«Πάντα υπάρχει αύριο»
Δεν είναι λίγες οι αφορμές που μας δίνει η επικαιρότητα να αναφερθούμε στην έμφυλη βία. Και παράλληλα να σκεφτούμε, από τη μια τους αγώνες του γυναικείου κινήματος που έχει καταφέρει ν’ αλλάξει πολλά κι από την άλλη τα εκατομμύρια των γυναικών που βίωσαν σιωπηλά και καρτερικά τη βία, δίνοντας τον αγώνα με το δικό τους, μοναχικό τρόπο. Και ήταν αυτές που μέσα από τα ψυχικά και σωματικά τους τραύματα βγήκαν νικήτριες.
Σε αυτές είναι αφιερωμένη η ταινία «Πάντα υπάρχει αύριο» (Ce ancora domani) της Πάολα Κορτελέσι. Η σκηνοθέτρια, που είναι και πρωταγωνίστρια, ερμηνεύει την Ντέλια, μια γυναίκα που ζει με την οικογένειά της σε ένα υπόγειο σε μια λαϊκή γειτονιά κάποιας ιταλικής πόλης, μερικούς μήνες μετά το τέλος του πολέμου. Η καθημερινή της ρουτίνα είναι η φροντίδα της οικογένειας και διάφορες μικροδουλειές που κάνει για να συνεισφέρει στο ισχνό εισόδημα του εργάτη άντρα της του Ίβο. Το ζευγάρι έχει δυο μικρά αγόρια, μια κόρη τη Μαρτσέλα που ετοιμάζεται να αρραβωνιαστεί, ενώ μαζί τους ζει και ο άρρωστος πατέρας του Ίβο, ο Οτορίνο. Όμως ενώ η Ντέλια κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για την οικογένειά της, ενώ υπομένει αγόγγυστα τις δυσκολίες της καθημερινότητας και τα καταφέρνει πολύ καλά, ο Ίβο δεν φαίνεται ικανοποιημένος. Την υποτιμά, την ακυρώνει και της ασκεί έντονη ψυχολογική αλλά και σωματική βία. Ο άντρας της δεν χάνει την ευκαιρία να ξεσπά βίαια επάνω της και να την θεωρεί υπεύθυνη σχεδόν για τα πάντα. Από την άλλη, η Μαρτσέλα ονειρεύεται να αρραβωνιαστεί τον αγαπημένο της για να γλυτώσει και κατηγορεί τη μητέρα της επειδή δεν αντιδρά και δεν αποφασίζει να φύγει. Η Ντέλια από τη μεριά της φοβάται για την κόρη της μην πέσει κι αυτή θύμα κάποιου άνδρα. Τη ρουτινιάρικη καθημερινότητα θα διακόψει ένα γράμμα που θα έρθει με παραλήπτρια την Ντέλια η οποία προσπαθεί να το κρύψει για να μην το δει ο Ίβο. Το γράμμα, που δεν αποκαλύπτεται το περιεχόμενό του μέχρι το φινάλε, μοιάζει να κρύβει μια ελπίδα αλλά της προκαλεί φόβο να μην πέσει στα χέρια του βίαιου άντρα της.
Μια ευχάριστη έκπληξη από τη γειτονική Ιταλία, μια ταινία καταγγελία της πατριαρχίας, που παραπέμπει μεν στο νεορεαλισμό -υπάρχει και μια φευγαλέα σκηνή, φόρος τιμής στους Κλέφτες ποδηλάτων- αλλά προφανώς δεν είναι νεορεαλιστική. Είναι ασπρόμαυρη, η υπόθεσή της εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, οι ήρωές της είναι άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν αλλά οι ηθοποιοί είναι επαγγελματίες, χρησιμοποιούνται ντεκόρ, γυρίσματα σε στούντιο και φωτισμοί. Πατώντας, λοιπόν, επάνω στη λαμπρή παράδοση του ιταλικού σινεμά, η Κορτελέσι κάνει μια ταινία για την ελευθερία και την ισότητα των φύλων, για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Είναι μια κοινωνική και πολιτική ματιά που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αλλά με ευθείες αναφορές στο σήμερα, υπενθυμίζοντας ότι μπορεί πολλά πράγματα να έχουν κατακτηθεί νομικά αλλά απομένουν πολλά περισσότερα να κατακτηθούν στο πεδίο της πραγματικότητας.
Αν θεωρήσουμε ότι το καλό σενάριο αποτελεί τη βάση για μια καλή ταινία, ιδού ένα λαμπρό παράδειγμα πετυχημένου σεναρίου (βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο της Ιταλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου) που χάρη στην προσεγμένη και λεπτοδουλεμένη σκηνοθεσία (βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτριας) οδήγησε σε ένα πετυχημένο αποτέλεσμα. Κάτι που μαρτυρά και η αποδοχή από το κοινό της γειτονικής χώρας, αφού η ταινία δεν ήταν μόνο η εμπορικότερη της χρονιάς, αλλά και η 9η σε σχέση με την ιστορία των ιταλικών αιθουσών.
Ειδικής αναφοράς αξίζει η θαυμάσια ερμηνεία της γλυκύτατης Πάολα Κορτελέσι, η οποία πίσω από τη μάσκα της καρτερικότητας και της υποταγής δείχνει την έντονη αποφασιστικότητα που κρύβει μέσα της. Είναι στ’ αλήθεια εξαιρετική και δικαίως τιμήθηκε με το αντίστοιχο βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο.
Πέρα όμως από τα βραβεία και την εισπρακτική επιτυχία, το «Πάντα υπάρχει αύριο» είναι μια ταινία που φαίνεται να ενοχλεί την πολιτική εξουσία στην Ιταλία. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η απουσία της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι από την ειδική προβολή της ταινίας που έγινε στην ιταλική γερουσία με αφορμή την παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών;
Ακόμη να αναφέρουμε ότι η ταινία υπενθυμίζει ένα κομβικό γεγονός στην ιστορία της Ιταλίας και δη της Δημοκρατίας, η οποία έκανε τα πρώτα της βήματα μετά τη μαύρη περίοδο του φασισμού και του πολέμου: Το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες που ψήφισαν για πρώτη φορά στις 2 και 3 Ιουνίου 1946, όταν σε σύνολο 25 εκατομμυρίων ψηφοφόρων οι γυναίκες ήταν τα 13 εκατομμύρια!
Των ταπεινών ανθρώπων
Δουλειά αφισοκολλητή στον Δήμο βρήκε ο Αντόνιο Ρίτσι και είναι πολύ ευτυχισμένος. Η δουλειά απαιτεί να έχει ποδήλατο κι έτσι παίρνει πίσω, με τη βοήθεια της γυναίκας του, το ποδήλατό του, που το είχε βάλει ενέχυρο. Την επόμενη μέρα γεμάτος αισιοδοξία, φορτώνει τις αφίσες στο ποδήλατο και αρχίζει να τις κολλά στους τοίχους. Όμως κάποιος του κλέβει το ποδήλατο, κι αυτό σημαίνει ότι ο Ρίτσι μαζί με το ποδήλατο, χάνει και τη δουλειά του. Έτσι ξεκινά μαζί με το γιο του μια αγωνιώδη προσπάθεια ανεύρεσης του κλεμμένου ποδηλάτου.
Η ταινία «Κλέφτης ποδηλάτων» (Ladri di biciclette) του Βιτόριο Ντε Σίκα, που γυρίστηκε το 1948, είναι ένα αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου και μια από τις κορυφαίες ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Έχει στο επίκεντρό της τη ζωή των ταπεινών ανθρώπων που παλεύουν για την επιβίωση. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα με σαφές κοινωνικό στίγμα παίρνει ξεκάθαρη θέση ενάντια στην κοινωνική αδικία και τις ανισότητες. Κατακεραυνώνει την κρατική γραφειοκρατία και μιλά για την αδυναμία του πολίτη μπροστά στη δύναμη της εξουσίας. Με απλότητα και σαφήνεια, με δυνατή, ρεαλιστική και μεστή σκηνοθεσία, χρησιμοποιώντας φυσικό ντεκόρ η ταινία κινητοποιεί ταυτόχρονα το συναίσθημα και τη λογική. Με ντοκιμαντερίστικη ματιά, χαλαρό σενάριο, φυσικό φωτισμό και περιορισμένη χρήση του μοντάζ, ο «Κλέφτης ποδηλάτων» είναι η ταινία - ορόσημο του νεορεαλισμού.
Ο Όρσον Γουέλς εντυπωσιασμένος είχε πει: «Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι το αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα»!
Ένα κινηματογραφικό αριστούργημα που βρίσκεται σταθερά στην πρώτη δεκάδα των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου.