Για την Τζέννυ Έρπενμπεκ (Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2024)
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ (Ανατολικό Βερολίνο, 1967) ήταν το φαβορί στη βραχεία λίστα για το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου 2015, το πλέον σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο στη Γερμανία, με το προτελευταίο μυθιστόρημά της, το οποίο στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Περαστικοί» (Καστανιώτης, 2019) και ήταν μάλιστα στη μακρά λίστα για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2018. Στη Γερμανία η κυκλοφορία του βιβλίου, κεντρικό θέμα του οποίου είναι οι προσπάθειες παραμονής και επιβίωσης προσφύγων από την Αφρική στο Βερολίνο της επανενωμένης Γερμανίας, συνέπεσε με τα κύματα των προσφύγων από τη Συρία.
Μία εβδομάδα μετά την απονομή του βραβείου τελικά στον Φρανκ Βίτσελ για το «Η επινόηση της Φράξιας Κόκκινος Στρατός από έναν μανιοκαταθλιπτικό έφηβο το καλοκαίρι του 1969», ο Αντρέας Πλάτχαους, δημοσιογράφος και συγγραφέας, έγραψε στη Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ ότι η μη βράβευση της Έρπενμπεκ οφειλόταν και στην ατολμία της κριτικής επιτροπής να θέσει στο επίκεντρο της λογοτεχνικής ζωής ένα θέμα στο οποίο ήδη εκφράζονταν τόσο πολύ αντιμαχόμενες απόψεις.
Στους Περαστικούς ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, αναλογιζόμενος το ρατσιστικά εχθρικό κλίμα προς τους αφρικανούς πρόσφυγες αλλά και τις υποκριτικές κινήσεις της τοπικής εξουσίας, σκέφτεται: «Οι Αφρικανοί σίγουρα δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Χίτλερ, αλλά παρ’ όλ’ αυτά: Μόνο αν επιβίωναν τώρα στη Γερμανία, είχε χάσει πράγματι τον πόλεμο ο Χίτλερ» (σ. 75). Η αλήθεια είναι ότι αδυνατώ να φανταστώ πώς ηχεί στα αυτιά της πλειονότητας των Γερμανών αυτή η γραμματικά προβληματική περίοδος, στην οποία μία υποθετική πρόταση για το άμεσο μέλλον αξιώνει να ελέγξει την ορθότητα της ερμηνείας ενός ιστορικού γεγονότος του παρελθόντος. Είναι όμως ηλίου φαεινότερο ότι ως εκπεφρασμένη πολιτική σκέψη και ως ανθρωπιστικό αίτημα κατεβάζει το «συλλογικό βρακί» της επανενωμένης Γερμανίας, για να θυμηθώ έναν όρο από την πρώτη νουβέλα της Έρπενμπεκ, την Ιστορία του γερασμένου παιδιού (Καστανιώτης, 2020), που πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1999.
Ένα από αυτά που ξέρει να κάνει πολύ καλά η Τζέννυ Έρπενμπεκ στα έργα της είναι να αποσοβεί την αναισθητική λήθη και να διασώζει την ιστορική μνήμη, συνυφαίνοντας αριστοτεχνικά ιστορικά γεγονότα και προσωπικές ιστορίες. Αυτό έκανε στη Δοκιμασία (Καστανιώτης, 2021) και αυτό έκανε και στο τελευταίο της μυθιστόρημα, τον Καιρό (Καστανιώτης, 2024), το οποίο της χάρισε φέτος το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ.
Ένα τείχος σωριάζεται
Αυτό έκανε και στο μυθιστόρημά της «Η συντέλεια του κόσμου» (Καστανιώτης, 2017), με το οποίο απέσπασε το 2015 το βραβείο ξενόγλωσσης μυθοπλασίας της εφημερίδας The Independent, το πρόδρομο ουσιαστικά βραβείο του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ. Στο ίδιο βιβλίο δεν συναντάμε μόνο την ποιητική και ταυτόχρονα ανατριχιαστικά ωμή αφήγηση του λιντσαρίσματος ενός Εβραίου (σ. 21-25), πολλά χρόνια πριν από την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά και τη ρίζα της στήριξης των εγκλημάτων του σταλινισμού, δοσμένη σαν σκηνή θεάτρου του παραλόγου (σ. 197-203). Στο ίδιο βιβλίο συναντάμε και την παρακάτω περιγραφή της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου: «Το φθινόπωρο του ογδόντα εννιά πέφτει ο τοίχος μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της Γερμανίας, τον ρίχνουνε τρέχοντας, τον πηδάνε, τον ισοπεδώνουνε, το εξεγερμένο πλήθος φεύγει πέφτοντας απ’ την ίδια του τη χώρα και βουλιάζει στην αγκαλιά των καπιταλιστικών αδελφών του, παραλήρημα χαράς, ξεχνιέται, ένα ολόκληρο κρατικό σύστημα κενώνει, βγάζει τα συκώτια του, για ποιον αλήθεια βγάζει τα συκώτια του κανείς, όταν βγάζει τα συκώτια του, βγάζει την εξουσία στο σφυρί, την κρατική εξουσία, κι ύστερα σωριάζεται, πάει.» (σ. 241).
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ δεν ανήκει στους πολίτες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας που πανηγύριζαν την πτώση του Τείχους και τη διάλυση της χώρας τους, για να γιορτάσουν τον Οκτώβριο του 2020 τα 30 χρόνια της γερμανικής Επανένωσης με κύριο σύνθημα «30 χρόνια ελευθερία και ενότητα». Έχει δηλώσει αρκετές φορές ότι την Ένωση των δύο Γερμανιών την ένιωσε όπως και πολλοί άλλοι ως «πισωγύρισμα», γιατί μέχρι τότε ως πολίτες της ΓΛΔ πίστευαν ότι είχαν ξεμπερδέψει με τον καπιταλισμό.
Τότε και τώρα
Το εξαιρετικό και ανεπανάληπτο στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Καιρός» είναι ότι επιλέγει να μιλήσει για πρώτη φορά διεξοδικά για το τέλος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, αρχίζοντας να μιλά για την ερωτική σχέση μιας 19χρονης φοιτήτριας με έναν παντρεμένο 53χρονο συγγραφέα. Το μυθιστόρημα το συνθέτουν πέντε μέρη: Πρόλογος, Κούτα Ι, Ιντερμέδιο, Κούτα ΙΙ, Επίλογος.
Στον Πρόλογο, στον οποίο ο αφηγηματικός χρόνος έπεται όλων των άλλων μερών, διαβάζουμε:
«Ο Καιρός, ο Θεός της Ευτυχούς Στιγμής, έχει, έτσι λέγεται, μπροστά στο μέτωπό του έναν βόστρυχο, μόνο από κει μπορείς να τον κρατήσεις. Μόλις όμως περάσει ο Θεός με τα φτερωτά πόδια του από μπροστά σου, σου δείχνει τη φαλακρή πίσω πλευρά του κρανίου του, γυαλιστερή είναι κείνη και τίποτα πάνω της δεν πιάνεται με χέρια. Ήταν άραγε ευτυχής η στιγμή, τότε που εκείνη, δεκαεννιάχρονο κορίτσι, συνάντησε τον Χανς; Μια μέρα αρχές Νοεμβρίου κάθεται στο πάτωμα κι αρχίζει να κοιτάζει, φύλλο φύλλο, ντοσιέ ντοσιέ, το περιεχόμενο της πρώτης, ύστερα της δεύτερης κούτας. Κατά βάθος είναι ένα πεδίο με συντρίμμια. Οι παλιότερες σημειώσεις είναι απ’ το ’86, οι νεότερες απ’ το ’92. Γράμματα βρίσκει και αντίγραφα γραμμάτων, σημειώματα, λίστες για ψώνια, ετήσια ημερολόγια, φωτογραφίες και αρνητικά φωτογραφιών, καρτ ποστάλ, κολάζ, πού και πού κάποιο άρθρο εφημερίδας. Ένα κομμάτι ζάχαρη απ’ το καφέ Κράντσλερ θρυμματίζεται στα χέρια της. Αποξηραμένα φύλλα πέφτουν μέσ’ από σελίδες, φωτογραφίες διαβατηρίου πιασμένες με συνδετήρες σε σελίδες, σ’ ένα σπιρτόκουτο υπάρχει μια τούφα μαλλιά» (σ. 8-9).
Μια μέρα αρχές Νοεμβρίου, λοιπόν, μια μέρα κοντά στην επέτειο της συμπλήρωσης κάποιων χρόνων από την πτώση του Τείχους στις 9 Νοεμβρίου 1989, η Καταρίνα αρχίζει να σκαλίζει ντοκουμέντα του παρελθόντος.
Η ερωτική σχέση της Καταρίνα και του Χανς αλλά και η χώρα για την οποία ήταν περήφανοι οι δυο εραστές, κι ας ήταν ο γεννημένος το 1933 συγγραφέας μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας στα μικράτα του, δεν υπάρχουν προ πολλού πια. Μαθαίνουμε το ένδοξο, αισιόδοξο και πολλά υποσχόμενο παρελθόν τους και παρακολουθούμε τη φθορά τους και το τέλος τους. Η κακοποίηση σε προσωπικό επίπεδο, όπως αποκαλύπτεται, δεν είναι λιγότερο τρομακτική απ’ την κακοποίηση που συντελείται σε πολιτικό επίπεδο. Οι πρακτικές είναι οι ίδιες.
Κι αν στους Περαστικούς η Έρπενμπεκ κατάφερε να κατεβάσει το «συλλογικό βρακί» της επανενωμένης Γερμανίας θυμίζοντας το μακρινό παρελθόν, στον Καιρό το επαναλαμβάνει θυμίζοντας και τους όρους της Επανένωσης, που δεν πρέπει να είναι ασύνδετοι με την άνοδο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία ιδιαίτερα στα ανατολικά της χώρας.