Στο τριήμερο 28-30 Ιουνίου η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Βόλου και το Μουσείο Πολιτικών Εξόριστων Αη-Στράτη οργάνωσαν εκδήλωση μνήμης για τις εξόριστες γυναίκες που εκτοπίστηκαν στο Παλαιό Τρίκερι στο διάστημα 1948-1953. Πάνω από 80 άτομα όλων των ηλικιών παρακολούθησαν το πρόγραμμα που περιλάμβανε προβολή ντοκιμαντέρ, ιστορικό περίπατο, έκθεση αρχειακού υλικού, ομιλίες και ένα βιωματικό εργαστήριο. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τη σελίδα της ΟΠΙΒΟ στο facebook.

Μπορείτε επίσης να παρακολουθήσετε ολόκληρο το ηχητικό περίπατο εδώ (δημιουργοί: Κορίνα Καμαλακίδου-ΟΠΙΒΟ, Νίκος Πλουμπίδης) και το σχετικό βίντεο (δημιουργός Ντίνος Αργυρίου – ΟΠΙΒΟ) εδώ. Η εκδήλωση δημιούργησε πολλές στιγμές συγκίνησης, αλλά και αναστοχασμούς και συνδέσεις της ιστορικής μνήμης με το παρόν. Η «Εποχή» δημοσιεύει δύο από τις ομιλίες που παρουσιάστηκαν το Σάββατο 29 Ιουνίου, του πολιτικού επιστήμονα Αλέξαντρου Κιουπκολή (ΑΠΘ) και της κοινωνικής ανθρωπολόγου Ρίκης Βαν Μπούσχοτεν (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Η τρίτη ομιλήτρια ήταν η Νόρα Ράλλη, δημοσιογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, η οποία δημοσίευσε σχετικό κείμενο στις Νησίδες.

 

 

Μνήμη και λήθη της εξορίας γυναικών
στο νησί Τρίκερι

 

Απόψε θέλω να μιλήσω για τη διαχείριση της μνήμης των εξόριστων γυναικών που βρέθηκαν στο Παλαιό Τρίκερι. Τι θυμόμαστε και τι δεν θυμόμαστε σήμερα, πώς τις θυμόμαστε και γιατί είναι σημαντικό να διατηρήσουμε αυτή τη μνήμη για τις επόμενες γενιές; Σήμερα που έχει εκλείψει η φωνή των μαρτύρων βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου ανοίγουν μπροστά μας δύο δρόμοι: ο ένας οδηγεί στη στεγανοποίηση της μνήμης, όπως μας έχει παραδοθεί από τα γραπτά κείμενα των μορφωμένων πρωταγωνιστριών και ο δεύτερος στην απελευθέρωση και άλλων –σήμερα ξεχασμένων ή αποσιωπημένων– πτυχών της εμπειρίας των εξόριστων γυναικών. Πιο ασφαλής ο πρώτος δρόμος, αφού επικυρώνει τις ήδη διαμορφωμένες πολιτικές ταυτότητες, πιο επώδυνος, αλλά και πιο ουσιαστικός ο δεύτερος. Ίσως, όμως, για να μπορέσουμε να αντλήσουμε δύναμη από το παρελθόν σήμερα, θα πρέπει να επιδιώξουμε ένα τρίτο δρόμο, εκείνο της αλληλόδρασης μεταξύ αυτών των δύο μορφών μνήμης.

Οι εξόριστες δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά και έμφυλα υποκείμενα. Ας θυμηθούμε ότι η πρώτη εκτέλεση του εμφυλίου ήταν γυναίκα: η σλαβόφωνη Μίρκα Γκίνοβα από την Έδεσσα που εκτελέστηκε το Ιούνιο 1946. Γιατί λοιπόν οι γυναίκες, αγράμματες τότε κατά 60% και δέσμιες των πατριαρχικών σχέσεων, μπήκαν στο στόχαστρο του κατασταλτικού μηχανισμού; Μα γιατί η σημαντική χειραφέτησή τους μέσα από τη συμμετοχή στις αντιστασιακές οργανώσεις και στον ένοπλο αγώνα ήταν ανάθεμα για τους φορείς της εθνικοφροσύνης. Γι’ αυτό τις κούρευαν και τις βίαζαν οι παρακρατικοί, γι’ αυτό τις φώναζαν «Βουλγάρες» και «πουτάνες». Και γι’ αυτό τις εξόριζαν να «αναμορφωθούν» ώστε να επιστρέψουν στους παραδοσιακούς τους ρόλους. Ωστόσο, η «αναμόρφωση» που επιδίωκε το κράτος ακόμα και με τα σκληρότερα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια δεν πέτυχε τον σκοπό της, καθώς αποδείχτηκε πιο ισχυρό το εναλλακτικό «σχολείο» που ίδρυσαν οι γυναίκες στους τόπους εξορίας και μέσα από το οποίο διαμορφώθηκε ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, φορέα αλληλεγγύης, αντοχής και αντίστασης. Σήμερα, μπροστά στη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς μια τέτοια συλλογικότητα είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ, όμως, με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος περί «ατομικής ευθύνης» παραμένει δυσεύρετη. Οι εξόριστες μας εμπνέουν με το παράδειγμά τους.

Οι εμπειρίες των γυναικών που πέρασαν από το τρίγωνο Χίος - Τρίκερι - Μακρόνησος μας έγιναν γνωστές κυρίως από τα «θαμμένα τετράδια» που γράφτηκαν από εννιά μορφωμένες πολιτικές κρατούμενες και εκδόθηκαν με επιμέλεια της Βικτωρίας Θεοδώρου στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Γράφτηκαν το 1950-1951 υπό την επίβλεψη της Ρόζας Ιμβριώτη, στο λεγόμενο «Δεύτερο Τρίκερι», όταν 500 «αμετανόητες» εξόριστες γύρισαν με ψηλό το κεφάλι από το αναμορφωτήριο της Μακρονήσου ξανά στο Τρίκερι: «αμετανόητες» τις χαρακτήρισαν γιατί αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία γράφτηκαν αυτά τα κείμενα: συνδυάζει μια καταστροφική πολιτική και στρατιωτική ήττα με μια ηθική νίκη αυτών των γυναικών που δεν υποτάχτηκαν. Το παράδειγμά τους θα εμπνέει τους αγωνιστές της αριστεράς για πολύ καιρό. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε σήμερα ότι οι 500 «αμετανόητες» αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία: το 10% των 5.000 εξόριστων που πέρασαν από το Τρίκερι. Οι περισσότερες υπέγραψαν και γύρισαν σπίτι, χωρίς να σημαίνει αυτό αναγκαστικά ότι αφοπλίστηκαν πολιτικά. Η συγκεκριμένη συγκυρία υπαγόρεψε και τη μορφή και το ύφος των κειμένων, πέρα από τις πολύτιμες και ζωντανές περιγραφές της καθημερινότητας, των σωματικών βασάνων και των μορφών αλληλεγγύης και αντίστασης των γυναικών. Πρόκειται για μια ηρωική αφήγηση που εστιάζει στην άρνηση υποταγής. Θεωρώ ότι αυτή η μορφή αφήγησης ήταν η μόνη δυνατή στη συγκεκριμένη συγκυρία, προκειμένου να λειτουργήσει θετικά για τη διαχείριση της ήττας και για την επιβίωση του αριστερού κινήματος.

Για να εκπληρώσει όμως αυτή την ανάγκη, χρειάστηκε να αποσιωπηθούν ή να υποτονιστούν κάποιες πτυχές της ζωής στην εξορία (π.χ. ο πραγματικός αριθμός των δηλωσιών, οι εσωτερικές συγκρούσεις), να υπερτονιστούν οι πράξεις βίας εκ μέρους της διοίκησης και να τονιστεί ιδιαίτερα ο κεντρικός ρόλος των «πολιτικών» εξορίστων και να υποβαθμιστεί αντίστοιχα η σημασία των εμπειριών των άλλων κατηγοριών κρατουμένων, των «προληπτικών», των «ανταρτοοικογενειών» των ανταρτισσών και των δηλωσιών. Οι τέσσερις αυτές κατηγορίες εξόριστων γυναικών δεν έγραψαν δικές τους μαρτυρίες, ελάχιστες μίλησαν προφορικά. Η φωνή τους δεν υπάρχει και αυτό αφήνει μεγάλα κενά στην κατανόησή μας της εμπειρίας της εξορίας.

Σήμερα υπάρχει άραγε περιθώριο να ακούσουμε και αυτές τις φωνές, και να παράγουμε μια πιο συμπεριληπτική και πολυφωνική δημόσια μνήμη των εξόριστων γυναικών; Ποια εκδοχή της μνήμης θα μας είναι πιο χρήσιμη στις προκλήσεις που βρίσκονται ήδη μπροστά στην πόρτα μας;

 

Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν

 

 

Γυναίκες εξόριστες
της αντίστασης και του εμφυλίου

 

Μεταξύ των εκτοπισμένων γυναικών στο Παλαιό Τρίκερι, στη Χίο και τη Μακρόνησο, τα χρόνια από το 1948 ως και το 1953, βρίσκονταν αγωνίστριες της αντίστασης, αντάρτισσες, βαθιά πολιτικοποιημένες και οργανωμένες. Γυναίκες «επικίνδυνες», όπως τις χαρακτήριζαν κι οι δεσμοφύλακές τους. Πέρα από το να τιμούμε επετειακά και πένθιμα τη μνήμη τους και τις θυσίες τους, πώς μπορούμε να τιμούμε τον πολιτικό τους βίο; Τι έχουν να μας πούνε για την πολιτική σήμερα;

Η προφανέστερη σημασία της πολιτικής τους δράσης έγκειται στην ίδια την πίστη τους στην υπόθεση της ελευθερίας, της ισότητας, ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου, της μάχης κατά του φασισμού. Από αυτή την πίστη σε γήινα, εγκόσμια κι όχι μεταφυσικά, ιδανικά άντλησαν νόημα στη ζωή τους και απίστευτη δύναμη στον αγώνα τους ενάντια στον φασισμό, αλλά και την πατριαρχία, υπέρ της ελευθερίας όλων. Διαμόρφωσαν έτσι ένα τρόπο ζωής με νόημα, βάθος, και ορμή που παραμένει σήμερα σημαντικός κι επίκαιρος όσο ποτέ. Σε έναν κόσμο ισοπεδωμένο, σχεδόν μηδενισμένο, που αναζητεί ψήγματα νοήματος στη βία, στην εθνικιστική και συντηρητική αναδίπλωση, στον αντιδραστικό φανατισμό και στον καταναλωτισμό· σε κοινωνίες με δραματικές ανισότητες, τραγικές αδικίες, πολιτισμικές και περιβαλλοντικές καταστροφές χωρίς τέλος, τα ιδανικά της ίσης ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της συλλογικής ευημερίας είναι πάντα ο ορίζοντας μιας βιώσιμης και αξιοβίωτης ζωής για την ανθρωπότητα κι όλα τα έμβια όντα. Κι ο τρόπος ζωής που αναπνέει, δυναμώνει κι ευδοκιμεί από αυτά τα ιδανικά μας δείχνει δρόμους πέρα από τον μηδενισμό, την αρνητικότητα και τον ζόφο.

Αλλά θέλω να εστιάσουμε σε κάτι λιγότερο εμφανές και πρόδηλο, στον αγώνα και την αντίσταση που συνέχισαν στην εξορία. Σε τόπους εκτοπισμού και εγκλεισμού όπως το Τρίκερι, τις βασάνιζαν, τις υπέβαλλαν σε διαρκείς κακουχίες, πάσχιζαν να τις εξευτελίσουν. Κι αυτές επέμεναν να αντιστέκονται και με την εναντίωση αλλά και με δημιουργία τους. Η πιο γνωστή έκφραση αυτής της αντίστασης: αρνούνταν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας. Αλλά και αρνούνταν συλλογικά τον πρόσθετο σωματικό μόχθο. Σίγαζαν με τα μουρμουρητά τους τις κατηχήσεις εθνικοφροσύνης που τους επέβαλλαν. Αντιμετώπιζαν κατά πρόσωπο τους βασανιστές τους. Και ταυτόχρονα, σε τέτοιες συνθήκες βαρβαρότητας, δημιουργούσαν συλλογικά με το πνεύμα του νέου κόσμου στον οποίο προσέβλεπαν. Διάβαζαν κρυφά, έγραφαν και αλληλοδιδάσκονταν. Τραγουδούσαν, χόρευαν, ετοίμαζαν θεατρικές παραστάσεις. Ασκούσαν τις τέχνες που γνώριζαν η καθεμιά για το κοινό καλό. Στέκονταν η μία δίπλα στην άλλη, αλληλέγγυες.

Αυτές οι αντιστάσεις στην εξορία, κάτω από την κυριαρχία και την καταπίεση του εχθρού, τις κράτησαν όρθιες και τις εμψύχωναν να αντέχουν για καιρό σε καταστάσεις που σήμερα δύσκολα φανταζόμαστε ότι μπορούμε να υπομείνουμε. Τις έβγαλαν νικήτριες ως το τέλος. Κράτησαν στη ζωή και έθρεψαν το συλλογικό υποκείμενο που ξαναδυνάμωσε τη μαχητική αριστερά αμέσως μετά τον εμφύλιο και την εξορία.

Για αυτές τις τέχνες της αντίστασης σε συνθήκες βίαιης κυριαρχίας, όπου η ευθεία συλλογική αναμέτρηση με τον εχθρό είναι πρακτικά αδύνατη για υλικούς λόγους, έχει γράψει ο James Scott, στο έργο του «Κυριαρχία και οι τέχνες της αντίστασης» πραγματευόμενος, μεταξύ άλλων, τις καθημερινές αφανείς αντιστάσεις των μαύρων δούλων στον Νότο των ΗΠΑ (εκδόσεις Ψηφίδες, 2024). Κάτω από τον βίαιο ζυγό των δουλοκτητών και των οργάνων του, οι δούλοι κι οι δούλες υπέσκαπταν όσο μπορούσαν την καταναγκαστική τους εργασία. Ανακτούσαν μέρη από το προϊόν της εργασίας τους. Ανέπτυσσαν «κρυφές αφηγήσεις» που στηλιτεύαν τους κυρίαρχους και ονειρεύονταν έναν άλλο κόσμο.

Τέτοιες πράξεις «υπόγειας» αλλά διαρκούς αντίθεσης στις πιο καταπιεστικές κι ασφυκτικές δομές έχουν μια διττή σημασία. Φανερώνουν, πρώτον, ότι ο ολοκληρωτισμός της εξουσίας είναι ένας επικίνδυνος μύθος, που ακινητοποιεί και τρομοκρατεί. Δεν υπάρχει ολοκληρωτική κυριαρχία. Ο αγώνας για ελευθερία μπορεί να αναπνέει παντού και πάντα, ακόμη και στο ναζιστικό στρατόπεδο του Νταχάου ή τους τόπους βασανισμού και «αναμόρφωσης» στην Ελλάδα του εμφυλίου. Δείχνουν, δεύτερον, την αξία της συνεχιζόμενης αντίστασης με κάθε διαθέσιμο μέσο, που διασώζει και ενισχύει τη διάθεση για αγώνα, που διαμορφώνει συλλογικά υποκείμενα για την ανατροπή, κτίζοντας τους όρους για τις μαζικές εξεγέρσεις. Έτσι η πράξη πολιτικής ανυπακοής της Ρόζα Παρκς τον Δεκέμβρη του 1955 στην Αλαμπάμα, που πυροδότησε το μαζικότερο κίνημα των έγχρωμων κατά του ρατσισμού στις ΗΠΑ, δεν ήταν μια αναλαμπή της στιγμής, ένα θαύμα. Έφερε πίσω της χρόνια δικής της πολιτικής κινητοποίησης και αιώνες αντιστάσεων των μαύρων.

Στην Ελλάδα του 2024, η πλειονότητα όσων συμμεριζόμαστε τα πολιτικά ιδανικά των εξόριστων γυναικών δεν ζούμε σε όμοια στρατόπεδα «συμμόρφωσης» ούτε βιώνουμε την άγρια βαναυσότητα του μετεμφυλιακού κράτους. Ζούμε, όμως, σε καιρούς ήττας των μεγάλων επαναστάσεων του παρελθόντος και αλλά και των πρόσφατων δικών μας αναζητήσεων και δράσεων για μια καλύτερη δημοκρατία, για έναν άλλο κόσμο ισότητας, δικαιοσύνης, οικολογίας. Ζούμε, επιπλέον, σε μια εποχή όπου έχει εξαλειφθεί ο ιστορικός ορίζοντας της προσδοκίας για έναν καλύτερο κόσμο, στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης οπισθοδρόμησης και του εκφυλισμού της δημοκρατίας, της παγκόσμιας επανόδου των πιο μαύρων δυνάμεων της αντίδρασης. Με αυτή την έννοια, ζούμε σε έναν κόσμο γενικευμένης εξορίας -από το συλλογικό νόημα και την ελπίδα. Γι’ αυτό κι έχει τέτοια αξία το παράδειγμα των εξόριστων γυναικών που μέσα στην ήττα, την εξαθλίωση και τον βασανισμό πάλευαν καθημερινά και πεισματικά. Τέτοιες διαρκείς αντιστάσεις εναντίωσης αλλά και δημιουργίας είναι οι όροι για να κρατήσουμε ζωντανά την ελπίδα και το φρόνημα, για να οικοδομήσουμε τα συλλογικά υποκείμενα της ανατροπής και για να ξαναμπούμε στην τροχιά πραγματοποίησης των ιδανικών της ελευθερίας στη βάση της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης για το καλό όλων.

 

Αλέξανδρος Κιουπκιολής

Αλέξανδρος Κιουπκιολής Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Κοινωνία )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet