Χαρήκαμε –και δικαιολογημένα– τη διπλή νίκη στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές: τη διάψευση των προγνωστικών για πρωτιά της Ακροδεξιάς και την ανάδειξη της συνασπισμένης γαλλικής Αριστεράς σε πρώτη δύναμη στο κοινοβούλιο. Ανεξάρτητα από την εξέλιξη που θα έχουν τα πράγματα στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, καθόλου εύκολη από πρώτη ματιά, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη ότι υπάρχει τρόπος να ανακοπεί η επέλαση της Ακροδεξιάς και η απατηλή γοητεία που ασκεί κυρίως στα πιο αδύναμα λαϊκά στρώματα, τα οποία παραδοσιακά είχαν ισχυρούς δεσμούς με την Αριστερά.

Δικαιολογημένα, επίσης, τονίστηκε και τονίζεται ότι αποφασιστικό στοιχείο που συνέβαλε σ’ αυτό το αποτέλεσμα, ήταν η διάθεση συνεργασίας που καλλιεργήθηκε, τόσο με τη μορφή της συσπείρωσης της ευρύτερης Αριστεράς στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο, όσο και με τις συμφωνίες μεταξύ των αντίπαλων προς την Ακροδεξιά δυνάμεων σε επίπεδο εκλογικών περιφερειών.

 

Η ζωή δεν ευνοεί τις απομιμήσεις

 

Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι την παρερμηνεία της γαλλικής εμπειρίας ως συνταγής για πάσα χρήση, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Αν η ιστορία δεν ευνοεί μία φορά την επανάληψη, απορρίπτει χίλιες φορές τις απομιμήσεις.

Εκεί, ο βασικός αντίπαλος ήταν η Ακροδεξιά. Εδώ, παρά την ύπαρξη ισχυρής ακροδεξιάς πτέρυγας στο εσωτερικό της, αντίπαλος είναι η ΝΔ. Εκεί, ένα σοσιαλιστικό κόμμα με διαφορετική από τα καθ’ ημάς παράδοση συμπαρατάχθηκε με τις δυνάμεις της πληθυντικής Αριστεράς. Εδώ, μετά βίας ανιχνεύονται στοιχεία αριστερής τάσης στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Εκεί, μετά από επίπονες προσπάθειες, διαφορετικές τάσεις της Αριστεράς και της πολιτικής Οικολογίας μπορούν και συνεργάζονται με βάση ένα κοινό πρόγραμμα. Εδώ, το κέντρο βάρους της Αριστεράς έχει γείρει προς τον Περισσό, που δεν διανοείται να αναζητήσει φίλιες δυνάμεις για οποιοδήποτε στόχο. Όσο για τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η εκλογική αδυναμία του είναι ευθέως ανάλογη με την αδυναμία καλλιέργειας πνεύματος διαλόγου και κοινής δράσης με στόχο την ανασύνθεση και την ενότητά του. Εκεί, μετά από πολύχρονες αναζητήσεις και αντιπαραθέσεις, στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και γενικότερα, δεν είναι η ρευστότητα που κυριαρχεί. Εδώ, ένα ισχυρό μέχρι χθες κόμμα της Αριστεράς, στο οποίο έβρισκαν στέγη διαφορετικές τάσεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε διαδικασία μετάλλαξής του σε καθαρά αρχηγικό κόμμα χωρίς ιδεολογικές ή και σταθερές προγραμματικές δεσμεύσεις. Από αυτή την άποψη, έχει σημασία και μας ενδιαφέρει ποια θα είναι η έκβαση αυτής της «επιχείρησης» και αν θα απελευθερώσει ή θα συμπαρασύρει δυνάμεις που, κοινωνικά, πολιτικά, εκλογικά, δυνητικά ανήκουν στην και διεκδικούνται από την Αριστερά.

Το αποτέλεσμα είναι να μεταφράζεται από τους επίδοξους διαμορφωτές της κοινής γνώμης το υπαρκτό μέσα στην κοινωνία αίτημα ανάδειξης μιας αντίπαλης στη ΝΔ πολιτικής πρότασης ικανής να αποτελέσει εναλλακτική κυβερνητική λύση, σε ζήτημα «ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς» χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση της Αριστεράς. Καμιά σχέση, δηλαδή, με όσα παρακολουθούμε στη Γαλλία, όπως κι αν τα ερμηνεύσουμε.

 

Πιο σύνθετες οι δικές μας ανάγκες

 

Με άλλα λόγια, εδώ είναι πιο σύνθετα και πιο περίπλοκα τα δεδομένα από ό,τι δείχνουν στη Γαλλία. Άλλωστε, και εκεί αυτό που εμείς δικαιολογημένα εισπράττουμε ως σημαντική νίκη, χρειάστηκε κόπο και χρόνο για να γίνει πραγματικότητα. Χρειάστηκε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας του κόσμου, που τείνει να πιστέψει ότι οι προσδοκίες του από την πολιτική οφείλουν να είναι ελάχιστες αν όχι μηδενικές.

Σχεδίαζα ένα διαφορετικό τέλος, με τα δικά μου λόγια. Τύχη αγαθή, όμως, διάβασα μια ανάρτηση του Βασίλη Παπαστεργίου, που, καταληκτικά, έθετε με πολύ απλούστερο και κατανοητό τρόπο το καίριο ερώτημα της συγκυρίας: πώς μπορεί η ριζοσπαστική Αριστερά και Οικολογία να αποφύγει την άθροισή της σε μια κεντροαριστερή σούπα και ταυτόχρονα να μη γυρίσει την πλάτη στο κοινωνικό αίτημα για μια πολιτική που θα αλλάξει τα πράγματα, να ανοίξει, δηλαδή, «ένα μονοπάτι ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τον απομονωτισμό»; Με την άδειά του συνοψίζω τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να μας φέρουν πιο κοντά σε συνθήκες ανάλογες με τις γαλλικές, ελπίζοντας ότι δεν αλλοιώνω τις σκέψεις του.

Πρώτον, χρειάζεται «να συγκροτηθεί η ριζοσπαστική Αριστερά και Οικολογία ως διακριτός ισχυρός πόλος», «με περιορισμό υποκειμενισμών, διάθεση διαλόγου και συνύπαρξη παρά τις διαφωνίες». (Δεν είναι μόνο υποκειμενική ανάγκη, προσθέτω, είναι όρος επιτυχίας).

Δεύτερον, χρειάζεται «η όποια μετωπική πολιτική συμμαχία ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα με συγκεκριμένες δεσμεύσεις, που θα εμπνεύσουν και θα πείσουν τον κόσμο ότι αξίζει να κινητοποιηθεί για μια πολιτική αλλαγή». (Γιατί η πρώτη προϋπόθεση, υποθέτω, είναι αναγκαία, όχι απαραίτητα και ικανή).

Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Αλλά για κάθε στοχοθεσία ισχύει το ίδιο. Στη συγκεκριμένη περίσταση, μάλιστα, η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, που χαρακτηρίζει τη μετεκλογική περίοδο και φαίνεται ότι θα έχει διάρκεια, μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκό στοιχείο, γιατί, αφενός, δυσχεραίνει τις «εύκολες» λύσεις, καθώς αυτές προσκρούουν στις διαφορετικές, σχετικά αδιαμόρφωτες και ανταγωνιστικές επιδιώξεις στο εσωτερικό κομμάτων της αντιπολίτευσης, αφετέρου, αποτελεί ευνοϊκό περιβάλλον για διαδικασίες ανασύνθεσης και στην περιοχή της Αριστεράς. Διαδικασίες που κινητοποιούν και τις ενωτικές τάσεις, ενισχύοντας τη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων που οι τάσεις αυτές διαμορφώνουν. Και είναι αλήθεια ότι τέτοιου είδους διαθέσεις, όταν γίνονται ορατές, κάνουν πιο πειστικό ακόμα και ένα λιγότερο ικανοποιητικό για τις αντικειμενικές ανάγκες πολιτικό πρόγραμμα.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet