Κουν, του Γιάννη Τσαρούχη και της Ραλούς Μάνου, που με την εργασία τους αυτή έδωσαν ένα παρόν μεγίστης σημασίας εις την ιστορία του νεώτερου θεάτρου μας».

Πάντως, η πορεία της παράστασης δεν σταμάτησε με την απαγόρευσή της από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Χατζιδάκις δούλεψε κι άλλο τη μουσική της, η οποία γνώρισε, πανευρωπαϊκή, επιτυχία. Βέβαια, παίχτηκε -ακόμη και τα αμέσως επόμενα χρόνια, με ορισμένες αλλαγές όπως το χρώμα στο ράσο του ιερέα- και στην Ελλάδα, αλλά για να ανέβει στην Επίδαυρο έπρεπε να περιμένει έως την πτώση της Χούντας και συγκεκριμένα το 1975. Κατά σύμπτωση, τότε -σε μια άλλη Ελλάδα- πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ενώ, πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.

 

Πατώντας σε δύο βάρκες

 

Αφορμή για την παραπάνω εξιστόρηση υπήρξε η παλινωδία μερίδας του πολιτικού δυναμικού σχετικά με τα ζητήματα των δικαιωμάτων, τόσο των ομόφυλων ζευγαριών όσο και γενικότερα («προδοθήκαμε, επάθαμε ανόσια/ τούτος ήτανε φίλος μας κι έβοσκε/ στα χωράφια μαζί μας σαν σύντροφος/ Καταπάτησε νόμους αρχαίους/ και τους όρκους των όρνιων επρόδωσε»). Αν μιλούσαμε, σε μια τραβηγμένη και αφηρημένη διάσταση, το 1959: όπως και να το κάνουμε δεν μπορούμε να είμαστε και με την απαγόρευση της παράστασης αλλά και με τη σάτιρα του Αριστοφάνη, τον Χατζιδάκι, την κριτική στην εξουσία ή/και στην παράδοση και την ελεύθερη σκέψη. Αν μιλάμε για σήμερα: δεν γίνεται να είμαστε και με το προχώρημα της χώρας, την αλλαγή αντίληψης για τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα και την ίδια στιγμή με τον συντηρητισμό, τις απαγορεύσεις και το φλερτ με την ακροδεξιά.

Είναι προφανές, και αυτό φαίνεται να αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος, ότι τα πιστεύω σχετικά με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τα ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα, τις παρελάσεις, τη διάκριση εκκλησίας και κράτους, ακόμα και σχετικά με τον πόλεμο, είναι τόσο ρευστά όσο η συγκυρία και η εξασφάλιση μερικών εκατοντάδων ψήφων. Κάπου, στους Όρνιθες, λέγεται και από τον Χορό. Σε μετάφραση Ρώτα και με τη γνωστή μουσική του Χατζιδάκι πήρε την εξής μορφή: «Είναι εκεί στην πολιτεία/ σε πλατείες και γραφεία/ μια φωλιά που ζει μια ράτσα/ τετραπέρατη καπάτσα».

Πάντα θα μου φαίνεται εξίσου ενδιαφέρουσα η συζήτηση για τις δυνατότητες και τα όρια των κομματικών ακροατηρίων και των κομματικών βάσεων. Πόσος «παραδοσιακός κομματικός μηχανισμός» χωράει σήμερα δίπλα από τα αιτήματα για έναν συμπεριληπτικό κόσμο; Πόση εθνικοφροσύνη και ελληνοχριστιανισμός συνοδεύει τη συζήτηση για τα δικαιώματα και τις ανισότητες; Πόση (και πότε) ουσία, στο τέλος, θα αναμετρηθεί με τα εκάστοτε εκλογικά ποσοστά;

«Αν κανείς σας ω θεατές μας/ θέλει εδώ κι εμπρός να ζει/ με τα όρνια κότα – πίττα/ κατευθείαν εδώ να ‘ρθει».

Χρήστος Φωτογλίδης Ο Χρήστος Φωτογλίδης είναι ιστορικός. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet