Το δημοψήφισμα του 2015 υπήρξε ένα πολιτικό γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και έφτασε στα άκρα τη σύγκρουση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την τρόικα και τις εγχώριες ελίτ. Ελπίδες γεννήθηκαν και διαψεύστηκαν εντός της ελληνικής και διεθνούς Αριστεράς, οι ευρωπαϊκές ελίτ έκαναν σαφή τη σκληρή θέση τους έναντι κάθε επίδοξου αμφισβητία, οι ελληνικές ελίτ και τα κοινωνικά στρώματα των βολεμένων εγκαινίασαν το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, κόμματα γεννήθηκαν εξαιτίας της αντίθεσης στο συμβιβασμό της αριστερής κυβέρνησης, οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική του συμμαχία άρχισαν να μεταβάλλονται και η ιδέα της κυβερνώσας Αριστεράς να τίθεται υπό έντονη αμφισβήτηση.

Οι συζητήσεις για το τι έγινε και τι μπορούσε να γίνει υπήρξαν για χρόνια ιδιαίτερα παθιασμένες και συνεχίζουν να εξάπτουν τα πολιτικά πάθη. Στη φάση που βρισκόμαστε μάλιστα, φαίνεται να παρεμποδίζουν την αναγκαία συζήτηση μεταξύ των δυνάμεων του αριστερού ημισφαιρίου, των φίλων και των μελών τους. Γι’ αυτό κι εμείς αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε ορισμένα κείμενα που όμως εστιάζουν στο «συμβάν» και δεν θα επεκτείνονται στο τι ακολούθησε την επόμενη δεκαετία, διακατέχονται από ψυχραιμία, και καλύπτουν διαφορετικές πτυχές: το στενό πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πάρθηκε η απόφαση για το δημοψήφισμα, τη διεθνή στήριξη που έλαβε η Ελλάδα, την κοινωνικο-ταξική ανάλυση της ψήφου της 5ης Ιουλίου, και την επίδραση που είχε εκείνη η κρίσιμη περίοδος στην πολιτική συμπεριφορά μιας ολόκληρης γενιάς.

Οι διαφωνίες επί του «συμβάντος» δεν πρέπει να κρύβονται κάτω από το χαλί. Αντιθέτως, πρέπει να συζητιούνται ψύχραιμα ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη, αλλά και να μην απεμπολούνται οι θετικές παρακαταθήκες.

 

Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων

 

 

 

Το «συμβάν» του «Όχι»

 

Στις 26 Ιουνίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεψε από τις Βρυξέλλες με ένα ευρωπαϊκό τελεσίγραφο: «take it or leave it». Τα μεσάνυχτα, σε ένα δραματικό τηλεοπτικό μήνυμα, προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 5 Ιουλίου ζητώντας από τους πολίτες να απορρίψουν τις ευρωπαϊκές προτάσεις. Αμέσως μετά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι τράπεζες θα παραμείνουν κλειστές τη Δευτέρα και τα capital controls θα επιτρέπουν στους πολίτες να σηκώνουν μόλις 60 ευρώ την ημέρα.

Το πρωί της Τρίτης, ένα ανήσυχο τηλεφώνημα στο Λονδίνο, από την Αθήνα, μας ζήτησε να κυκλοφορήσουμε μεταξύ ακαδημαϊκών και διανοουμένων ένα ψήφισμα υποστήριξης του “Όχι”. Το κείμενο κατέληγε: «Πιστεύουμε ότι το [ευρωπαϊκό] τελεσίγραφο προς τον ελληνικό λαό και τη δημοκρατία πρέπει να απορριφθεί. Το ελληνικό δημοψήφισμα δίνει την ευκαιρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επαναλάβει τη δέσμευσή της στις αξίες του Διαφωτισμού – ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη– και στις αρχές της δημοκρατίας στις οποίες στηρίζεται η νομιμοποίησή της. Ο τόπος όπου γεννήθηκε η δημοκρατία δίνει στην Ευρώπη την ευκαιρία να δεσμευτεί εκ νέου στα ιδανικά της στον 21ο αιώνα». Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Guardian στις 29 Ιουνίου και την επόμενη μέρα στην έντυπη. Μέχρι το πρωί της Τετάρτης, όταν πέταξα στην Αθήνα, σχεδόν χίλιοι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί το είχαν υπογράψει. Μεταξύ τους ο Μπαλιμπάρ, η Μπάτλερ, ο Τσόμσκυ, ο Μπαντιού, ο Ταρίκ Αλί. Αλλά  και πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι όπως ο Ρόουαν Γουίλιαμς, αρχιεπίσκοπος του Canterbury…

Μηνύματα υποστήριξης και αλληλεγγύης συνόδευαν τις υπογραφές. Ένας Ιταλός έγραψε ότι «θα ήταν σημαντικό να έχουμε ελληνικές σημαίες να τις κρεμάσουμε στα μπαλκόνια σε όλη την Ευρώπη». Ένας Πορτογάλος: «Θα ήθελα πολύ να ήμουν Έλληνας για να ψηφίζω "Όχι"». Η Γουέντι Μπράουν: «Προσφέρουμε την υποστήριξή μας για να κρατήσετε ό,τι έχει απομείνει από τις ελπίδες σας, τη δημοκρατία σας, την κυριαρχία σας, το μέλλον μας». Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ: «Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα μάς αφορά όλους, διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης. Όταν διαβάζουμε για την Ελλάδα αυτές τις μέρες, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι, όπως λέει το παλιό ρητό, “de te fabula narrator”». Ο Χάμπερμας καταδίκασε τον άνευ προηγουμένου εκβιασμό χρησιμοποιώντας το διεθνές hashtag #ThisIsACoup.

Η διεθνής των διανοούμενων είχε απέναντι της τη διεθνή της εξουσίας. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο Μάρτιν Σουλτς, ο Τζορτζ Όσμπορν, η Χίλαρυ Κλίντον, τραπεζίτες και βιομήχανοι προειδοποιούσαν τους Έλληνες για τις ολέθριες συνέπειες του “Όχι”. Όταν το «Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE» εξέδωσε δήλωση υποστήριξης του «Ναι», οι καθηγητές της Σχολής Σάσια Σάσκεν, Ρίτσαρντ Σένετ και Κόνορ Γκίαρτι την καταδίκασαν και διαμαρτυρήθηκαν στον διευθυντή του πανεπιστημίου. Ενώ το ευρωπαϊκό κατεστημένο έκανε ό,τι μπορούσε για να τρομοκρατήσει τους Έλληνες, οι ακαδημαϊκοί σε όλο τον κόσμο είδαν στο δημοψήφισμα μια ευκαιρία για την δημοκρατία.

Γιατί έγινε τόσο σημαντικό διεθνώς το “Όχι” στο δημοψήφισμα; Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η  Αριστερά ήταν σε κατάσταση πένθους. Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης αναζωπύρωσε μια αίσθηση αισιοδοξίας ενώ η οικονομική κατάρρευση του 2008 έδειξε πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν ανίκητος. Οι ελληνικές αντιστάσεις, οι αμεσοδημοκρατικές καταλήψεις των πλατειών και η μεγάλη νίκη στις εκλογές του 2015 έφεραν την Ελλάδα  καθημερινά στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και δημιούργησαν ελπίδες αλλαγής.  Όπως έγραψε ένας γάλλος καθηγητής, οι Έλληνες πήραν την τύχη στα χέρια τους σε μια γιορτή δημοκρατίας που συνδεόταν άμεσα με τα γεγονότα του Μάη. Ξαφνικά ένας κατασυκοφαντημένος μικρός λαός είχε τολμήσει να πει “Όχι” στις κυρίαρχες δυνάμεις.

Όλες οι οικουμενικές αρχές διακηρύσσονται από κάποιον, όλες οι πετυχημένες επαναστάσεις αρχίζουν από μια εξέγερση, πριν γενικευθούν. Το συγκεκριμένο γίνεται ο αντιπρόσωπος και εκφραστής του καθολικού. Έτσι έγινε με την αντίσταση στη χούντα των συνταγματαρχών, έτσι και με την νίκη του 61% παρά την καταιγιστική εσωτερική και διεθνή προπαγάνδα και τις κλειστές τράπεζες. Το δημοψήφισμα ήταν μία από τις πιο σημαντικές λαϊκές νίκες στη σύγχρονη Ευρώπη. Για μια εβδομάδα η Ελλάδα έγινε σύμβολο αντίστασης. Η διεθνής προοδευτική κοινότητα τη στήριξε και αισθάνθηκε την άγνωστη χαρά της επιτυχίας μέσα από τους πανηγυρισμούς των Ελλήνων. Η αλληλεγγύη αντάμωσε την ελπίδα. Οι προσδοκίες ματαιώθηκαν. Αλλά το «συμβάν» του “Όχι” άφησε παρακαταθήκη που εγγράφεται στην μακρά ιστορία των αντιστάσεων. Γι’ αυτό οι κυρίαρχες δυνάμεις δεν σταματούν να το συκοφαντούν. Γι’ αυτό εμείς το θυμόμαστε κάθε Ιούλη.

 

Κώστας Δουζίνας,
ομότιμος καθηγητής Νομικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας
στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

 

 

 

Τα όρια της ριζοσπαστικοποίησης:
Το αποτύπωμα του δημοψηφίσματος του 2015
στην ελληνική νεολαία

 

Για τον «ηθικό πανικό» που κυριάρχησε στη δημόσια σφαίρα εκείνης της περιόδου και τη συνεχή επίκλησή του τα επόμενα χρόνια, έχουν γραφτεί δυσανάλογα λίγα πράγματα για το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Η συλλογική αμηχανία –ιδίως της Αριστεράς–  απέναντι στη στροφή της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος και η γρήγορη ματαίωση του επίδικου πιθανώς στέρησαν το νόημα εις βάθος αναλύσεων που θα μας επέτρεπαν να εξετάσουμε την επίδρασή του στη μακρά διάρκεια.

Ακολουθώντας τη διατύπωση του Μαυρή1, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το δημοψήφισμα αποτελεί ταυτόχρονα «δημοκρατική στιγμή» και «κύκνειο άσμα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», αλλά και την κορύφωση ενός συγκρουσιακού κύκλου που ξεκίνησε με την υπαγωγή της Ελλάδας στο καθεστώς των μνημονίων και της επιτήρησης το 2010. Ως τέτοιο, έχει αναμφίβολα αφήσει το αποτύπωμά του στη συλλογική μνήμη και πρακτική, ιδίως εκείνης της γενιάς που βίωσε την κρίση σε καθοριστική φάση για την πολιτική της κοινωνικοποίηση.

Εστιάζοντας λοιπόν στις νέες και στους νέους της περιόδου βλέπουμε να επιβεβαιώνεται το ηλικιακό ρήγμα που χαρακτηρίζει τις εκλογικές αναμετρήσεις της εποχής των μνημονίων: 85% των νέων 18-24 και 72% των 25-34 τάσσεται κατά της πρότασης των δανειστών. Πρόκειται άλλωστε για μια γενιά που είχε δώσει ήδη πολλαπλές ενδείξεις «επιστροφής» στην πολιτική, μέσω θεσμικών και μη θεσμικών συμμετοχικών διόδων, αλλά και μιας στροφής προς την Αριστερά και με όρους εκλογικών προτιμήσεων.2

Συγκριτικά με άλλα γεγονότα όπως ο Δεκέμβρης του 2008 ή η δολοφονία Φύσσα, το δημοψήφισμα δεν αναδεικνύεται σε σχετικές έρευνες ως το πλέον καθοριστικό για τη διαμόρφωση της πολιτικής  φυσιογνωμίας των νέων. Ωστόσο, πρέπει να ιδωθεί «Όχι» ως μεμονωμένο γεγονός αλλά ως συμπύκνωση και κρυστάλλωση του ευρύτερου κλίματος της περιόδου.

Οι εξελίξεις του Ιουλίου 2015 ανέκοψαν μια διαφαινόμενη πορεία ριζοσπαστικοποίησης ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής νεολαίας, ενώ την ίδια στιγμή δημιούργησαν σύγχυση ως προς την αποτελεσματικότητα της πολιτικής στράτευσης. Από την άλλη πλευρά, είναι η πρώτη ίσως στιγμή μετά τον εκλογικό σεισμό του 2012 που διαφαίνεται με ξεκάθαρους όρους η ανάδυση ενός αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου, η οποία έμελλε να αποβεί καθοριστική για τις εκλογικές εξελίξεις των επόμενων χρόνων. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι, σε σχετική έρευνα του ΕΚΚΕ, η επίδραση του δημοψηφίσματος στις πολιτικές απόψεις των νέων αναγνωρίζεται σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά από όσες και όσους αυτοτοποθετούνται στα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος.3

Συνολικά, η απότομη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, η ακύρωση της λαϊκής βούλησης και η συνεπακόλουθη σύγκλιση των κομμάτων επέτειναν την απογοήτευση των πολιτών, ευνόησαν ένα κλίμα πολιτικού κυνισμού και απαξίωσαν περαιτέρω την εκλογική διαδικασία, οδηγώντας σε βάθεμα της κρίσης εκπροσώπησης. Ο απόηχος του δημοψηφίσματος αποτυπώθηκε όχι μόνο στα μετέπειτα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στο μεγάλο κύμα αποχώρησης περίπου 750.000 ψηφοφόρων από το εκλογικό σώμα του Σεπτεμβρίου 2015, κυρίως ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα μεσαίων και νεότερων ηλικιών.4

Τα χρόνια της κρίσης, και ειδικά η εμπειρία του δημοψηφίσματος, υπονόμευσαν περαιτέρω την αξιοπιστία των πολιτικών και των πολιτικών κομμάτων –ενδεχομένως και της ίδιας της δυνατότητας της πολιτικής να παρέχει εναλλακτικές λύσεις– ιδιαίτερα για τις νέες και τους νέους που συστηματικά πρωτοστατούν στη θεσμική δυσπιστία. Παρότι η ψήφος συνεχίζει να διατηρεί το ειδικό της βάρος εντός της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας ακόμα και για τους/ις νεότερους/ες, οι τελευταίοι χαρακτηρίζονται από μειωμένες προσδοκίες από τη θεσμική πολιτική και μια προτίμηση στην πολιτική της καθημερινότητας.

Το πιο σημαντικό πλήγμα ωστόσο αφορά τη διάχυση ενός αισθήματος ματαιότητας εντός της (τότε) ελληνικής νεολαίας, καθώς και της στροφής σε πιο «γειωμένες» και «ρεαλιστικές» πολιτικές επιλογές (ακόμα και στη λογική του «μικρότερου κακού»), που συχνά συνοδεύεται από τη θόλωση των ορίων ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, με συνέπειες που υπερβαίνουν το στενό πεδίο της εκλογικής συμπεριφοράς και αφορούν πλέον την ιδεολογική συγκρότηση και κοσμοαντίληψη της γενιάς αυτής.

 

Λίνα Ζηργάνου-Καζολέα,
υποψήφια διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης, ερευνήτρια

 

Σημειώσεις:

1. Μαυρής, Γ. (7 Ιουλίου 2016).  Το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015: «δημοκρατική στιγμή» (ή) (και) κύκνειο άσμα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας; https://www.mavris.gr/wp-content/uploads/2016/07/Mavris_GrRef2015.pdf

2. Παντελίδου-Μαλούτα, Μ. (2015). Η νεολαία επιστρέφει; Ελληνική πολιτική κουλτούρα και μεταβαλλόμενα πρότυπα πολιτικότητας των νέων στην κρίση. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 43, 5-46. https://doi.org/10.12681/hpsa.14404

3. Έρευνα YouWho. Socioscope. https://socioscope.gr/dataset/youwho/data?type=chart&subType=column&x=yw_q16&filters%5Byw_q14%5D=3&measure=adolescents_perc

4. Κουστένης, Π. (6 Ιουλίου 2019). Ερευνα: Η πορεία της αποχής τα τελευταία 15 χρόνια Εφημερίδα των Συντακτών. https://www.efsyn.gr/themata/thema-tis-efsyn/202642_anihneyontas-ton-io-poy-prokalei-mazikes-allergies-gia-tin-kalpi

 

 

Συμβιβασμοί και ηρωικές ήττες

 

Στις χώρες της Άπω Ανατολής όταν υπογράφεται μια διεθνής συνθήκη, συνήθως αυτό δε συμβαίνει με φανφάρες, χαμόγελα, ή, τελοσπάντων, την εικόνα της επιτυχίας που βλέπουμε συχνά στη Δύση. Αντιθέτως πολλές φορές επικρατεί βαρύ κλίμα: μπορεί κάτι να κέρδισαν και τα δυο μέρη αλλά έχουν πλήρη συναίσθηση ότι ταυτόχρονα κάτι έχασαν. Πολλές φορές κάτι σημαντικό. Ο συμβιβασμός είναι μέσα στην κουλτούρα των ανθρώπων, αναγκαίος. Κάποιες φορές οδυνηρός. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη στην κυβέρνηση, ο ελληνικός λαός είχε ήδη προσπαθήσει τα πάντα: γενικές απεργίες, πλατείες, κινήματα για τα διόδια, τον ΕΝΦΙΑ και πολλά αλλά. Τώρα ήταν η ώρα της πολιτικής που απαιτεί όραμα, σχέδιο, παρεμβάσεις, συμμαχίες, και φυσικά συμβιβασμούς.

Πόσο ρεαλιστικό ήταν το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης; Ήταν πειστικό ότι θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε τη λύση που προέκυψε για τη Γερμανία μετά τον πόλεμο, με διαγραφή χρέους και με ρήτρα ανάπτυξης για την αποπληρωμή του υπόλοιπου; Θα ήταν καλύτερα να είχαμε παρκάρει μερικώς το θέμα του χρέους για να ζητήσουμε ένα πιο γενναιόδωρο πακέτο χρηματοδότησης για την κοινωνία και την σταδιακή αντιμετώπιση της πολιτικής λιτότητας που είχε τσακίσει την ελληνική κοινωνία; Πόσο θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε ένα ευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης για να αλλάξουν οι συσχετισμοί; Αυτά, και πολλά άλλα ερωτήματα, απασχόλησαν τη διαπραγματευτική ομάδα τους πρώτους μήνες μετά το Γενάρη. Αλλά όσο προσπαθούσαμε να  βγάλουμε άκρη, η στάση των πιστωτών σκλήραινε. Θέλανε την ήττα της Αριστεράς «προς ενθάρρυνση των άλλων», που θα έλεγε και ο Βολταίρος.

Κι έτσι, φτάσαμε στο δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα για να ξεκολλήσει η διαπραγμάτευση και να μπει σε άλλες ράγες κι όχι επειδή επιδιώκαμε την έξοδο από το ευρώ. Μετά το δημοψήφισμα ο Ολάντ και η Μέρκελ, σε αντίθεση με τον Σόιμπλε κατά την προηγούμενη περίοδο, πείστηκαν ότι μια τέτοια έξοδος θα μπορούσε να τορπιλίσει το ευρώ  στο μέλλον. Ο συμβιβασμός του καλοκαιριού ήταν καλύτερος από το τελεσίγραφο Γιούνκερ, αλλά προφανώς πολύ πίσω από τις αρχικές μας προσδοκίες. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο κόσμος μας ξαναψήφισε για να δει πώς θα πάει αυτός ο συμβιβασμός, ενώ δεν στήριξε ιδιαίτερα αυτούς που είπαν ότι η Αριστερά δεν μπορεί να εφαρμόσει μνημόνιο.

Ωστόσο, κι αυτοί που μας ψήφισαν το αισθάνθηκαν ως ήττα. Είχαν ελπίσει σε μια μερική νίκη του κινήματος και προέκυψε ένας αμφίβολος συμβιβασμός. Για πολλούς από εμάς, σίγουρα για μένα προσωπικά, δημιούργησε μια μεγάλη κρίση ταυτότητας. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν ήταν διαχειρίσιμο αλλά, επίσης, δεν έβλεπα έξοδο διαφυγής, πώς να ενορχηστρώσουμε μια ηρωική ήττα. Το τελικό αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 2018 ήταν πολύ καλύτερο από τις προσδοκίες μου όταν ανέλαβα Υπουργός Οικονομικών το καλοκαίρι του 2015 και, ταυτόχρονα, πολύ χειρότερο από τις αρχικές μου προσδοκίες.

Στο πρώτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2013 είχα πει ότι φτιάχνουμε μια Αριστερά που δεν στοχεύει σε «ηρωικές ήττες». Η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, πόσο μάλλον η έξοδος από το ευρώ, πιστεύω ότι θα δημιουργούσε κινήσεις συμπαράστασης σε διεθνές επίπεδο, όμως για έναν περιορισμένο χρόνο. Κάποιους νέους μάρτυρες για την Αριστερά, άλλη μια ηρωική ήττα δηλαδή. Αυτό το αποφύγαμε. Η διαχείριση του αποτελέσματος μετά το συμβιβασμό είναι άλλο θέμα βέβαια που έχει συζητηθεί πολύ και θα συνεχίσει να αποτελεί θέμα συζήτησης και κατά την περίοδο της διακυβέρνησης και έπειτα από αυτήν.

 

Ευκλείδης Τσακαλώτος,
βουλευτής Νέας Αριστεράς

 

 

Το κοινωνικό ρήγμα του δημοψηφίσματος

 

Η χρονική τοποθέτηση του δημοψηφίσματος του 2015 στο μέσο της δεκαετίας της κρίσης, αλλά και στην κορύφωση της αντιμνημονιακής περιόδου, ήταν λογικό να συγχωνεύει διογκωμένα τα κρισιμότερα από τα κοινωνιολογικά ρήγματα της ψήφου που είχαν αναδειχθεί μετά τον εκλογικό σεισμό του 2012, με κυριότερο το κοινωνικό αλλά και το ηλικιακό.

Άλλωστε, όπως μαρτυρεί και η ανάλυση του αποτελέσματος, η τελική του δομή πρωτίστως προέκυψε από την αθροιστική κατανομή των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως των ΑΝΕΛ, με σημαντικές προσθήκες από το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, καθώς επίσης και του ΚΚΕ (παρά την επίσημα αρνητική στάση του απέναντι στη διαδικασία), ενώ σημαντικές ήταν κατά τόπους και οι διαρροές των κομμάτων του «ναι».

Από πλευράς εκλογικής γεωγραφίας, η κοινωνική διαφοροποίηση στα αποτελέσματα εντοπίστηκε κυρίως στο εσωτερικό της περιφέρειας Αττικής και ανάμεσα στις πιο λαϊκές ή εργατικές γειτονιές και σε εκείνες των ανώτερων εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, η επιρροή του «Όχι» κυμάνθηκε μεσοσταθμικά άνω του 55% στο Νότιο Τομέα, όταν στο Δυτικό άγγιξε το 70%, για να αγγίξει τις ανώτερες τιμές της στη Β’ Πειραιά (72,5%) και στη Δυτική Αττική (72,9%), με κορυφαία και χαρακτηριστικά αντίστοιχα παραδείγματα το Πέραμα (76,6%) και τον Ασπρόπυργο (79,2%), που κατέγραψε τη δεύτερη ισχυρότερη πανελλαδικά επίδοση του Όχι μετά από εκείνη της Ικαρίας (79,5%). Αντίθετα, το «Ναι» επικράτησε οριακά σε δήμους της παραλιακής ζώνης (Παλαιό Φάληρο, Γλυφάδα), αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος των μεσοαστικών βορειοανατολικών προαστίων (συνολικά 51,1% στο Βόρειο Τομέα), που συνιστούσαν έτσι την ισχυρότερη και γεωγραφικά την πιο συνεκτική πλειοψηφική κοιτίδα του στη χώρα. Τα ποσοστά του «Ναι» εκτινάσσονταν σε κατεξοχήν μεγαλοαστικούς δήμους: 60,7% σε Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, 63,9% στην Κηφισιά, 71,6% σε Φιλοθέη-Ψυχικό, ενώ στην περιοχή της Εκάλης το 84,6% αποτέλεσε μακράν την υψηλότερη επίδοσή του πανελλαδικά. Αντίστοιχες κοινωνικού χαρακτήρα διαφοροποιήσεις αναδείχθηκαν και στο εσωτερικό του Δ. Αθηναίων, όπως και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Βόλο).

Η εικόνα αυτή δεν αναιρείται από τη συντριπτική υπερίσχυση του «Όχι» και σε κάποιες από τις οικονομικά ισχυρότερες περιοχές της Ελλάδας (Χανιά – 73,8%, Κέρκυρα – 71,2%), γεγονός που οφείλεται αφενός στις παραδοσιακές ταυτίσεις της εκλογικής γεωγραφίας και στην κατά τόπους επιρροή των αντιμνημονιακών κομμάτων (προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ), αφετέρου στην εμφανώς υψηλότερη εν προκειμένω επιρροή του «Όχι» γενικότερα στον νησιωτικό χώρο.

Η εικόνα ωστόσο της κοινωνικής αυτής διαφοροποίησης προσλάμβανε ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα στο επίπεδο της κοινωνιολογίας της ψήφου, με βάση την επαγγελματική κατάσταση. Προτού όμως προχωρήσουμε σε αυτό, πρέπει να αναδειχθεί το ηλικιακό ρήγμα, αφού τα ποσοστά του «Όχι» εκτιμάται ότι ήταν συντριπτικά (άνω του 75%) μεταξύ των νεότερων ηλικιών (18-24 ετών) και μειώνονταν βαθμιαία μέχρι να φτάσουν να μειοψηφούν (47%) στις ηλικίες άνω των 65 ετών.

Πράγματι τα υψηλότερα ποσοστά του «Όχι» (περίπου 75%) φάνηκαν να καταγράφονται μεταξύ των ανέργων και των φοιτητών, ενώ ελαφρώς μόνο χαμηλότερα (περίπου 70%) ήταν η αντίστοιχη επιρροή του μεταξύ των αγροτών, αλλά και των μισθωτών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των κατεξοχήν εργατικών στρωμάτων. Αντιθέτως στους ελεύθερους επαγγελματίες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στους οποίους εκτός από τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες συγκαταλέγονται και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων, το «Ναι» εκτιμάται ότι πλειοψηφούσε οριακά, ενώ ανάλογη είναι η εκτίμηση για το σύνολο των συνταξιούχων.

Είναι προφανές ότι οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που είχαν προηγουμένως αναδειχθεί στο εσωτερικό των πολιτικών παρατάξεων επί της αντίθεσης μνημόνιο – αντιμνημόνιο, αυτή τη φορά αθροίστηκαν υπερβαίνοντας όσο ποτέ την παραδοσιακή ιδεολογική διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Έτσι, το δημοψήφισμα του 2015 καταγράφηκε ως η πιο βαθιά κοινωνική και ταξική εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, θυμίζοντας όσο ποτέ το κλασικό απόφθεγμα του S. Lipset ότι «οι εκλογικές μάχες συχνά αποτελούν τη δημοκρατική αποτύπωση της πάλης των τάξεων».

 

Παναγιωτης Κουστένης,
δρ Πολιτικής Επιστήμης

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet