Ο Εμανουέλ Μακρόν, σε επιστολή που έστειλε την Τετάρτη στους Γάλλους, δήλωσε πως στις εκλογές της 7ης Ιουλίου «κανείς δεν κέρδισε». Παρότι κανένα κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία, η δήλωση του είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Το κόμμα του έχασε 76 έδρες και κατάφερε να κερδίσει τις υπόλοιπες με την ανοιχτή στήριξη της Αριστεράς, ενώ το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, με τους οποίους συνεργαζόταν, έχασε και εκείνο 13. Παρά την ευρύτερη αβεβαιότητα, είναι ξεκάθαρα τρία πράγματα: η ήττα της πολιτικής του προέδρου, η απειλητική ισχύς της Ακροδεξιάς και το ότι η Αριστερά ηγείται του προοδευτικού χώρου. Προωθώντας ως μόνη λύση τη δημιουργία ενός τόξου που να πηγαίνει από τους Σοσιαλιστές ως τους Ρεπουμπλικάνους, με συγκολλητική ουσία τον δικό του χώρου, ο Μακρόν δεν λέει απλά στους Γάλλους ότι «κανείς δεν κέρδισε», αλλά παραδέχεται και ότι ο ίδιος έχασε και πως δεν επιτρέπεται να χάσει. Δεχόμενος να αναγνωρίσει ως κυβερνητική πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση μόνο ένα συνασπισμό της επιλογής του, ο Μακρόν θολώνει τα όρια νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Επιθυμεί να χτίσει μια πλειοψηφία του λεγόμενου «ρεπουμπλικανικού χώρου», από τον οποίο όμως αποκλείει καθημερινά όλο και περισσότερους: στην αρχή τον Μελανσόν ως αποδιοπομπαίο τράγο, ύστερα τη φιλοπαλαιστινιακή και αντι-ισλαμοφοβική Αριστερά σαν αντισημιτική και πρόσφατα ακόμα και την οικολόγο Μαρίν Τοντελιέρ λόγω της σύνδεσής της με οργανώσεις μαχητικής Οικολογίας.

Το δόγμα του μακρονισμού είναι τόσο απλό, όσο και καταστροφικό: η εξίσωση των δύο άκρων συναντά το θατσερικό αξίωμα there is no alternative. Όσο πιο μεγάλη γίνεται η λαϊκή αντίδραση απέναντι στην κυβέρνηση, όσο πιο αντιλαϊκά τα μέτρα περνούν, όσο πιο δύσκολες και παραφύσιν συμμαχίες κάνει με τη σκληρή Δεξιά, όσο πιο συχνά παρακάμπτεται το κοινοβούλιο, τόσο πιο αυταρχικά επαναλαμβάνει ο Μακρόν πως η Αριστερά έθεσε εαυτόν εκτός δημοκρατίας. Κάθε εκλογική αναμέτρηση που κέρδισε ο παρών πρόεδρος, του χαρίστηκε γιατί βρέθηκε απέναντι στη Λεπέν και το κόμμα της. Έμαθε, λοιπόν, πως για να κερδίσεις και να κυβερνήσεις, δεν χρειάζεται να είσαι αγαπητός, ούτε καν να ηγεμονεύσεις, χρειάζεται απλά να είσαι η μόνη λύση. Η στρατηγική του δεν είναι ένας κλασικός θατσερισμός, ούτε ο απλός οικονομικός μερκελισμός, που τόσο καλά γνωρίζουν οι Έλληνες. Το ΤΙΝΑ Μακρόν έχει μια επικίνδυνη, εκβιαστική ηθικοπολιτική χροιά: όχι απλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέραν του νεοφιλελευθερισμού, αλλά δεν υπάρχει και καμία ηθική νομιμοποίηση σε οποιαδήποτε «ακραία» εναλλακτική.

Αυτή η στρατηγική πέτυχε το 2017 και το 2022. Όμως, τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει. Το αντιφασιστικό μέτωπο, ακόμα ισχυρό, δεν μπορεί πλέον να χτιστεί γύρω από το δεξιό Κέντρο: η Αριστερά ηγείται τώρα αυτής της αντίστασης στην Ακροδεξιά, είναι η πρώτη δύναμη σε έδρες και η μόνη που μπορεί να κερδίσει απέναντι της στο μέλλον. Το μόνο μέτωπο που έχει λοιπόν νόημα πλέον, είναι το «ούτε Λεπέν, ούτε Μακρόν». Μπορεί όμως να υπάρξει, να στεριώσει αυτό το μέτωπο; Μπορεί μια μεγάλη διευρυμένη Αριστερά να παραμείνει μια πραγματική λαϊκή εναλλακτική, χωρίς να επαναλάβει το λάθος των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της περιόδου 2000-2010; Το μόνο που μας μένει, είναι να ελπίζουμε πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται: πως η «Κεντροαριστερά» έμαθε έστω κάτι από την ιστορική ιδεολογική, πολιτική και ηθική κατάρρευσή της την προηγούμενη δεκαετία. Η νεοφιλελεύθερη κεντρώα στροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν χωρίς καμία αμφιβολία η αρχή των σημερινών αδιεξόδων στην Γαλλία, την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η γαλλική Αριστερά δεν μπορεί, όμως, να κυβερνήσει, ούτε καν να κερδίσει μόνη της, χωρίς να στραφεί προς τον χώρο που αυτή η κατάρρευση άφησε άδειο. Θα ήταν παρόλ’ αυτά ολέθριο να χάσουμε ξανά την ίδια ευκαιρία. Η Αριστερά πρέπει να κερδίσει μια δύσκολη ταυτόχρονη μάχη, εντός της και εκτός της. Η μόνη εναλλακτική είναι εκείνη που θα φτιαχτεί αν καταφέρει να επιβάλει τη δική της θεωρία των δύο άκρων: ούτε ρατσιστικός και ακροδεξιός, ούτε νεοφιλελεύθερος και τεχνοκρατικός αυταρχισμός.

Η προσπάθεια που θα καταβληθεί είναι τεράστια ώστε η Αριστερά να καμφθεί στις θέσεις και το πρόγραμμά της, ώστε να κυβερνήσει με δεμένα χέρια, ώστε να διασπαστεί και να αποτύχει. Οι λίγες κόκκινες γραμμές που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την ενότητα του Λαϊκού Μετώπου μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είναι η κατάργηση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επένδυση στο σύστημα υγείας και παιδείας, και ένας συγκροτημένος αντιρατσιστικός λόγος. Δεν γνωρίζουμε αν στη Γαλλία η αριστερή παρένθεση θα ανοίξει και πόσο θα διαρκέσει, αν θα μπορέσει να περάσει φιλολαϊκά μέτρα και να δημιουργήσει μια μακροχρόνια δυναμική μέχρι τις επόμενες εκλογές εθνοσυνέλευσης και τις προεδρικές εκλογές του 2027. Το πιο καθοριστικό θα είναι αν θα βρεθεί μέσα στο επόμενο διάστημα μια κοινή, φιλολαϊκή γραμμή μεταξύ των συνιστωσών του Λαϊκού Μετώπου, ενώ η εφαρμογή ολόκληρου του κοινού προγράμματος, χωρίς συμβιβασμούς, μοιάζει αδύνατη άνευ απόλυτης πλειοψηφίας. Το μόνο πράγμα που μοιάζει ξεκάθαρο πάντως είναι πως τώρα, πέρα από κάθε πεπατημένη, είναι ιστορικά αναγκαίο να κάνουμε πραγματικότητα τη δική μας θεωρία των δύο άκρων. Δεν υπάρξει εναλλακτική, αν δεν σταματήσει η αέναη εναλλαγή τους.

 

Ιωάννα Μπαρτσίδη Η Ιωάννα Μπαρτσίδη είναι υπ. διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Université Paris-Nanterre, ερευνήτρια στο Κέντρο Marc Bloch Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet