Της Βιβής Κεφαλά

Στις 2 Ιανουαρίου εκτελέστηκαν στη Σαουδική Αραβία 47 άτομα με την κατηγορία της τρομοκρατικής δράσης, μεταξύ των οποίων άτομα που καταδικάστηκαν ως μέλη της Αλ Κάιντα, αλλά και ένας επιφανής σιίτης κληρικός, ο Νίμρ Μπάκρ αλ Νίμρ, ο οποίος εδώ και καιρό ασκούσε σφοδρή κριτική στο ουαχαμπιτικό καθεστώς του Ρυάντ.
Αντιδρώντας στην εκτέλεση, ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ κατήγγειλε το σαουδαραβικό καθεστώς, τονίζοντας ότι «το αίμα του μάρτυρα Νίμρ, που χύθηκε άδικα, θα αποδώσει καρπούς και το θεϊκό χέρι θα εκδικηθεί τους Σαούντ.» Την ίδια ώρα, στην Τεχεράνη και το Μασχάντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν, ξέσπασαν διαδηλώσεις εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, στη διάρκεια των οποίων οι διαδηλωτές κατέστρεψαν σημαντικό τμήμα της πρεσβείας και του προξενείου της Σαουδικής Αραβίας. Αντιδρώντας με τη σειρά του το Ρυάντ, κατήγγειλε την Τεχεράνη για τις επιθέσεις και τις καταστροφές και ανακοίνωσε τη διακοπή των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν.

Επικίνδυνη και αναμενόμενη κλιμάκωση

Πρόκειται για μία επικίνδυνη –αλλά αναμενόμενη- κλιμάκωση ανάμεσα στις δύο χώρες, οι σχέσεις των οποίων δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα φιλικές, έγιναν όμως εχθρικές μετά την ιρανική επανάσταση του 1979.
Πράγματι, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία απετέλεσαν τους δύο πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής στον Κόλπο, μετά τη σύναψη συνθήκης φιλίας και συνεργασίας του Ιράκ με την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, πράγμα που ανάγκαζε την Τεχεράνη και το Ρυάντ να συνυπάρχουν υπό την αμερικανική επιρροή.
Η ανατροπή του σάχη του Ιράν το 1979 άλλαξε άρδην τα περιφερειακά δεδομένα και το -κατά κύριο λόγο- σιιτικό Ιράν μετατράπηκε σε μείζονα περιφερειακό εχθρό της Σαουδικής Αραβίας, όχι μόνο διότι η ανάδυση του σιισμού αποτελούσε πρόκληση προς το ουαχαμπιτικό δόγμα του Ρυάντ, αλλά και διότι το ιρανικό καθεστώς δήλωνε σε όλους του τόνους ότι δεν αποτελεί ένα σεχταριστικό κράτος, δηλαδή ένα κράτος μόνο για τους σιίτες, αλλά μια επαναστατική δύναμη υπέρ όλων των καταπιεσμένων μουσουλμάνων.
Το μήνυμα αυτό θορύβησε ακόμα περισσότερο τη Σαουδική Αραβία, στο έδαφος της οποίας, και μάλιστα στην επαρχία Σαγκίεχ στην οποία βρίσκονται τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας, ζει σιιτικός πληθυσμός, ο οποίος υπολογίζεται στο 10% τουλάχιστον του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι σιίτες στη Σαουδική Αραβία είναι απόλυτα περιθωριοποιημένοι, καθώς θεωρούνται αιρετικοί και πολέμιοι της πραγματικής πίστης, την οποία κατά Ρυάντ εκφράζει το ουαχαμπιτικό σουνιτικό δόγμα το οποίο ακολουθεί και στο οποίο στηρίζει την πολιτική του νομιμοποίηση. Κατά συνέπεια, η Σαουδική Αραβία θεωρεί ότι το Ιράν αποτελεί μείζονα αποσταθεροποιητικό παράγοντα όχι μόνο για την ίδια ούτε μόνο για το υποσύστημα του Αραβο-περσικού Κόλπου, αλλά και για την ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.
Προφανώς, δεν πρόκειται για θρησκευτική διαφορά, μια και η ουσία της αντιπαράθεσης είναι καθαρά πολιτική: αφορά την επιβίωση του σαουδαραβικού καθεστώτος, το οποίο –μετά το 1991- αποτελεί στόχο σφοδρών εσωτερικών κριτικών, οι οποίες ασκούνται τόσο από τον μετριοπαθή κλήρο όσο και από ισλαμιστές (δεν είναι τυχαίο ότι 15 από τους 19 αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 ήταν Σαουδάραβες), αλλά και από τμήμα της σαουδαραβικής κοινωνίας, που αντιλαμβάνεται ότι οι αρχαϊκές πολιτικές δομές της χώρας θα πρέπει, επί τέλους, να εκσυγχρονιστούν.

