Την περασμένη Παρασκευή, η κυβέρνηση προχώρησε στην τροποποίηση του άρθρου 8 του ν. 3090/2002 με το οποίο θεσπίζονταν περιορισμοί στην καταγραφή και αναμετάδοση των δικών. Χωρίς καμιά συζήτηση με τις δικαστικές ενώσεις, του δικηγορικούς συλλόγους και την επιστημονική κοινότητα, οι υφιστάμενες απαγορεύσεις της ολικής ή μερικής μετάδοσης από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και της κινηματογράφησης και μαγνητοσκόπησης της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών, πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων γενικεύτηκαν και καταλαμβάνουν πλέον κάθε μέσο, ιδίως το διαδίκτυο. Ακόμη προστέθηκε η απαγόρευση της χρήσης του λογισμικού που μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, ενώ διατηρήθηκε η ευχέρεια του δικαστηρίου να επιτρέπει τις παραπάνω ενέργειες, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.
Με τη νέα ρύθμιση τίθεται και πάλι το ζήτημα της δημοσιότητας της δίκης, που στη χώρα μας προστατεύεται ήδη από τα Επαναστατικά Συντάγματα ως εγγύηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και δημοκρατικού ελέγχου των λειτουργών της, αλλά και ως μηχανισμός νομιμοποίησης της δικαστικής εξουσίας. Από το Σύνταγμα της Τροιζήνας που προέβλεπε ότι «Αι κρισολογίαι γίνονται δημοσίως, εκτός οσάκις η δημοσιότης είναι εναντία εις την σεμνότητα. Και τότε το Δικαστήριον χρεωστεί να το αποφασίσει», μέχρι το άρθρο 93 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματος που επιτάσσει οι δίκες να διεξάγονται δημοσίως, το περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής παραμένει αμετάβλητο: καθένας που επιθυμεί να παρακολουθήσει τη δίκη, έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση στη συνεδρίαση του δικαστηρίου, η δημοσίευση των πρακτικών και η λήψη αντιγράφου της απόφασης από κάθε ενδιαφερόμενο είναι ελεύθερες, ενώ η απόφαση απαγγέλλεται δημόσια. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, οι παραβιάσεις των ειδικότερων εκφάνσεων της δημοσιότητας της δίκης τυποποιούνται δικονομικά και γεννούν ακυρότητες, που ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο.
Η δημοσιότητα της δίκης κατοχυρώνεται και από την ΕΣΔΑ (άρθρο 6), ενώ συμπορεύεται με τις ελευθερίες της έκφρασης και του Τύπου και με το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Βέβαια, ο νομοθέτης έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πραγμάτωση της αρχής, προστατεύοντας ταυτόχρονα και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, για παράδειγμα μεριμνώντας ώστε η ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα των παραγόντων της δίκης, το τεκμήριο της αθωότητας και η ανεπηρέαστη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης να γίνονται σεβαστά. Πρόκειται για δύσκολες σταθμίσεις, ιδίως λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της επικυριαρχίας ισχυρών οικονομικοπολιτικών συμφερόντων στο πεδίο των ΜΜΕ. Η μετατροπή της δίκης σε θέαμα, η εκ τω προτέρων καταδίκη του κατηγορουμένου από ένα απροσδιόριστο και εύκολα χειραγωγούμενο κοινό, ο ευτελισμός, έστω η κοινωνική έκθεση των μαρτύρων και η άσκηση πίεσης στους δικαστές, είναι κάποιοι από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην ηλεκτρονική αναπαραγωγή της διαδικασίας και δικαιολογούν την απαγόρευσή της.
Ωστόσο, η νέα ρύθμιση δεν φαίνεται να σχετίζεται με την ορθολογική και δικαιοκρατική οργάνωση της δίκης. Αντίθετα, στο κανονιστικό της πεδίο εντάσσεται και η μετάδοση των πληροφοριών για την εξέλιξή της, δεδομένου ότι απαγορεύεται η χρήση ενός μέσου αποτύπωσης των δρώμενων στη δημόσια συνεδρίαση! Ο νομοθέτης παρεμβαίνει στον τρόπο συλλογής των πληροφοριών για την πορεία της διαδικασίας, εμποδίζοντας τη χρησιμοποίηση εκείνης της τεχνολογίας που επιτρέπει να καταγράφονται με ασφάλεια και πιστότητα όσα διαδραματίζονται στην αίθουσα. Με άλλα λόγια, δυσκολεύει εντελώς αδικαιολόγητα τη δυνατότητα της αντικειμενικής πληροφόρησης του κοινωνικού συνόλου για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας.
Το εγχείρημα τη κυβέρνησης μοιάζει καταρχάς θνησιγενές· η συλλογή των πληροφοριών για την πορεία των δικών εξασφαλίζεται με πλείστους τρόπους από τους παράγοντες της ενημέρωσης, όπως μαρτυρούν τα αναρίθμητα δημοσιεύματα για δίκες, που επηρέασαν ακόμη και τη συλλογική κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας στην Ευρώπη. Στη χώρα μας αρκεί το παράδειγμα της ευρείας δημοσιότητας που είχε αποδοθεί στη δίκη του Μαξ Μέρτεν (1959), ο οποίος είχε οργανώσει την εξολόθρευση των εβραίων συμπολιτών μας στη Θεσσαλονίκη, για να γίνουν αντιληπτά, τόσο η δυνατότητα καταγραφής της διαδικασίας χωρίς την προσφυγή στην τεχνολογία (π.χ. στενογραφικά), όσο ιδίως η σημασία της συνταγματικής προστασίας της: η αναμετάδοση των εξελίξεων σε μια δίκη εξασφαλίζει τη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο της απονομής της δικαιοσύνης και επιτρέπει στους πολίτες να αποτιμήσουν την αιτιολογία της απόφασης, να διαπιστώσουν δηλαδή αν οι δικαστές εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να κρίνουν κατά το Σύνταγμα και τους νόμους.
Κατά τούτο, η απαγόρευση μπορεί να γίνει επικίνδυνη: καθιστώντας αθέμιτο ένα μέσο αποτύπωσης της διαδικασίας σε γραπτό κείμενο, εισάγει ένα κριτήριο, που εύκολα μπορεί να αξιοποιηθεί προκειμένου η πλήρης και ακριβής πληροφόρηση για τη διεξαγωγή της δίκης να κριθεί καταχρηστική και να περιοριστεί. Η εξουσία των δικαστών να ελέγχουν τη ροή της ενημέρωσης για το έργο τους διευρύνεται ανησυχητικά και η σχέση κράτους δικαίου και δημοκρατίας υπονομεύεται.