Πώς φτάσαμε εδώ
Το βράδυ των ευρωεκλογών, η ανακοίνωση της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν προκάλεσε πάταγο, πολιτικό σεισμό, τις συνέπειες του οποίου κανείς δεν έχει ακόμη καταλάβει, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών, στις 30 Ιουνίου, δίνουν ένα πρώτο μέτρο: περισσότερο από ποτέ, η Ακροδεξιά βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας, τη στιγμή που το «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» –που επικρατεί από το 2001– καταρρέει.
Χρειάζεται να ανατρέξει κανείς λίγο στο παρελθόν της χώρας για να το αντιληφθεί. Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της δημιουργίας του «Εθνικού Μετώπου» από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και άλλους νοσταλγούς του καθεστώτος Βισύ (φιλογερμανικό συνεργατικό καθεστώς), της γαλλικής Αλγερίας (αποικιακό ρεύμα) ή ακόμα και υποστηρικτών ρατσιστικών ξενοφοβικών θέσεων ή αντι-σημίτες. Η Αριστερά ήταν τότε στην εξουσία, με επικεφαλής τον Φρανσουά Μιτεράν. Σιγά σιγά, αυτό το μικρό κόμμα καθιερώθηκε στο γαλλικό πολιτικό τοπίο και άρχισε να κατακτά πόλεις και μετά έδρες στην Εθνοσυνέλευση και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ήταν, ωστόσο, το 2002 η χρονιά του μεγάλου σοκ. Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν μπαίνει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ένα δημοκρατικό μέτωπο, με σύσσωμη την Αριστερά να καλεί σε υπερψήφιση του Ζακ Σιράκ ενάντια στην Ακροδεξιά. Δύο φορές, το 2017 και το 2022, η Ακροδεξιά φτάνει ξανά στον δεύτερο γύρο. Για άλλη μια φορά, η Αριστερά καλεί να καταψηφιστεί η Ακροδεξιά. Έτσι ο Εμανουέλ Μακρόν γίνεται πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στη συνέχεια δήλωσε ότι ήταν «δεσμευμένος» από την ψήφο των Γάλλων και υποσχέθηκε να εξαλείψει την Ακροδεξιά. Δεν έκανε το παραμικρό.
Φυσικά το «Εθνικό Μέτωπο» είχε ισχυροποιηθεί εδώ και χρόνια, ευημερώντας από την απογοήτευση της μετάβασης της Αριστεράς στην κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της πληθυντικής Αριστεράς (1997-2002), ενώ ο Λιονέλ Ζοσπέν ήταν πρωθυπουργός, τα αίτια της απογοήτευσης ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις, η μόλις ανεπαίσθητη μείωση των ανισοτήτων και η έλλειψη συνεκτίμησης του δομικού ρατσισμού στην κοινωνία, που οδήγησε σε απόρριψη του πολιτικού συστήματος από ένα μέρος του πληθυσμού. Όταν ο Φρανσουά Ολάντ ήταν πρόεδρος, οι πρωθυπουργοί του πέρασαν έναν εργατικό νόμο που έβγαλε μέρος του πληθυσμού στους δρόμους, οι τιμές των ενοικίων αυξήθηκαν και δεν υπήρχε εμπνευσμένη πολιτική.
Αυτά τα γεγονότα έχουν αυξήσει το αίσθημα εγκατάλειψης και κοινωνικής ανασφάλειας, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη αποχή μεταξύ των εργατικών τάξεων, των απογόνων μεταναστών κ.λπ.
Αντί όμως να αναχαιτίσει αυτή την τάση, ο Εμανουέλ Μακρόν την αύξησε. Ο πρώτος γύρος των βουλευτικών εκλογών του 2024 χαρακτηρίζεται, μάλιστα, από μια πραγματική άνοδο της Ακροδεξιάς. Στις βουλευτικές εκλογές του 2022, 4.248 εκατομμύρια πολίτες ψήφισαν υπέρ του Εθνικού Συναγερμού (RN). 7.760.000 εκλογείς έκαναν αυτή την επιλογή στις ευρωεκλογές του 2024 και 10.628.000 εκατομμύρια στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2024. Το Κέντρο, μη θέλοντας να προσδιορίσει υπέρ ποίου κυβερνά, έχει το ίδιο οδηγήσει στη νομιμοποίηση του ακραίου στον πολιτικό στίβο και στον ευτελισμό των δικών του ιδεών. Η ανοδική πορεία της Ακροδεξιάς μοιάζει ακαταμάχητη. Η Γαλλία του Διαφωτισμού τρέμει μπροστά στο μαύρο πέπλο που καλύπτει τη δημοκρατία.
Η παγίδα
Στο πλαίσιο αυτό, παρά τη συγκρότηση Νέου Λαϊκού Μετώπου σε 48 ώρες και τη σύνταξη προγράμματος μετασχηματισμού σε πέντε ημέρες, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου δε σηματοδοτεί ισχυρή δυναμική για την Ενωμένη Αριστερά. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς, η Αριστερά κάλεσε αμέσως υπέρ ενός «ρεπουμπλικανικού τόξου», όπου προβλέπονται αποχωρήσεις υποψηφίων στον δεύτερο γύρο υπέρ του υποψηφίου με την καλύτερη δυνατότητα να κερδίσει τους αντίστοιχους υποψήφιους της Λε Πεν. Εάν αυτή η λύση είναι επιτακτική ανάγκη για την προάσπιση της δημοκρατίας και την αποτροπή της διακυβέρνησης της Ακροδεξιάς, εγκυμονεί παρά ταύτα πολλούς κινδύνους.
Για μήνες, το κόμμα του Μακρόν εξίσωνε την Αριστερά με την Ακροδεξιά. Πολλά στελέχη και υπουργοί αρνήθηκαν να αποσυρθούν και να καλέσουν να υπερψηφιστεί το Λαϊκό Μέτωπο. Ωστόσο, πολλοί ψηφοφόροι του Εθνικού Συναγερμού (RN) έχουν ως επιχείρημα την επιθυμία να δοκιμάσουν κάτι άλλο και να απελευθερωθούν από πολιτικά κόμματα που βρέθηκαν ήδη στην εξουσία. Υπό αυτή την έννοια, αυτή η μη αποχώρηση είναι ένας επιπρόσθετος ευτελισμός.
Το ρεπουμπλικανικό τόξο καταρρέει. Και η Αριστερά κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια παγίδα: να είναι η μόνη που υπερασπίζεται τη δημοκρατία, η οποία τελικά δε φαίνεται να είναι προτεραιότητα για ορισμένους υποστηρικτές του Κέντρου –όπως δεν ήταν και σε άλλες περιόδους της ιστορίας, στη Γερμανία ή την Ισπανία, για παράδειγμα.
Γιατί, λοιπόν, παγίδα για την Αριστερά; Εάν καταφέρει να κυβερνήσει, δεν θα έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία. Στη συνέχεια θα πρέπει να κυβερνήσει με την υποστήριξη άλλων κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου αυτού του Μακρόν. Θα μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, που είναι το αντίθετο της πολιτικής που ακολουθεί ο Εμανουέλ Μακρόν από το 2017; Δεν κινδυνεύει να εμφανιστεί ως δεκανίκι σε μια προεδρική πλειοψηφία, την οποία απορρίπτουν οι ψηφοφόροι του RN;
Ακόμα πιο δυσοίωνο το μέλλον απ’ το παρόν
Αντίθετα, εάν το RN είναι στην εξουσία, αναμφίβολα θα προσπαθήσει να μαλακώσει τις θέσεις του, ώστε να κερδίσει σε αξιοπιστία. Ωστόσο, εδώ και καιρό, ένα αφήγημα έχει συνασπίσει στελέχη της προεδρικής πλειοψηφίας και ΜΜΕ, ότι δηλαδή οι ακροδεξιοί δεν είναι οι χειρότεροι. Σε μια περίοδο συγκατοίκησης, η Ακροδεξιά θα μπορεί πάντα να ισχυρίζεται ότι δεν έχει τα χέρια της λυμένα και να καλεί σε περαιτέρω ενίσχυση της εξουσίας της στις επόμενες προεδρικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2027.
Σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάπτυξης της Ακροδεξιάς, αυτό είναι ανησυχητικό. Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που ρατσιστικές, αντισημιτικές και ξενοφοβικές παρορμήσεις φαίνεται να εξαπολύονται στη Γαλλία, ιδιαιτέρως τις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Εάν το RN δεν έρθει στην κυβέρνηση στο τέλος αυτού του δεύτερου γύρου, υπάρχει κάθε λόγος να φοβόμαστε ότι θα ενισχυθεί. Αν έρθει στην κυβέρνηση, θα έχει όλα τα χαρτιά για να διεισδύσει στο κράτος. Παραμένοντας κωφός στις εκκλήσεις του πληθυσμού και της αντιπολίτευσης, διαλύοντας τα συνδικάτα, σπέρνοντας τους σπόρους του διχασμού μέσα στο έθνος και –σε αυτό το πλαίσιο– παίρνοντας την απόφαση να διαλύσει τη βουλή, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παγιδεύσει την Αριστερά και να ανοίξει τις πόρτες της εξουσίας στην Άκρα Δεξιά. Είτε τώρα, είτε σε τρία χρόνια.
Είτε στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, η Αριστερά αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση: να διεξάγει μια πολιτιστική μάχη για να επανασυνδεθεί με τις αρχές του Διαφωτισμού. Διαφορετικά, μια μακρά νύχτα θα σκεπάσει το γαλλικό πολιτικό ουρανό.
Μετάφραση: Όλγα Αθανίτη