Η Νέα Δημοκρατία έχει να αντιμετωπίσει τριών ειδών προκλήσεις, σύμφωνα με την Κ. Λαμπρινού, διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου πανεπιστημίου, ενώ η αντιΝΔ βάση είναι μια αναγκαία συνθήκη, αλλά δεν είναι ικανή. Τα κόμματα φαίνεται να έχουν πέσει σε παρακμή και χρειάζονται πολύ ισχυρότερες κινήσεις από απλώς πρόθυμα πρόσωπα ή από επαναλήψεις πολιτικών αιτημάτων των ’90s, για να υπάρξει ανασύνθεση του πολιτικού χάρτη.

 

 

Ύστερα από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και με τα απόνερα των ευρωεκλογών ακόμα να βγαίνουν στην επιφάνεια το κομματικό σύστημα σε τι κατάσταση βρίσκεται;

Τα κομματικά συστήματα στην Ευρώπη μοιάζουν συνολικά να βρίσκονται σε φάση μετάβασης. Παραδοσιακά στα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα εντοπιζόταν κάποιου είδους δικομματισμός ή έστω διπολισμός. Η οικονομική και πολιτική κρίση μετά το 2010 προκάλεσε ισχυρές  ανακατατάξεις, ιδίως στα κομματικά συστήματα του ευρωπαϊκού Νότου. Ακόμα και αν σήμερα φαινομενικά είμαστε σε μια πιο κανονική περίοδο, δεν μοιάζει αυτή η διπολική/δικομματική κατάσταση να «αποκαθίσταται». Δείτε τι έδειξαν οι ευρωεκλογές στην Γαλλία, την Γερμανία ή στην Ελλάδα. Ένα κόμμα του 30% και γύρω από αυτό δύο-τρία κόμματα της τάξης του 10-15%· όχι κάτι συνηθισμένο. Και ταυτόχρονα καταγράφονται κόμματα που μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων μπορεί να κερδίζουν ή να χάνουν διψήφια ποσοστά – άρα μια υψηλή μεταβλητότητα. Στις εθνικές εκλογές του 2018 το κόμμα της Μελόνι είχε ένα ποσοστό της τάξης του 4%. Το 2022 ήταν κυβέρνηση. Βέβαια, αυτό είναι μέρος της συνολικότερης ανόδου της Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη. Όμως στις ευρωεκλογές του 2019 μιλούσαμε για ένα «πράσινο κύμα», λόγω της ενίσχυσης των Πρασίνων σε πολλές χώρες, που τώρα υποχώρησαν. Γενική ρευστότητα, δηλαδή. Ίσως το πιο εμφατικό παράδειγμα αυτής της μεταβολής είναι το βρετανικό σκηνικό: βλέπουμε τους Εργατικούς (που είχαν καταποντιστεί) να εκτινάσσονται και τους Συντηρητικούς να τείνουν να χάσουν το μισό ποσοστό τους.

 

Το ελληνικό κομματικό σύστημα βρίσκεται σε αυτή τη φάση που περιγράφεις ήδη μια πενταετία.

Ναι, ο κατακερματισμός μοιάζει να αποκτά πιο μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά – και το «σύστημα κυρίαρχου κόμματος», που θεωρήσαμε ότι εγκαθιδρύεται το 2023, μοιάζει μια ίσως μη εδραιώσιμη κατάσταση. Μπορεί να μην υπάρχει μια πολύ μεγάλη κοινωνική αναταραχή, αλλά τελικά υπάρχει κάτι που υποβόσκει, ένας μετασχηματισμός πολύ ευρύτερος που εκδηλώνεται ως πολιτική αμηχανία ή κοινωνικό μπλοκάρισμα. Και προφανώς ένδειξη αυτού είναι και η σταθερή ενίσχυση της αποχής.