Τι αντιπροσωπεύει ο εμφύλιος της Υεμένης

Ο πολυετής αποκλεισμός του Ιράν από τη διεθνή κοινωνία δεν καθησύχασε τους φόβους της Σαουδικής Αραβίας, κάθε άλλο μάλιστα αφού το καθεστώς της Τεχεράνης όχι μόνο άντεξε, όχι μόνο εξασφάλισε την υποστήριξη της Ομοσπονδίας της Ρωσίας, αλλά και κατάφερε να αποκτήσει στρατηγικούς περιφερειακούς εταίρους, όπως η λιβανέζικη σιιτική Χεζμπολλά, η παλαιστινιακή σουνιτική Χαμάς αλλά και –κυρίως- το συριακό καθεστώς.
Οι σαουδαραβικοί φόβοι έναντι του Ιράν εντείνονται με το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων το 2011, που φθάνουν στο γειτονικό Μπαχρέϊν, όπου η σιιτική πλειοψηφία της χώρας υφίσταται την καταπίεση και την περιθωριοποίηση της σουνιτικής μειοψηφίας, που εκφράζεται από την δυναστεία των Χαλίφα. Το Ρυάντ, το οποίο καταγγέλλει την εξέγερση ως υποκινούμενη από την Τεχεράνη, εφαρμόζει πολιτική σιδηράς πυγμής: μετά από αίτημα της κυβέρνησης του Μπαχέιν συντρίβει στρατιωτικά την εξέγερση, η οποία, όπως και στις υπόλοιπες αραβικές χώρες, δεν είχε παρά αιτήματα πολιτικής νεωτερικότητας.
Ωστόσο, η στρατιωτική συντριβή της εξέγερσης στο Μπαχρέιν δεν σήμαινε την εξομάλυνση των περιφερειακών αναστατώσεων, καθώς η γειτονική Υεμένη άρχισε να βυθίζεται σε έναν ατελείωτο εμφύλιο, ο οποίος εκφράζει τις βαθιές αντιπαλότητες, που δεν μπορούσαν να εκφραστούν εξαιτίας της αυταρχικής διακυβέρνησης του ανατραπέντος το 2012 προέδρου της χώρας Άλι Αμπντάλλα Σάλεχ. Ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει ο εμφύλιος της Υεμένης για την Σαουδική Αραβία είναι διττός: από την μία πλευρά αναδύεται εκ νέου το ζήτημα των σιιτών -στους οποίους το καθεστώς της Σαναά επεφύλαξε την ίδια καταπίεση και τον ίδιο αποκλεισμό όπως και το Ρυάντ- και από την άλλη το πρόβλημα της ισλαμικής τρομοκρατίας, δεδομένου ότι η τρομοκρατική ισλαμική οργάνωση Αλ Κάϊντα της Χερσοννήσου, εδρεύει στην Υεμένη.

Ο ρόλος του Ιράκ και της Συρίας

Όμως τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα για τη Σαουδική Αραβία, αφού μετά από μακρόχρονες προσπάθειες οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι εταίροι τους έρχονται τον Ιούλιο του 2015 σε συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η συμφωνία αυτή σημαίνει τη σταδιακή άρση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν, το τέλος της μακράς διεθνούς του απομόνωσης και την επιστροφή της Τεχεράνης στη διεθνή και κυρίως στην περιφερειακή σκηνή, όπου λαμβάνει χώρα το δράμα της ενιαίας πλέον -λόγω της δράσης του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου- συρο – ιρακινής κρίσης.
Όπως προκύπτει, το λεγόμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο εκμεταλλεύθηκε με τον καλύτερο τρόπο δύο παράγοντες που καθορίζουν την πορεία του Ιράκ τα τελευταία χρόνια: αφενός το γεγονός ότι η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν μετά την αμερικανο-βρετανική εισβολή του 2003, έφερε στην εξουσία την επίσης καταπιεσμένη και αποκλεισμένη σιιτική πλειοψηφία της χώρας, η οποία συμπεριφέρθηκε στους σουνίτες με ρεβανσιστικό τρόπο και αφετέρου το γεγονός ότι το Ιράκ έχει μετατραπεί σε αποτυχημένο κράτος, πράγμα που διευκόλυνε την κατάληψη ιρακινών –όπως επίσης και συριακών- εδαφών από το Ισλαμικό Χαλιφάτο.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο το ιρακινό καθεστώς όσο και το συριακό επηρεάζονται από το Ιράν αλλά και στηρίζονται –αν και σε διαφορετικό βαθμό και με άλλους τρόπους- σε αυτό για την επιβίωση τους. Επίσης, το Ιράν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση της τρομοκρατικής δράσης του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου, πράγμα που πολλαπλασιάζει το περιφερειακό και διεθνές ειδικό του βάρος.
Το γεγονός αυτό, όμως, δυσαρεστεί και ταυτόχρονα ανησυχεί βαθύτατα την Σαουδική Αραβία, η οποία ασφυκτιά υπό το βάρος των εσωτερικών της προβλημάτων, τα οποία παροξύνονται εξ αιτίας της ελεύθερης πτώσης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, αλλά και υπό το βάρος των περιφερειακών ανατροπών που λαμβάνουν χώρα στα γειτονικά της υποσυστήματα, ενώ δεν μπορεί να αγνοήσει ή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την μείζονα απειλή της ισλαμικής τρομοκρατίας.

Το Ρυάντ εγκλωβισμένο

Έτσι, το Ρυάντ εγκλωβισμένο στις αρνήσεις και τις αντιφάσεις του αποφασίζει να προκαλέσει το Ιράν εκτελώντας τον σιίτη κληρικό Νίμρ Μπάκρ αλ Νίμρ, δοκιμάζοντας παράλληλα και τις ανοχές του στρατηγικού του συμμάχου, δηλαδή των ΗΠΑ. Πρόκειται για μία εντελώς λανθασμένη επιλογή, μια και τα διακυβεύματα που αντιπροσωπεύει η καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των εταίρων τους είναι πολύ ευρύτερα και σημαντικά από ό,τι η επιβίωση του σαουδαραβικού καθεστώτος.
Αν και λανθασμένη, η σαουδαραβική επιλογή εξηγείται από την άρνηση του καθεστώτος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, θεωρώντας, μάλλον, ότι τα ανθρώπινα έρχονται και παρέρχονται όχι όμως και ο λόγος του Θεού του οποίου θεματοφύλακας είναι ο βασιλιάς της χώρας.
Πρόσφατα άρθρα ( Διεθνή )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet