Η Νέα Αριστερά πλέον μετράει μισό χρόνο ζωής, ο οποίος όμως ήταν ιδιαίτερα πυκνός πολιτικά. Σε αυτό τον μισό χρόνο μεσολάβησαν οι Ευρωεκλογές και η ιδρυτική συνδιάσκεψη του κόμματος, διαδικασίες που απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου. Παράλληλα έτρεχε  η επικαιρότητα από την οποία κλήθηκε και ήταν στην πρώτη γραμμή. Ξεκινώντας στο φοιτητικό κίνημα που ξεκίνησε στα μέσα του Ιανουαρίου κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων και της παραβίασης του άρθρου 16 του Συντάγματος, ήταν ένα από τα ελάχιστα κόμματα που καθ’ όλο το δίμηνο στήριξαν ενεργά στο σύνολό τους και χωρίς αστερίσκους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, τόσο με την κοινοβουλευτική του δράση, όσο και καθημερινά ενεργά στο κίνημα και στα μέσα.

 

Έναν μήνα αργότερα ακολούθησε το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο και την τεκνοθεσία, το οποίο ακολουθήθηκε από τις κινητοποιήσεις των αγροτών, όπου πάλι ήταν εκεί για να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια. Τέλος δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αγνοηθούν οι αποκαλύψεις για το έγκλημα των Τεμπών τόσο μέσα από την εξεταστική επιτροπή όσο και από τη δημοσιογραφική έρευνα ένας αγώνας ο οποίος ακόμη τρέχει και καθώς φαίνεται έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά του.

 

Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, το μεγαλύτερο μέρος της βάσης της Νέας Αριστεράς φαίνεται μουδιασμένο καλούμενο να λάβει θέση για φλέγοντα ζητήματα ενώ βρίσκεται κομματικά σε μία πρωτοφανή για την ίδια κατάσταση κομματικής ρευστότητας. Η πλειοψηφία των μελών της ΝεΑρ είναι γνωστό ότι προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ φέροντας και τις παθογένειες που μπορούν να αναγνωστούν στο κόμμα. Άλλες παθογένειες φαίνεται προς το παρόν να «διαιωνίζονται» όπως η λογική των απεριόριστων πόρων και η μη πλήρης αξιοποίησή τους ή η έλλειψη λήψης πρωτοβουλιών, ενώ άλλες φαίνεται να αποσβήνονται με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, όπως οι λογικές αρχηγισμού και παραγοντισμού.

 

 Τα σημαντικότερα προβλήματα όμως γεννώνται από την άρρυθμη και ανομοιογενή μετάβαση των μελών μεταξύ των δύο κομμάτων -δεν είναι άλλωστε εύκολο να αλλάζει ο τρόπος δράσης σου. Το γεγονός ότι στον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια ο διάλογος απουσίαζε ολοένα και περισσότερο, φέρει τα μέλη κατά τη μετάβασή τους σε ένα κόμμα που ο διάλογος είναι θεμιτός και η ζύμωση απολύτως απαραίτητη -πόσο μάλλον κατά τη διαμόρφωσή του- σε θέσεις αντιπαράθεσης, πόλωσης και συχνά ρήξης και σύγκρουσης ενώ το χάσμα μεταξύ υποστηρικτών των 6+6 και ομπρέλας φαίνεται να μην έχει γεφυρωθεί πλήρως όσο κι εάν οι πρώην τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν και δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν πια καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην.

 

Ένα ακόμα μείζον ζήτημα είναι ο φόβος του πολιτικού κόστους. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαρκώς διευρυνόταν προς το κέντρο και τη δεξιά ολοένα και περισσότερο «στρογγύλευε» τις αιχμές του ή θόλωνε τις θέσεις του ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει ένα ευρύτερο φάσμα ακροατηρίου. Ακόμα και οι φανατικότεροι εσωκομματικοί, τότε, πολέμιοι αυτής της τακτικής όμως φαίνεται να έχουν επηρεαστεί ζυγίζοντας και στο νέο τους πολιτικό φορέα το πολιτικό κόστος. Η Νέα Αριστερά όσο και να συζητά κεκλεισμένων των θυρών για καυτά ζητήματα όπως για το μεταναστευτικό και για τον φράχτη στον Έβρο ή για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου λόγω αποτυχίας του ήδη υπάρχοντος που δημιουργεί συνεχείς κρίσης επιδεικνύει μια φοβικότητα να τα προτάξει δημοσίως καταλήγοντας συχνά απλά να τα υπονοεί ως αυτονόητα -ενώ δεν είναι- ή να τα ψελλίζει ελέω πολιτικού κόστους. Ενός πολιτικού κόστους το οποίο για την ίδια δεν υφίσταται μιας και δεν φαίνεται να απευθύνεται πλέον σε άτομα που αντιπαρατίθεται σε αυτές τις ιδέες.

 

Το μέγιστο πρόβλημα που καλείται σε κάθε περίπτωση να έχει αντιμετωπίσει πριν το συνέδριό της, όμως, δεν είναι άλλο από τη διάσπαση αυτή καθ΄αυτή. Τόσο η βάση όσο και οι βουλευτές της ΝεΑρ σε καμία περίπτωση δεν έχουν ξεπεράσει πλήρως τη διάσπαση του περασμένου Νοεμβρίου η οποία διαρκώς διαιωνίζεται. Στο δημόσιο λόγο της η Νέα Αριστερά δηλώνοντας την αντίθεσή της στα κόμματα που δρουν καταπιεστικά απέναντι στον ελληνικό λαό διαρκώς κάνει ειδική μνεία στον ΣΥΡΙΖΑ θέλοντας να τον συγκαταλέξει σε αυτά δημιουργώντας ένα κλίμα τοξικότητας συνεχίζοντας να τροφοδοτεί την αντιπαράθεση. Παράλληλα συχνά κάνει αναφορές σε «κόμμα Κασσελάκη» ή σε παρεμφερείς χαρακτηρισμούς.

 

Ταυτόχρονα μέρος της βάσης τόσο στις καθημερινές συζητήσεις όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να δίνει πολύ μεγάλη σημασία στα (αδιαμφισβήτητα υπαρκτά) εσωκομματικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ ίσως μεγαλύτερη απ’ ότι στα εσωκομματικά προβλήματα του ίδιου της του χώρου. Ας αντιμετωπιστεί επιτέλους το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να υπάρχει, πρόεδρός του είναι ο Στέφανος Κασσελάκης και οι θέσεις του είναι οι παρούσες, ούτε έχει «πεθάνει», ούτε έχει κλαπεί στο κάτω κάτω εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε μεταλλαχθεί πιθανότατα σήμερα δεν θα υπήρχε Νέα Αριστερά. Στον κομματικό λόγο πρέπει να αρχίσει να επικρατεί η Νέα Αριστερά κι όχι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας μία ολέθρια επανάληψη της πορείας των κομμάτων της διάσπασης του 2015.

 

Ανοίγοντας το κεφάλαιο των Ευρωεκλογών οι αντιδράσεις ήταν ανάμεικτες. Αφενός η οριακά μεγαλύτερη μερίδα του κόμματος που θεωρούσε πολύ πιθανή την εκλογή ευρωβουλευτή απογοητεύτηκε, ενώ μεγάλο μέρος του βάσει των συνθηκών το θεωρούσε ανέφικτο και γι’ αυτό συμφιλιώθηκε εύκολα με το αποτέλεσμα. Όποια κι εάν ήταν η αντίδραση φαίνεται ότι η απογοήτευση δεν έφερε διαρροές στη βάση. Με την ανάγνωση του αποτελέσματος όμως φαίνεται να μην επετεύχθη η συσπείρωση των ψηφοφόρων που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2019-2023 που τέθηκε στην πανελλαδική συνδιάσκεψη ως στόχος. Από το γεγονός όμως ότι στηρίχθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από ανέργους, επισφαλώς εργαζομένους ή χαμηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους δείχνει ότι υπάρχει μία πρώτη ανταπόκριση από το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται και βρίσκεται στον σωστό δρόμο, την ίδια στιγμή όμως που τα πολύ χαμηλότερα ποσοστά στην επαρχία απ’ ότι στα αστικά κέντρα και δη περισσότερο στη Θεσσαλία και τον Έβρο για την ανασυγκρότηση των οποίων εκπονήθηκε αναλυτικός σχεδιασμός δημιουργεί προβληματισμούς και ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια.

 

Μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό μεταπολιτευτικά εκφράστηκε η ανάγκη συμπόρευσης των κεντροαριστερών και των αριστερών δυνάμεων κάτι το οποίο εντάθηκε και με το παράδειγμα του νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία. Στην Ελλάδα όμως οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Το ΠΑΣΟΚ κι ο ΣΥΡΙΖΑ απέχουν πολύ περισσότερο από τα κόμματα της αριστεράς (και τη Νέα Αριστερά συγχρόνως) απ’ ότι το γαλλικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα από τα κόμματα της γαλλικής αριστεράς, καθιστώντας μία σύμπλευση κεντροαριστεράς- αριστεράς πρακτικά αδύνατη. Από την άλλη πλευρά η Πλεύση Ελευθερίας εδώ και χρόνια έχει μεταφερθεί από την αριστερά στη μεταπολιτική με το σύνθημά της «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά» να επιβεβαιώνεται διαρκώς.

 

Σε αυτό το πλαίσιο εύλογα προκύπτει ότι η μοναδική προοπτική συνεργασίας είναι με το ΜΕΡΑ25 και τα συμμετέχοντα σε αυτό κόμματα (π.χ. Λαϊκή Ενότητα- Ανυπότακτη Αριστερά) κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται κι από τις ομοειδείς θέσεις και ανακοινώσεις των γραφείων τύπου τους για ζητήματα της επικαιρότητας. Φαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση παρά το γεγονός ότι το ΜΕΡΑ25 είναι αδιαμφισβήτητα ένα κόμμα με επιρροές από τον αριστερισμό και είναι αρνητικά διακείμενο στη ΝεΑρ λόγω του παρελθόντος της στον ΣΥΡΙΖΑ η προοπτική της επικοινωνίας και ενδεχόμενης συμπόρευσης είναι εφικτή, θα ήταν λάθος όμως να γίνει πριν η δεύτερη αποκτήσει ξεκάθαρη ταυτότητα.

 

Συμπερασματικά, η Νέα Αριστερά σε κάθε περίπτωση πρέπει να μην αγνοήσει τις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει. Σε αυτή την κατάσταση πλήρους ρευστότητας τόσο εσωκομματικά όσο και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα εάν θέλει να πετύχει ως εγχείρημα οφείλει να ανοίξει δύσκολες συζητήσεις, να μην απορρίψει καμία ιδέα εξ αρχής ώστε εν τέλει να διαμορφώσει την ταυτότητά που θα την εκφράσει βέλτιστα. Άπαξ και αποκτήσει ξεκάθαρη ταυτότητα και πάψει να ετεροπροδιορίζεται τότε θα φανεί τόσο το κοινό της όσο και οι πραγματικές προοπτικές της.

Σταύρος Παπαγεωργίου Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet