«Σκοτώστε τον Βενσάν»
Όταν χωρίς καμιά αιτία ο Βενσάν δέχεται δύο αναίτιες βίαιες επιθέσεις από δύο άνδρες, μοιάζει να απορεί. Πρώτα ήταν ένας νεαρός που έκανε πρακτική στην εταιρεία που δουλεύει κι ύστερα ένας συνάδελφός του. Όταν ακολούθησε μια τρίτη δολοφονική επίθεση από μια οδηγό που τον κυνήγησε με τον αυτοκίνητό της με προφανή σκοπό να τον σκοτώσει, ο Βενσάν άρχισε να αποφεύγει τον κόσμο. Διαπίστωσε ότι το κακό ξεκινούσε όταν είχε οπτική επαφή με τους ανθρώπους κι έτσι, αφού αρχικά απομονώθηκε στο διαμέρισμά του, στη συνέχεια «κρύφτηκε» στην οικογενειακή εξοχική κατοικία. Μια μέρα τον πλησίασε ένας άστεγος ο οποίος, αφού παρατήρησε τη συμπεριφορά του, του ομολόγησε ότι έχει κι αυτός το ίδιο πρόβλημα, ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτούς και, μάλιστα, τον παρέπεμψε σε σχετική ιστοσελίδα με συμβουλές που είχαν δημιουργήσει ομοιοπαθείς τους. Και ενώ η κατάσταση δεν λέει να βελτιωθεί γνωρίζεται με τη Μαργκό, μια κοπέλα που εργάζεται σε φαστφουντάδικο. Όμως το πρόβλημα που κουβαλά ο Βενσάν αποτελεί εμπόδιο στη σχέση τους, κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Στο μεταξύ τα κρούσματα αναιτιολόγητης βίας εξαπλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα.
Με ένα έξυπνο σενάριο η ταινία «Σκοτώστε τον Βενσάν» (Vincent doit mourir) του Στεφάν Καστάν ξεκινά ως ένα χιουμοριστικό παράδοξο! Σε αυτό συντελεί και η ερμηνεία του Καρίμ Λεκλού, το απορημένο βλέμμα του οποίου προδιαθέτει για κάτι τέτοιο. Όμως όσο περνάει η ώρα και οι επιθέσεις εναντίον του Βενσάν συνεχίζονται, αρχίζει να δημιουργείται μια εφιαλτική ατμόσφαιρα που θυμίζει Χίτσκοκ.
Ο Στεφάν Καστάν πλέκει με μαεστρία μια ταινία-ερωτηματικό με συνεχή κλιμάκωση. Μια ταινία για την παράλογη βία κάθε λογής που εξαπλώνεται στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Βία ατομική αλλά και κρατική από την οποία κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή.
Τέλος, και με τον κίνδυνο να φανώ άδικος, διέκρινα μια αμηχανία στον τρόπο που «έκλεισε» η ταινία, σαν ο Καστάν να μην ήξερε πως να «συμμαζέψει» την έξυπνη αρχική ιδέα του. Μου φάνηκε σαν να εφηύρε κάποιον τρόπο για να δραπετεύσει μαζί με τους ήρωές του.
«Ρασομόν»
Η αναζήτηση της αλήθειας
Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ένα σπουδαίο αριστούργημα που γυρίστηκε το 1950 και αποθεώθηκε από τη δυτική κριτική, κερδίζοντας σημαίνουσα θέση στην κινηματογραφική ανθολογία.
Το «Ρασομόν» (Rashomon) του μεγάλου σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάουα, είναι μια ιστορία μυστηρίου καθώς η πλοκή της ταινίας έχει να κάνει με τη διαλεύκανση ενός φόνου και ενός βιασμού. Είναι μια ιστορία με φόντο την Ιαπωνία του 12ου αιώνα και η αφήγηση των γεγονότων ξεκινά μπροστά σε κάποια απροσδιόριστη πύλη, όπου βρίσκουν καταφύγιο από τη σφοδρή νεροποντή τρεις άνδρες. Η πύλη αυτή ονομάζεται Ρασομόν, που στα γιαπωνέζικα σημαίνει -όπως διάβασα κάπου- Πύλη της Κόλασης!
Οι τρεις άνδρες συζητούν για ένα έγκλημα. Αφηγούνται τις δικές τους μαρτυρίες μπροστά σε κάποιους ανακριτές, που δεν τους βλέπουμε. Αφηγούνται επίσης τις μαρτυρίες κάποιων άλλων μαρτύρων όπως ενός ληστή, της γυναίκας που βιάστηκε και του δολοφονημένου συζύγου της μέσα από το στόμα μιας μέντιουμ! Οι μαρτυρίες έχουν να κάνουν με το πώς δολοφονήθηκε ένας σαμουράι και βιάστηκε η γυναίκα του. Μόνο που η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί μέσα από όλες τις αφηγήσεις αφού δεν ταιριάζουν μεταξύ τους.
Ο Κουροσάουα με μοναδικής ομορφιάς καδραρίσματα, με τους ηθοποιούς του να κινούνται με γεωμετρική ακρίβεια μέσα στο κάδρο, με κινήσεις χορογραφημένες στην εντέλεια και με ιδιαίτερη προσοχή στα πρόσωπα, απλώς γοητεύει. Ο θεατής μαγνητίζεται, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από την ομορφιά αυτού που αντικρίζει. Χρησιμοποιώντας ουσιαστικά μόνον τρεις χώρους, με υποδειγματική οικονομία και αξιοποιώντας κινηματογραφικά τα διδάγματα του παραδοσιακού γιαπωνέζικου θεάτρου, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ταινία μυστηρίου, έναν αστυνομικό -όπως θα τον αποκαλούσαμε στη Δύση- γρίφο.
Η ταινία του Κουροσάουα «Ρασομόν», που στην Ελλάδα είχε προβληθεί και με τον τίτλο «Η γκέισα κι ο σαμουράι», έδωσε το όνομά της στον όρο «φαινόμενο Ρασομόν» που χρησιμοποιείται για να δείξει τη σχετικότητα της αλήθειας και πως για το ίδιο γεγονός υπάρχουν διαφορετικές οπτικές.
Το μάτι του φωτορεπόρτερ
Ο Τζεφ είναι ένας φωτορεπόρτερ ο οποίος έχει καθηλωθεί στο διαμέρισμά του επειδή έσπασε το πόδι του. Έτσι περνά την ώρα του παρακολουθώντας τους γείτονές του από το παράθυρο. Είναι και η «διαστροφή» του επαγγέλματος, βλέπετε. Όταν μια μέρα βλέπει ένα ζευγάρι να καυγαδίζει και από την επόμενη παρατηρεί ότι η γυναίκα έχει εξαφανιστεί, υποψιάζεται πως ο άνδρας της την έχει δολοφονήσει. ‘Ετσι, και χωρίς να υπολογίσει τους κινδύνους, αρχίζει να διερευνά με τη βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς του και της νοσοκόμας του, το περιστατικό προσπαθώντας να εξιχνιάσει το έγκλημα.
Ο «Σιωπηλός μάρτυρας» (Rear window), που γυρίστηκε το 1954, είναι ακόμη μια μοναδική ταινία σασπένς και μυστηρίου από τον μάγο, Άλφρεντ Χίτσκοκ ο οποίος ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη. Για μια ακόμη φορά είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο άγγλος σκηνοθέτης ανεβάζει την ένταση, ο μοναδικός σκηνοθετικός του ρυθμός και τα συνεχή ευρήματά του που καθηλώνουν. Τίποτε δεν τον σταματά από το να δημιουργήσει ακόμη ένα αριστούργημα, ούτε το γεγονός ότι όλα σχεδόν συμβαίνουν μέσα από ένα παράθυρο.
Ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Γκρέις Κέλι είναι το εντυπωσιακό πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
Το μέλλον ήταν χθες!
Όταν το 1975 ο κορυφαίος σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κιούμπρικ γύρισε το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (A clockwork orange), ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το δυστοπικό μέλλον που περιγράφει ήταν τόσο κοντά στο να γίνει πραγματικότητα μέσα σε λίγα χρόνια.
Ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο Άλεξ -που τον ερμηνεύει ιδανικά ο ανερχόμενος εκείνη την εποχή Μάλκομ ΜακΝτάουελ- είναι ένας 15χρονος που ηγείται μιας βίαιης συμμορίας συνομηλίκων του.
Ένα συναρπαστικό, άγριο και προφητικό μελλοντολογικό πολιτικό θρίλερ στο οποίο ο Κιούμπρικ ξεδιπλώνει το μεγάλο του ταλέντο. Με στοιχεία μαύρης κωμωδίας και μέσα από την ακραία συμπεριφορά του ήρωά του, ο σκηνοθέτης στηλιτεύει τη βία και προειδοποιεί για την επερχόμενη άνοδο του φασισμού ως αποτέλεσμα της αλόγιστης βίας, της τρομοκρατίας και της κρατικής καταστολής.
Το «Κουρδιστό πορτοκάλι» είναι μια ταινία-τομή η οποία άλλαξε την οπτική με την οποία βλέπαμε ως τότε την απεικόνιση της βίας στο σινεμά. Βέβαια αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα καθώς είχε συνδεθεί με διάφορα εγκλήματα αλλά τελικά, κι αφού πέρασε μέσα από συμπληγάδες, έσπασε πολλά ταμπού και κατάφερε να καθιερωθεί ως μία από τις μεγάλες ταινίες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Ιδιαίτερης μνείας χρειάζεται το σάουντρακ της ταινίας τη μουσική του οποίου έγραψε και επιμελήθηκε η Γουέντι Κάρλος.