Αν δεν παραδεχτεί τα λάθη της των περασμένων χρόνων η πολιτική ηγεσία στο Βερολίνο αναπόφευκτα θα στραφεί τα επόμενα δύο (εκλογικά) χρόνια σε πολύ πιο συντηρητικά μονοπάτια
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΟι οργανωμένες και -όπως αποδείχτηκε- εκτεταμένες, αν και από μικρό μάλλον αριθμό ανδρών επιθέσεις με στόχο την σεξουαλική παρενόχληση γυναικών, που σημειώθηκαν σε πόλεις της Γερμανίας το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με μεγαλύτερη ένταση στην Κολωνία έδωσαν μια άλλη διάσταση στη συζήτηση για το μεταναστευτικό και σίγουρα φουσκώνουν τα πανιά ξενοφοβικών πολιτικών δυνάμεων. Τα περιστατικά αυτά που ήταν πρωτοφανή και απροσδόκητα έδειξαν παράλληλα πόσο δύσκολο θα είναι για την Ανγκέλα Μέρκελ να μπορέσει να συνεχίσει να ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί, όπως έκανε όλο τον προηγούμενο χρόνο.
Η γερμανίδα καγκελάριος χρησιμοποίησε σκληρη γλώσσα για να καταδικάσει αυτά τα γεγονότα, που απασχόλησαν επί ημέρες τα μέσα ενημέρωσης, προσπαθώντας βεβαίως να αποφύγει απλοποιήσεις, που κυριάρχησαν σε κάποια κίτρινα φύλλα, περί «εγκληματιών εκ φύσεως από τη Βόρεια Αφρική», που απειλούν τις «απροστάτευτες γερμανίδες γυναίκες». Ωστόσο, η ουσία του προβλήματος παραμένει και ακούει στο όνομα «ενσωμάτωση και συμβίωση» με τους μετανάστες. Είναι ένα κοινωνικό ζήτημα, που δεν έχει απλές απαντήσεις, για τις οποίες όμως διψούν τα ταμπλόιντ και τις οποίες απλόχερα προσφέρουν ακροδεξιές δυνάμεις.
Ενα θεμελιώδες δίλημμαΗ πολιτική κυριαρχία της Χριστιανοδημοκρατίας εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει να κάνει ως ένα βαθμό και με τη συνέχιση της πολιτικής, που έλεγε ότι δεν θα πρέπει να αφήνεται κανένας χώρος ελεύθερος για δυνάμεις στα δεξιά της. Κατόρθωνε έτσι να εκφράζει όχι μόνο το μεσαίο χώρο, αλλά και παραδοσιακά συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας, που θεωρούν το «νόμο και την τάξη» ως ύψιστη προτεραιότητα. Αυτό το αξίωμα φαίνεται να κλονίζεται στα χρόνια της Μέρκελ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η καγκελάριος συνεχίζει να παραμένει -με βάση και την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του περιοδικού Stern- η αδιαμφισβήτητα δημοφιλέστερη πολιτικός στην πατρίδα της, αυτή που θα επέλεγαν με απόλυτη πλειοψηφία οι Γερμανοί για καγκελάριο, αν είχαν το δικαίωμα μιας τέτοιας απευθείας επιλογής.
Ωστόσο, η ίδια αυτή δημοσκόπηση δείχνει μια ανθεκτικότητα του ξενοφοβικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και παρά το γεγονός ότι και αυτό αντιμετώπισε πρόσφατα εσωτερικές έριδες και απειλή διάσπασης. Το ερώτημα, λοιπόν, για την «Μητερούλα» είναι αν θα επιλέξει να κινηθεί δεξιότερα και να περιορίσει τις διαρροές προς το δεξί της άκρο ή αν θα συνεχίσει να ποντάρει στην απήχηση, που έχει η εικόνα της ως κύριου εκφραστή της «φωνής της λογικής», κάτι που κάνει τα κεντρώα μεσοαστικά στρώματα να την εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά, όπως δείχνει και η ανικανότητα των σοσιαλδημοκρατών να συγκινήσουν αυτό το κομμάτι του πληθυσμού και να μπορέσουν να ξεκολλήσουν από ποσοστά κάτω από το 25%. H ίδια δημοσκόπηση δείχνει πάντως και ότι στους τρεις Γερμανούς ο ένας επιλέγει την αποχή, κάτι που επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν κομμάτια της κοινωνίας, που αισθάνονται χωρίς πολιτική εκπροσώπηση και που μπορεί σε δεδομένη στιγμή να συμπεριφερθούν απρόβλεπτα.
Η επιλογή, λοιπόν, που θα κάνει η γερμανίδα καγκελάριος δεν είναι απλά φιλοσοφικού χαρακτήρα. Το 2016 υπάρχουν εκλογές σε πέντε συνολικά κρατίδια. Η αρχή θα γίνει στις 13 Μαρτίου σε Βάδη-Βουρτεμβέργη, Ρηνανία-Παλατινάτο και Σαξωνία-Ανχαλτ και το αποκορύφωμα θα είναι οι εκλογές για το τοπικό κοινοβούλιο του Βερολίνου τον Σεπτέμβριο. Αν η AfD κατορθώσει και μπει σε αυτά τα κοινοβούλια δεν θα μετατοπίσει απλά το συσχετισμό δυνάμεων και θα δυσκολέψει πιθανούς και γνώριμους ως τώρα κυβερνητικούς συνασπισμούς. Θα αλλάξει ουσιαστικά την πολιτική ατζέντα ενόψει και των εθνικών εκλογών του 2017.
Η Ανγκέλα Μέρκελ θα πρέπει, λοιπόν, να αποφασίσει είτε ότι θα πρέπει να ανακόψει το ρεύμα των ξενοφοβικών, αντιευρωπαϊστών, είτε να τους αποδεχτεί ως μια υπαρκτή πολιτική δύναμη και ως ένα πιθανό μελλοντικό σύμμαχο σε μια κεντροδεξιά πλειοψηφία, με επικεφαλής την ίδια ή τον διάδοχό της. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι την ερχόμενη διετία θα έχουμε μια σαφώς πιο συντηρητική ατζέντα στο πολιτικό στερέωμα της χώρας, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και για την στάση της μέσα στην Ευρώπη. Το να αποφασίσει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τις θέσεις τους μοιάζει αυτή τη στιγμή μάλλον απίθανο.
Οι «αχάριστοι» ΕυρωπαίοιΟι εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη μοιάζουν να διευκολύνουν μια τέτοια διολίσθηση. Ο μέσος Γερμανός ολοένα και πιο έντονα κυριαρχείται από το συναίσθημα ότι οι εταίροι του δεν τον καταλαβαίνουν. Οι Νότιοι δείχνουν αχαριστία απέναντι σε όσα έκανε για να τους «κρατήσει» εντός ευρώ. Οι Ανατολικοί συμπεριφέρονται σαν να μπήκαν στην ΕΕ μόνο για τα λεφτά του και αρνούνται πεισματικά να μοιραστούν μαζί του τα βάρη από το προσφυγικό κύμα. Και έρχονται τώρα και κάποιοι Βόρειοι σαν τους Δανούς να του κλείσουν τα σύνορα. Ακόμα και οι Βρετανοί, που ιδεολογικά είναι πιο κοντά στο μοντέλο της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού ξέρουν μόνο να ζητάνε «τις σταφίδες από το κέικ». Γιατί λοιπόν θα πρέπει να σκέφτεται το Βερολίνο ευρωπαϊκά, όταν είναι περιτριγυρισμένο από ένα κόσμο που δεν του δείχνει καμιά κατανόηση;
Αυτή είναι η «εκδίκηση» κατά κάποιο τρόπο της θεωρίας, που και η ίδια η Μέρκελ συντήρησε για μεγάλο διάστημα για να δικαιολογήσει μια πολιτική την οποία αδυνατεί να παραδεχτεί ότι απέτυχε. Είναι η θεωρία του Γερμανού που έκανε «ότι μπορούσε» για να βοηθήσει τους άλλους ως καλός Ευρωπαίος και τώρα νοιώθει «παρεξηγημένος».
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που θα βρει μπροστά της η καγκελάριος έχει να κάνει όχι τόσο με τα θεωρήματα που καλλιέργησε, όσο με την πραγματική πολιτική που ακολούθησε. Η ανάπτυξη της οικονομίας είναι έτσι κι αλλιώς οριακή και όπως επισημαίνουν αρκετοί οικονομολόγοι βασίστηκε στις εξαγωγές και στην κατανάλωση. Υποτίμησε όμως δύο βασικές παραμέτρους και σε αυτό δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η στενοκεφαλιά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Περιόρισε στο ελάχιστο τις δημόσιες επενδύσεις, με αποτέλεσμα η χώρα να αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσει στο μέλλον σοβαρά προβλήματα στον τομέα των υποδομών της, κάτι που θα το βρουν μπροστά τους και οι πολίτες.
Από την άλλη, αυτή η πολιτική, την πατρότητα της οποίας θα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στο σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, έχει εντείνει τις κοινωνικές αντιθέσεις σε πρωτόγνωρο βαθμό. Στη Γερμανία ζουν -ίσως όσο ποτέ άλλοτε- εκατομμύρια κακοπληρώμενοι εργαζόμενοι, οριακά πάνω από την φτώχεια και με μόνιμη συντροφιά τους την κοινωνική ανασφάλεια και αυτό το χάσμα προβλέπεται να διευρυνθεί και άλλο το επόμενο διάστημα. Το δεδομένο αυτό δεν είναι άσχετο και με την πολιτική «ορφάνια» την οποία, όπως αναφέραμε νωρίτερα, αισθάνεται σχεδόν το ένα τρίτο των πολιτών. Και το οποίο στα μάτια των λαϊκιστών μοιάζει ευάλωτο, σε θεωρίες που προσπαθούν να αποδώσουν την ανέχεια του σε εχθρούς από το εξωτερικό.
•