Διαβάζοντας την αποτίμηση της Νέας Αριστεράς για το εκλογικό αποτέλεσμα, σκέφτηκα πως πρέπει να αφιερώσω το παρόν σημείωμα σε αυτό το θέμα. Γιατί θεωρώ ότι η χαμηλή επίδοση της Αριστεράς γενικώς και η αδυναμία πειθούς όλης της προοδευτικής αντιπολίτευσης, δεν συνιστούν πειστικές εξηγήσεις. Και ότι η φράση «δεν καταφέραμε να πείσουμε…» καλό θα ήταν να εξαφανιστεί από το φρασεολόγιο των πολιτικών δυνάμεων, μιας και δεν εξηγεί τίποτα –η ίδια είναι που πρέπει να εξηγηθεί. Ομοίως, οι αντικειμενικές δυσκολίες (έλλειψη πόρων και ορατότητας, νέο κόμμα) ήταν γνωστές πριν τεθούν οι στόχοι για εκλογή ευρωβουλευτών και «θετική έκπληξη των εκλογών». Οπότε, δεν αρκούν για να εξηγήσουν την αποτυχία. Στο παρόν, θα εστιάσω σε δύο ερμηνευτικούς παράγοντες, επαναλαμβάνοντας –υποχρεωτικά– πράγματα που έχω γράψει αναλυτικά στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές.
Απουσία πολιτικού στίγματος
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει το νέο σχήμα, ήταν να απαντήσει στην ερώτηση «Γιατί να ψηφίσω εσάς και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ή κάποιο άλλο κόμμα (της Αριστεράς)». Η συγκεκριμένη απάντηση συνιστά αυτό που ονομάζουμε «πολιτικό στίγμα». Η Νέα Αριστερά θα μπορούσε να το εξασφαλίσει με διάφορους τρόπους:
Πρώτον, αναπτύσσοντας μια κεντρική ιδέα που λείπει από το πολιτικό σύστημα. Προσωπικά, θεωρώ ότι «η επιστροφή του κράτους» στο πλευρό των πολιτών είναι μια τέτοια ιδέα. Οι πολίτες δεν διαφωνούν με τις ιδέες της Αριστεράς (κοινωνικό κράτος, δημόσια αγαθά, δημόσια έργα, θωράκιση από την κλιματική αλλαγή, δίκαιη πράσινη μετάβαση κ.λπ.), απλώς αδιαφορούν για μια πολιτική δύναμη που δεν τους λέει «πώς θα γίνουν αυτά». Και ως γνωστόν, απέναντι στην αγορά μπορεί να τεθεί μόνο το κράτος –και η αυτοδιαχείριση σε βάθος πολύ χρόνου.
Δεύτερον, επαναλαμβάνοντας τελετουργικά ότι επιθυμεί να εκφράσει τους εργαζόμενους, ότι είναι «κόμμα της εργασίας» –και όχι μιας αλυσίδας ισοδυναμίας που εξαιρεί μόνο το μεγάλο κεφάλαιο (όπως έκανε). Αντιθέτως, η τελική συνισταμένη ήταν αυτή του ενός κόμματος με έμφαση στα δικαιώματα –κάτι που δεν φτάνει για ένα λαϊκό κόμμα με βλέψεις πέραν της διαμαρτυρίας.
Τρίτον, εκφράζοντας το ογκούμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα. Οι πολιτικές δυνάμεις που το εκφράζουν ενισχύονται. Αντιθέτως, η Νέα Αριστερά περισσότερο υποδείκνυε τον κίνδυνο μην πάθει τίποτα η σημερινή Ευρώπη από την Ακροδεξιά, παρά την κατήγγειλε για τα οικτρά αποτελέσματά της στο επίπεδο της ευημερίας, της συνοχής και των δικαιωμάτων.
Τέταρτον, εκφέροντας ριζοσπαστικές προγραμματικές προτάσεις που να υποδεικνύει ένα άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά: να μειωθούν οι ώρες εργασίας, να φορολογηθούν οι πλούσιοι. Όχι πως δεν τα έλεγε αυτά, απλώς αποτελούσαν μέρος ενός πληθωρικού λόγου που δεν προσφέρεται για την κατασκευή στίγματος.
Πέμπτον, κάνοντας μια γενναία στροφή προς την Οικολογία, ιδρύοντας την Πράσινη Αριστερά –ίσως τότε να έπιανε περισσότερο τόπο η αυτοκριτική για τις εξορύξεις και η απόφαση για «εξορύξεις τέλος». Άλλωστε, η συγκρότηση του πράσινου χώρου, όπως δείχνει και η σχετική πολιτική κινητικότητα, επείγει. Απουσιάζει απλώς η συνεκτική πολιτική μάζα και το ηγετικό προσωπικό. Η ίδρυση ενός οικοσοσιαλιστικού κόμματος ίσως έδινε ένα ισχυρό σήμα για το πώς μπορούν να ξεπεραστούν οι παρωχημένες διαχωριστικές γραμμές στο αριστερό ημισφαίριο και πώς μπορεί να ανανεωθεί το ιδεολογικό του οπλοστάσιο.
Έκτον, οργανώνοντας τη χαοτική αντιπολιτευτική ύλη γύρω από λίγα πολιτικά σημαίνοντα (ανασφάλεια, ανικανότητα, διαφθορά, καταπάτηση δικαιωμάτων κ.ά.), ώστε να καταστούν κοινοί τόποι για όλη την κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση. Ο Μητσοτάκης είναι ψεύτης, κλέφτης και ανίκανος, αλλά η καθ’ ημάς Αριστερά προτιμά να ισχυρίζεται ότι μπλα μπλα μπλα…
Τα πρόσωπα
Το κοινωνικό σώμα έχει στείλει το μήνυμα και ο νοών νοείτω. Έβγαλε τον Κασσελάκη, έβγαλε τον Δούκα. «Όταν λέμε ανανέωση, εννοούμε ανανέωση», αυτό ήταν το μήνυμα. Ως προς αυτό, η Νέα Αριστερά έχει πρόβλημα, καθώς το μισό υπουργικό συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ μετακόμισε στο νέο κόμμα. Τα –κατά τα άλλα, πολύ αξιόλογα– πρόσωπα της ηγετικής ομάδας είναι «φθαρμένα». Οι προσθήκες που έγιναν ούτε αρκετές ήταν για να αλλάξει αυτή η εικόνα, ούτε και συνιστούν επαρκή μέθοδο ανάδειξης νέων στελεχών. Νέα Αριστερά, λοιπόν, χωρίς καινούργια πρόσωπα δεν νοείται. Ούτε δίνει την αίσθηση της νέας αρχής, της φρεσκάδας, ούτε κεντρίζει το ενδιαφέρον ούτε αποσυνδέει –και άρα απαλλάσσει– το νέο κόμμα από την αμφιλεγόμενη για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Πέρα απ’ αυτό, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και κάποιο πρόβλημα στο πολιτικό ύφος που στερείται λαϊκότητας. Η αριστερή τεχνοκρατία είναι κάτι απολύτως απαραίτητο για οποιαδήποτε θετική προοπτική της Αριστεράς και της κοινωνίας, όμως η πολιτισμική ανοικειότητα (όπως έχω γράψει στο παρελθόν) μπορεί να κρατά τη μεγάλη δεξαμενή των λαϊκών στρωμάτων σε σταθερή απόσταση από τους αριστερούς τεχνοκράτες.
Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται στην αντινομική σχέση που διατηρούν και οι δύο παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκα με το ποσοστό της Νέας Αριστεράς. Η εμφατική αυτοτοποθέτηση του νέου κόμματος στην Αριστερά και η παρουσία εγνωσμένης σοβαρότητας στελεχών στην πρώτη γραμμή του νέου εγχειρήματος βοήθησαν τη συγκέντρωση όσων ανθρώπων ένιωθαν άβολα με τη δεξιόστροφη και ασόβαρη ηγεσία του Κασσελάκη. Οι ίδιοι, όμως, παράγοντες έθεσαν εμπόδια στην επικοινωνία με τους ανθρώπους πέραν της μικρής αυτής δεξαμενής.
Τα προβλήματα αυτά αναζητούν λύση, αλλά ίσως κάποιος Χάρης Δούκας προλάβει να μαζέψει όλο το χαρτί που υπάρχει πάνω στην τσόχα. Οπότε, «να’ χαμε να λέγαμε κι αμπέλια να κουρεύαμε».