 

Αυτή η κρίση του κομματικού συστήματος έδειχνε στις εθνικές εκλογές του 2019 αλλά και του 2023 να μην επηρεάζει τη Νέα Δημοκρατία. Μετά τις ευρωεκλογές μπαίνει και το κυβερνών κόμμα σε αυτή την εξίσωση, με την απώλεια ενός εκατομμυρίου ψήφων, χωρίς να δείχνει διάθεση να το αντιμετωπίσει. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει δείχνοντας την καμπούρα των άλλων;

Η Νέα Δημοκρατία έχει να αντιμετωπίσει τριών ειδών προκλήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη δυσαρέσκεια απέναντι στην ποιότητα της διακυβέρνησής της: η κυβέρνηση πχ. δεν έχει θετικές μεταρρυθμίσεις να επικαλεστεί και δεν έχει καμία διάθεση να παρέμβει στην πληθωριστική κρίση και στην αγορά. Από την άλλη, στη ΝΔ καταγράφεται εσωτερική δυσαρέσκεια, που έχει να κάνει με τρόπο που λειτουργεί το επιτελικό κράτος. Όλος αυτός ο συγκεντρωτισμός των εξουσιών στον πρωθυπουργό και το περιβάλλον του αναιρεί και τη δυνατότητα εσωτερικού ελέγχου της διακυβέρνησης, παρακάμπτει υπουργεία, είναι αυταρχικός και απέναντι στο εκλεγμένο πολιτικό προσωπικό της παράταξης – όχι μόνο απέναντι στην κοινωνία. Η τρίτη πρόκληση είναι ιδεολογική, όπως εκφράστηκε πρόσφατα και από τον Α. Σαμαρά, βασικό φορέα της αντι-woke ατζέντας. Έχει να κάνει με το πολιτικό repositioning της ΝΔ σε συνάρτηση και με την αυξημένη απήχηση των ακροδεξιών ιδεών συνολικά.

 

Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Η ακροδεξιά δεν είναι περιθωριοποιημένη, αντίθετα απολαμβάνει ξανά μια κοινωνική αποδοχή. Αυτό πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί;

Έχουν δοθεί όλες οι δυνατές ερμηνείες για την άνοδο της ακροδεξιάς –η αποβιομηχάνιση, η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας από τη μέινστρημ δεξιά κ.ά.–  και δεν έχω κάτι νέο να προσθέσω. Αυτό που με εντυπωσιάζει με την ακροδεξιά είναι ότι όλο αυτό το διάστημα της ανόδου της δεν μένει σε ένα μοντέλο· είναι πληθυντική. Είχαμε με την Χρυσή Αυγή μια μιλιταριστικού τύπου, πολύ επιθετική και αντιδημοκρατική ακροδεξιά. Στη συνέχεια, η Ελληνική Λύση είναι μία συνωμοσιολογική ακροδεξιά που παίζει κοινοβουλευτικά και επωφελείται από τις συγχρονικές της συγκρούσεις: αντιεμβολιασμός, ρωσοφιλία, άρνηση της κλιματικής κρίσης, συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμα πιο πρόσφατες εκδοχές της ακροδεξιάς, η Λατινοπούλου πχ. –η οποία συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή τάση «θηλυκοποίησης» του ακροδεξιού προφίλ– δίνει τη μάχη των πολιτισμικών πολέμων από θέσεις ακραίου πατριαρχικού συντηρητισμού. Η ακροδεξιά δεν έχει μια ενιαία έκφραση. Αντίθετα, έχει μια πολύ μεγάλη ευελιξία και επικαιροποιεί συνεχώς τους τρόπους και τις μορφές της δημιουργώντας χαρακτηριστικά «χώρου». Επιπλέον, είναι μια κοινωνική δύναμη διαμαρτυρίας, η οποία μιλά δυναμικά –ακούγεται δηλαδή– στο όνομα των ηττημένων, των εκτός συστήματος, των (κατά φαντασία, συχνά) αδύναμων. Είναι μια τρομερά επιθετική έκφραση σύνδεσης της ιδεολογίας με την πρακτική καθημερινότητα.

 

Στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης βρίσκεται το ζήτημα της ανασυγκρότησης της  «Κεντροαριστεράς». Αυτή η συζήτηση έχει νόημα ή είναι εκτός τόπου και χρόνου;

Σίγουρα απαντά σε ένα κοινωνικό αίτημα. Δεν νομίζω ότι αυτή τη στιγμή εκφράζεται κάποιο άλλο αίτημα τόσο έντονα όσο αυτό για μια αντιδεξιά παράταξη. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.

 

Πάνω σε ποια βάση; Μέχρι στιγμής περιστρέφεται γύρω από πρόσωπα που θα μπορούσαν να ηγηθούν αυτής, χωρίς να περιγράφεται ιδεολογικά ή προγραμματικά αυτός ο χώρος. Αρκεί να φτιαχτεί μια αντιΝΔ βάση;

Η αντιΝΔ βάση είναι μια αναγκαία συνθήκη, αλλά δεν είναι ικανή. Ούτε τα πρόσωπα αρκούν, ούτε η πρόθεση. Αν δούμε την περίπτωση της Γαλλίας, τι είναι αυτό που φαίνεται να προκαλεί στη δημόσια συζήτηση; Οι ίδιες οι πολιτικές που προτείνονται στην προγραμματική συμφωνία του Λαϊκού Μετώπου και πρωτίστως η φορολογία: η επαναφορά του «φόρου αλληλεγγύης» στα υψηλά εισοδήματα και η επιπλέον φορολόγηση στα υπερκέρδη. Αυτό σε μια χώρα όπου η σύνδεση της φορολογίας με την αναπαραγωγή των ανισοτήτων είναι εξαντλητική και στο πεδίο των ιδεών – σκεφτείτε την απήχηση του Πικετύ. Στην Ελλάδα, η συζήτηση περί «ανασυγκρότησης» είναι αμήχανη ακριβώς γιατί το κοινωνικό αίτημα, αλλά και το κοινωνικό ζήτημα, δεν μεταφράζονται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικών. Η περίπτωση ΠΑΣΟΚ είναι ενδεικτική. Πολλές υποψηφιότητες – κανένα διακριτό πολιτικό ή ιδεολογικό πλαίσιο προς το παρόν.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια εσωκομματική κρίση που δεν φαίνεται να έχει απορροφηθεί, ακόμα και μετά από διάσπαση. Ο πρόεδρός του αμφισβητείται, το κόμμα βρίσκεται σε φάση ξεκαθαρίσματος και αποδόμησης του παρελθόντος του. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να τραβήξει το καράβι της «Κεντροαριστεράς», όταν ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει το λόγο υπάρξής του;

Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει φτάσει στο όριο του μετασχηματισμού του. Αυτό που τον συγκρατεί είναι το brand name. Έφυγε ο ιστορικός του ηγέτης, έχασε την εξουσία, έφυγαν τα καλά του στελέχη με την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς, δεν απέκτησε καμία κοινωνική γείωση, αξιολογείται χαμηλά η ποιότητα της αντιπολίτευσης που ασκεί, διαψεύστηκε εκλογικά η πεποίθηση ότι ένας νέος αρχηγός μπορεί να αναστρέψει την απίσχνανση. Τι μένει ακριβώς, λοιπόν, που να συγκρατεί τον ΣΥΡΙΖΑ; Μόνο η αδράνεια. Τα κόμματα όμως δεν μετασχηματίζονται επ’ αόριστον. Πέφτουν και σε ανεπίστρεπτη παρακμή ενίοτε. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα ανταποκρίνεται πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το ΠΑΣΟΚ στο αίτημα για υπέρβαση του αδιεξόδου στο χώρο αριστεράς-κεντροαριστεράς. Αυτό θα προϋπέθετε ότι επιδιώκει να λειτουργήσει τουλάχιστον ως οργανισμός που αποπνέει αξιοπιστία και εμπνέει εμπιστοσύνη, στοιχεία που έχει απωλέσει.

 

Και το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη συρρίκνωσή του σε ένα κόμμα εκτός του δικομματισμού. Και τώρα αμφισβητείται η ηγεσία του και μπαίνει και αυτό σε μια εσωκομματική δίνη. Πώς μπορεί με τη σειρά του να τραβήξει έναν πόλο που θα αντιπαρατεθεί στη ΝΔ;

 Το ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν ανανεώθηκε επιτυχώς μία φορά με τον Κ. Σημίτη και μία με τον Γ. Παπανδρέου. Η ανανέωση επιτεύχθηκε πάνω σε ένα πρόγραμμα, με ένα πολιτικό στίγμα πολύ συγκεκριμένο: εκσυγχρονισμός την πρώτη φορά, πράσινη ανάπτυξη τη δεύτερη. Πόσοι μπορούν να περιγράψουν το πολιτικό πρόταγμα του σημερινού ΠΑΣΟΚ ή του οποιουδήποτε υποψηφίου του; Αυτό από μόνο του υποδηλώνει κάτι μη δυναμικό ή μακροπρόθεσμα μη ηγεμονικό.

 

Όλοι φυλλοροούν. Ποιοι, λοιπόν, θα αποτελέσουν την Κεντροαριστερά; Για αυτό αναρωτιέμαι αν η συζήτηση είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Νομίζω ότι η όποια κεντροαριστερά ή η όποια ανασύνθεση του πολιτικού χάρτη δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί απλώς με συνενώσεις ή συγκλίσεις, δεδομένου και του χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης που έχουν οι υπάρχοντες φορείς μεταξύ τους αλλά και του βάρους που κουβαλούν οι ταμπέλες τους. Το νέο προκύπτει και με καινούριους φορείς και με διασπάσεις, οι οποίες είναι επίσης παράγοντες ανανέωσης του πολιτικού συστήματος. Αν είμαστε σε μια πραγματική μετάβαση, όπως νομίζω ότι βρισκόμαστε, χρειάζονται πολύ ισχυρότερες κινήσεις από απλώς πρόθυμα πρόσωπα ή από επαναλήψεις πολιτικών αιτημάτων των ’90s.

 

Η Αριστερά σε αυτό τι ρόλο μπορεί να παίξει; Της αντιστοιχεί μια θέση στο τραπέζι των συζητήσεων;

Ο ΣΥΡΙΖΑ της προηγούμενης δεκαετίας συνεισέφερε κάτι που δεν ήταν κεκτημένο: ότι η Αριστερά μπορεί να είναι δύναμη διακυβέρνησης. Αυτό είναι ένα στοιχείο που ανανέωσε τη μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατία. Θεωρώ ότι η κατάκτηση αυτή πρέπει να εμπεδωθεί και όχι να απεμποληθεί. Άλλωστε, έχω την εντύπωση, βλέποντας και την εκλογική συμπεριφορά, ότι αυτή τη στιγμή το κοινωνικό αίτημα δεν αφορά κόμματα ιδεών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλουμε ιδεολογία, αλλά ότι δεν υπάρχει «ζήτηση» στα αριστερά για κόμματα που περιορίζονται στις ταυτοτικές τους αναζητήσεις. Τα κόμματα διαμαρτυρίας, επίσης, φαίνεται να έχουν ένα ταβάνι.

 

Τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, που δεν κατάφεραν να περάσουν και το κατώφλι του ευρωκοινοβουλίου, τι μηνύματα πρέπει να πάρουν για να μπορέσουν να μπουν δυναμικά στη μάχη των πολιτικών που λες;

Όταν έχεις τόσο μαζική αποχή, και δη όταν απέχουν πολίτες που αυτοτοποθετούνται στον χώρο αριστερά του κέντρου, κάτι γίνεται λάθος συνολικά στον τρόπο που αντιπροσωπεύονται πολιτικά τα κοινωνικά αιτήματα. Σίγουρα δεν αρκεί να κλίνεται το «αντι-δεξιά» σε όλες τις πτώσεις, ούτε οι αριστερές εμμονές αυτοδικαίωσης. Αυτό που εγώ βλέπω είναι ένα σαφές έλλειμμα πολιτικών, με την έννοια του policy. Και δη ριζοσπαστικών πολιτικών. Η αλλαγή της ζωής των ανθρώπων ως πράξη. Σε αυτό νομίζω έχασε και η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

 

Στην Γαλλία η συσπείρωση έγινε πάνω σε ένα πρόγραμμα και υπό την απειλή μιας ακροδεξιάς διακυβέρνησης. Πιστεύεις ότι το Λαϊκό Μέτωπο μπορεί να έχει μια δυναμική ή είναι μια συμμαχία εκλογική που μπορεί να σβήσει αν δεν πετύχει το στόχο της;

Το παράδειγμα της Γαλλίας δίνει την αίσθηση του κατεπείγοντος εξαιτίας της ακροδεξιάς εκλογικής απειλής. Αν δεν ήταν η Λεπέν, η σύγκλιση ίσως να μετατίθετο στο μέλλον. Δεν ξέρω τι θα συμβεί με το Λαϊκό Μέτωπο εφόσον επικρατήσει ο Εθνικός Συναγερμός. Ξέρουμε όμως, για να επικαλεστώ ένα άλλο παράδειγμα, ότι η Ισπανία έχει πετύχει μια συνεργασία, σε συνθήκες λιγότερο επιτακτικές και όχι απλώς απέναντι στην ακροδεξιά. Όπως επίσης τα προηγούμενα χρόνια και η Πορτογαλία.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet