Το African National Congress (ANC), τo κόμμα του Νέλσον Μαντέλα, μετά από το 40% των πρόσφατων εκλογών και την απώλεια της αυτοδυναμίας, για πρώτη φορά μετά το τέλος του απαρτχάιντ, δεν μπορεί να κυβερνήσει μόνο του και αναγκάζεται να συνασπιστεί με το κόμμα Democratic Alliance (DA) και με δύο μικρότερα κόμματα, το Inkatha Freedom Party (IFP) και την Πατριωτική Συμμαχία (PA).
Ο συνασπισμός, σύμφωνα με δήλωση του ANC, κατέχει το 68% των εδρών στη Βουλή. Ο Σίριλ Ραμαφόζα (ANC), θα είναι πρόεδρος για δεύτερη φορά, έπειτα από μια ιστορική συμφωνία με το αντίπαλό του εδώ και δεκαετίες DA, που συγκέντρωσε το 21% των ψήφων και έχει μεγάλη επιρροή στην περιοχή του Κέιπ Τάουν, με ηγέτη τον Τζον Στεενχούιζεν, ο οποίος κατηγορήθηκε συχνά ότι προσπαθούσε να προστατεύσει τα οικονομικά προνόμια που είχε η λευκή μειονότητα κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Ο Στεενχούιζεν, από την πλευρά του, κατηγορούσε το ANC ότι είχε τοποθετήσει τα στελέχη του σε όλους τους δημόσιους τομείς και αρχικά ορκιζόταν ότι θα εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες για να μην συμμαχήσει με το ANC. Ο όρκος του, με την προοπτική της διακυβέρνησης, ξεχάστηκε, βέβαια, πολύ γρήγορα.
Το Economic Freedom Fighters (MFF), με το 9,5%, το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς Τζούλιους Μαλέμα, του «υπερασπιστή των φτωχών», ο οποίος θεωρείται αντιφατική προσωπικότητα, φαίνεται να συγκινεί περισσότερο τους νέους -από τους οποίους, όμως, ψηφίζουν ελάχιστοι. Το MFF δεν δέχτηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, καθώς και το uMkhonto weSizwe (Mk) του πρώην προέδρου Τζέικομπ Ζούμα, που συγκέντρωσε το 14%, το οποίο καταγγέλλει επεισόδια νοθείας κατά την εκλογική διαδικασία.
Ο Φικίλιες Μπαλούλα, γενικός γραμματέας του ANC,υπογράμμισε ότι αυτή η απόφαση ήταν η καλύτερη απάντηση στο μήνυμα των ψηφοφόρων, που ζητούσε από τα κόμματα να εργαστούν μαζί για τη σταθερότητα της χώρας.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα, παρέχοντας συγκεκριμένες λύσεις στους πολίτες. Η απώλεια ψήφων του African National Congress (Anc) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αναποτελεσματικότητα των μέτρων έπειτα από τις πλημμύρες του Απριλίου 2022, με πάνω από 400 νεκρούς και 13 χιλιάδες κατοικίες κατεστραμμένες, καθώς και στις ταραχές, που ακολούθησαν τη φυλάκιση του πρώην προέδρου Ζούμα λόγω διαφθοράς, στις επαρχίες Κουα Ζούλου- Νατάλ και Γκαουτένγκ το 2021. Το Κουα Ζούλου- Νατάλ ήταν πάντα η βάση του Ζούμα, που εκπροσωπούσε τη φυλή των Ζουλού, την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα, που απαριθμεί 14 εκατομμύρια άτομα.
Η αποδυνάμωση των δημόσιων θεσμών οδήγησε στην αντιμετώπιση του Ζούμα ως Μεσσία από ένα τμήμα του πληθυσμού. Ο Ζούμα δεν ήταν υποψήφιος σε αυτές τις εκλογές, λόγω της καταδίκης του, αλλά σε πέντε χρόνια θα έχει πάλι αυτή τη δυνατότητα.
Δεν θα είναι εύκολη η ζωή για την κυβέρνηση συνασπισμού σε μια χώρα που υποφέρει από μεγάλη εγκληματικότητα και διαφθορά, όπου το ΑΕΠ έχει μειωθεί από τα 458 δισεκατομμύρια δολάρια του 2011 στα 405 του 2022, όπου το συνολικό ποσοστό ανεργίας είναι 60%, ενώ το 42,5% των 28 εκατομμυρίων εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους είναι κάτω των 40 ετών και το 44% των ηλικιών από 15 έως 34 –νέοι που γεννήθηκαν ελεύθεροι μετά το τέλος του απαρτχάιντ- δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν και δεν παίρνουν μέρος σε σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μια μεγέθυνση της Ν. Αφρικής κατά 1,6% το προσεχές έτος, αλλά δεν αναφέρουν πολλά για μια οικονομική κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη. Τεράστιο πρόβλημα υπάρχει με την παροχή ενέργειας. Υπάρχουν περιοχές όπου συχνά οι κάτοικοι μένουν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα για 11 συνεχόμενες ώρες, ενώ, ακόμη και βιομηχανικές ζώνες, είναι πιθανό να μείνουν χωρίς σύνδεση για μέρες, με τραγικές συνέπειες για την οικονομία.
Στη Ν. Αφρική οι συμμορίες σκοτώνουν έναν άνθρωπο κάθε 18 λεπτά, ενώ ένας βιασμός γίνεται κάθε 11 λεπτά. Με τις ληστείες, τις απαγωγές, το εμπόριο ναρκωτικών και το εμπόριο ανθρώπων, τη ρατσιστική αντιμετώπιση των μεταναστών από τις γειτονικές αφρικανικές χώρες, η Ν. Αφρική θεωρείται, σύμφωνα με τη Global Initiative μια από τις επικινδυνότερες χώρες στον κόσμο.
Η κυβέρνηση συνασπισμού έχει, συνεπώς, πολύ μεγάλες προκλήσεις να αντιμετωπίσει, μέσα σε ένα εύθραυστο περιβάλλον, ενώ είναι ιδιαίτερα προβληματικό το γεγονός ότι η δεύτερη θητεία του Ραμαφόζα είναι ο καθρέφτης μιας πολιτικής που προωθεί εδώ και δεκαετίες τους ίδιους πολιτικούς του αγώνα ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς, οι οποίοι, όμως, εκπροσωπούν μια χώρα όπου το 35% του πληθυσμού είναι κάτω από τα 19 χρόνια.