Η «αυξημένη ζήτηση» και το «υψηλό έλλειμμα λογαριασμού ΑΠΕ» έχουν γίνει η νέα κατάρα που θα στοιχειώσει τους λογαριασμούς ρεύματος εκατομμύρια πολιτών το φετινό καλοκαίρι.
Η κρατικά επιδοτούμενη «ελεύθερη» αγορά
Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας είναι μία νεοφιλελεύθερη εμμονή που έλκει τις ρίζες της τρεις δεκαετίες πίσω. Η αγορά άνοιξε στις αρχές του 2000 και δόθηκε η δυνατότητα σε επιχειρηματικούς ομίλους να επενδύσουν στον ενεργειακό τομέα. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, για να ευνοηθούν όσοι έμπαιναν στο παιχνίδι, η αγορά έκλεισε για τη ΔΕΗ και η ίδια ανέστειλε το επενδυτικό της πρόγραμμα για επενδύσεις σε ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά και κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων, ώστε να ενταχθούν στην αγορά χιλιάδες μεγαβάτ ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου με ακριβό εισαγόμενο καύσιμο και προκλητικές επιδοτήσεις.
Η εισαγωγή πάλι της έννοιας του «ανταγωνισμού» σε ένα ομοειδές προϊόν όπως η ενέργεια είναι μία άλλη εμμονή του νεοφιλελευθερισμού. Η φύση του αγαθού που ονομάζεται ρεύμα δεν ξεπερνιέται τόσο εύκολα, όσα λαμπερά νεοφιλελεύθερα περιτυλίγματα και αν αυτή περιβάλλεται. Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι ένα αγαθό το οποίο πωλείται εδώ και έναν αιώνα με συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές. Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος πάροχος να πουλά ρεύμα που διαφέρει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ώστε να δικαιολογεί σοβαρή διαφορά από τους ανταγωνιστές του και να διεκδικεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα του αποφέρει είτε υψηλά κέρδη πώλησης, είτε χαμηλά κόστη παραγωγής.
Όταν δημιουργήθηκε το θεσμικό πλαίσιο για την ενεργειακή αγορά, υπήρχε η πεποίθηση ότι η ιδιωτικοποίηση θα εξασφάλιζε την οικονομική αποτελεσματικότητα των ενεργειακών μονάδων. Ωστόσο, τριάντα χρόνια μετά, την εμμονή αυτή την έχει διαψεύσει η ίδια η ζωή και όχι μόνο στην Ελλάδα. Πανευρωπαϊκά, η απελευθέρωση οδήγησε αντί του ανταγωνισμού σε υπερσυγκέντρωση της παραγωγής σε λίγους, σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές και σε μαρασμό της περιφέρειας.
Υπερκερδίζοντας από την ενεργειακή φτώχεια
Ουσιαστική ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών εταιρειών πώλησης ενέργειας είχαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, με την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας (τότε ΛΑΓΗΕ) και τις δύο πρώτες εταιρίες των Μηλιώνη και Φλώρου. Η πρώτη γνωριμία της χώρας μας με την «ελεύθερη» ενέργεια ήταν όταν μέσα στην περίοδο της βαθιάς κρίσης, οι εταιρίες αυτές είχαν εισπράξει πάνω από 250 εκατομμύρια ματωμένων ευρώ από το αλήστου μνήμης ΕΕΤΗΔΕ (το περίφημο «χαράτσι»), υπεξαιρώντας το Ελληνικό Δημόσιο.
Την ίδια περίοδο, αυτή της διακυβέρνησης 2010-2014, ενώ οι τιμές του ρεύματος είχαν ανέβει κατά 60% και ταυτόχρονα ο δανεισμός της ΔΕΗ στα 5 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση διακινούσε σενάρια για την πώληση της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ» και την πλήρη ιδιωτικοποίηση του δικτύου μεταφοράς.
Ένα σημαντικό γεγονός που και αυτό τείνει να ξεχαστεί, είναι ότι την περίοδο 2015-2019, το σενάριο της πώλησης ακυρώθηκε, ο δανεισμός περιορίστηκε δραστικά και οι τιμές του ρεύματος μειώθηκαν για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, με αποτέλεσμα την πρόσκαιρη υποχώρηση της ενεργειακής φτώχειας.
Ωστόσο, την περίοδο 2019-2020 ολοκληρώθηκαν όλα για όσα έστρωσε το δρόμο ο νόμος 4001/2011: Η ΔΕΗ διασπάστηκε, διαλύθηκε και ιδιωτικοποιήθηκε εξ ολοκλήρου. Με αποτέλεσμα σήμερα το ρεύμα από κοινωνικό αγαθό να έχει πλέον μετατραπεί πλήρως σε εμπόρευμα. Ως τέτοιο δεν αντιλαμβάνεται έννοιες όπως οι «βασικές, ανθρώπινες, ανάγκες». Έχει ακριβύνει τόσο, που πλέον είναι απρόσιτο και φτωχοποιεί καθημερινά τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής Κοινωνίας: Τους αυτοαπασχολούμενους, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
Πρώτη φορά καταλάβαμε τί εστί «χρηματιστήριο ενέργειας» την άνοιξη του 2022. Εκείνη την περίοδο, χιλιάδες πολίτες που δεν είχαν προλάβει να μεταβούν από το τιμολόγιο Γ1Ν στο MyHomeEnter, πλήρωσαν εξωφρενικές «ρήτρες αναπροσαρμογής» εκατοντάδων ευρώ.
Εδώ και καιρό διαρρέεται η εκ νέου άνοδος της τιμής τον Ιούλιο. Το τελευταίο διάστημα διαβάζουμε για αυξήσεις έως 65% στα κυμαινόμενα «πράσινα» τιμολόγια και έχουμε πλέον πικρή πείρα για το τί ακολουθεί. Στη συγκυρία που βρισκόμαστε σήμερα ως καταναλωτές, αν θέλουμε να φυλάξουμε τις ζωές μας και τις τσέπες μας σε αυτή την τερατώδη μονόπολη της ενέργειας, η πιο λογική λύση φαντάζει να πάμε σε ένα σταθερό τιμολόγιο… πριν προλάβει να αλλάξει ο μήνας.