Εσύ που διαβάζεις τώρα αυτό το κείμενο, τι ν’ αναρωτιέσαι με το διάβασμα των λέξεων «Ολυμπιακοί Αγώνες» άραγε; Μήπως, το σύνθημα (προ εικοσαετίας) «ντόπα, μίζες, αναβολικά... της Ολυμπιάδας, τα ιδανικά»; Μήπως, είναι ο Misha; Μήπως, οι δύο νικητές από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μεξικό το 1968, που σήκωσαν τις γροθιές τους; Οι μαύροι Σμιθ και Κάρλος, βέβαια με αυτή τη στάση –ας μπούμε στο δια ταύτα του κειμένου– έδειξαν ένα δρόμο εν αντιθέσει με ένα σεβαστό ποσοστό Αφροαμερικάνων αθλητών στα τέλη του ‘60, που προέτρεπαν για αποχή (ένας εξ αυτών, ο μετέπειτα μουσουλμάνος Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ –μεγάλο αστέρι στο κολεγιακό μπάσκετ εκείνα τα χρόνια). Τον δρόμο της συμμετοχής, σε πλήρη αποδοχή του νοήματος των Ολυμπιακών Αγώνων και της προσπάθειας όσων διαφοροποιούνται, ξεχωρίζουν, έχουν ανησυχίες, να προβαίνουν σε (συμβολικές ή/και όχι) χειρονομίες διαμαρτυρίας κι αντίθεσης με όσα είναι ανά εποχή και περίοδο τα «φλέγοντα ζητήματα».
Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνουν, άραγε; Κάποιες επιτυχίες κόντρα στα προγνωστικά; Η νίκη, ας πούμε, της ΕΣΣΔ στο μπάσκετ ανδρών, το 1972 με «το αιώνιο δευτερόλεπτο»; Η νίκη της Β. Πατουλίδου στα 100 μέτρα εμπόδια, στη Βαρκελώνη το 1992; Μιλώντας για το 1992, η εμφάνιση επαγγελματιών αθλητ(ρι)ών –που περίπου το κατασταστικό των Ολυμπιακών Αγώνων απαγόρευε– από τις ομάδες του ΝΒΑ, γνωστή κι ως «Ντρημ Τημ» που επιβεβαίωσε τη νίκη του ύστερο/νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού; Ή το πιο γνωστό παγκοσμίως dj set, αυτό του ολλανδού dj Tiësto κατά την παρέλαση αθλητ(ρι)ών στην Τελετή Έναρξης του 2004;
Θα μπορούσε να είναι άραγε η αναφορά κάποιων θρυλικών αθλητών, από το αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, αθλητ(ρι)ών όπως ο κουβανός Τεόφιλο Στήβενσον, που δεν θα αντάλλασσε τον κουβανικό λαό με όλα τα δολάρια του κόσμου (ώστε να πυγμαχήσει κόντρα στο Μοχάμεντ Άλι) ή τον παλαιστή της ελληνο-ρωμαϊκής Αλεξάντρ Καρέλιν «της Ρωσικής Αρκούδας» ή μήπως τη Νάντια Κομανέτσι που τρέλανε κριτές και κοινό; Ίσως, προ της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού μπλοκ, όλα να ήταν πιο βολικά και …αζόριστα. Τασσόταν ένα κοινό σε μια οπαδικού (έως και στρατοπεδικού) προφίλ κόντρα, με καλούς και κακούς, κι όλα ήταν απλά. Η ντόπα ήταν ενίοτε και «σοσιαλιστική» κι όταν υπήρχαν αουσάιντερ, θα στήριζε αυτά.
Τα παρελκόμενα των Ολυμπιακών Αγώνων
Έλα όμως που ήρθε το 1992, πόσο μάλλον το 1996, κι επιβεβαιώθηκε πως όλα ήταν εμπόρευμα. Με μικρές ρωγμές και ελαφρές αποκλίσεις.
Kακά τα ψέματα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν βεβαρημένη, ενίοτε σκανδαλώδη, πολιτική ιστορία. Ήδη από τις απαρχές της διοργάνωσης τον 19ο αιώνα –στην Αθήνα, μέσα από το φλερτ των Αγώνων με τον φασισμό και στη σύγχρονη εποχή του εταιρικού ελέγχου.
Μια μεγάλη ειρωνεία είναι ότι οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, που καταστατικά καθορίστηκαν ως μια εναλλακτική λύση στον πόλεμο, έχουν γίνει οι ίδιοι μια μορφή πολέμου χαμηλής έντασης. Οι διοργανώτριες πόλεις χρησιμοποίησαν τους Αγώνες για να αξιοποιήσουν την αστική ανανέωση (gentrification), την κατεδάφιση γειτονιών και τη μαζική εκτόπιση πληθυσμών. Οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, π.χ., προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα και μετατράπηκαν κυριολεκτικά σε μια αστική αντεπανάσταση, καθώς επίλεκτες μονάδες της αστυνομίας έκαναν κατάληψη και «σκούπιζαν» τη μία φαβέλα μετά την άλλη.
Θυμάμαι ένα βιβλίο του αμερικάνου (τέως ποδοσφαιριστή) και καθηγητή Jules Boykoff, που στο βιβλίο του Power Games (Verso books), αναφέρεται στην προσπάθεια επανορθώσεων με τους ιθαγενείς στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία. Οι αυτόχθονες έχουν αγωνιστεί για να υπερασπιστούν τα εδάφη και τα δικαιώματά τους ενάντια στον ολυμπιακό κολοσσό, συνδέοντας τους αγώνες τους με εκείνους ευρύτερων πληθυσμών, δείχνοντάς μας πώς οι Αγώνες θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αφήσουν καλύτερες παρακαταθήκες για όλους, όχι μόνο για τους εύπορους και τις ελίτ.
Οι Εργατικές Ολυμπιάδες
Κακά τα ψέματα, το βιώσαμε από πρώτο χέρι. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ωφελούν τις πολιτικές ελίτ και τα εταιρικά συμφέροντα εις βάρος των τοπικών πόλεων υποδοχής, ακόμη και της ίδιας της δημοκρατίας. Είναι, λοιπόν, μια πιο δημοκρατική και διαφανής Ολυμπιάδα ακόμα δυνατή; Όπως κάποτε οι Eργατικές Ολυμπιάδες; Το 1925, έναν χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, 150.000 εργάτες συμμετείχαν στους πρώτους Εργατικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στη Φρανκφούρτη. Το 1931, έναν χρόνο πριν από τους «επίσημους» Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, στους οποίους αγωνίστηκαν 1.408 αθλητές, πάνω από 100.000 εργάτες από 26 χώρες έλαβαν μέρος στους δεύτερους Εργατικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στη Βιέννη. Περισσότεροι από 250.000 θεατές παρακολούθησαν τους αγώνες της Βιέννης. Πέντε χρόνια αργότερα, σε αντίθεση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, σχεδιάστηκε η Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, που προσπάθησε να αναβιώνει το αρχικό πνεύμα των Αγώνων και επιτελεί αυτό το μεγάλο έργο υπό τη σημαία της «αδελφοσύνης των ανθρώπων και των φυλών», σε ένα μανιφέστο που ανακοίνωνε τις προθέσεις των διοργανωτών.
Πράγματι, αυτοί οι εναλλακτικοί αγώνες ανέδειξαν την υπόσχεση του αθλητισμού ως μέσο προώθησης της ενότητας και της ισότητας σε μια εποχή που χρησιμοποιούνταν για το αντίθετο. Ωστόσο, αυτή η υπόσχεση δεν καρποφόρησε ποτέ, καθώς οι αγώνες εκτροχιάστηκαν από το φασιστικό πραξικόπημα που έσπρωξε την Ισπανία στον Εμφύλιο Πόλεμο.
Δεν λησμονάμε τους Παγκόσμιους Αγώνες Γυναικών μεταξύ 1922 και 1934, παράλληλα. Ο μοναδικός λόγος ήταν για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη τουρνουά γυναικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η διοργάνωση ιδρύθηκε από την Alice Milliat μετά την άρνηση της ΔΟΕ να συμπεριλάβει τα γυναικεία αγωνίσματα στίβου στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Milliat δημιούργησε τη Fédération Sportive Féminine Internationale (FSFI) για να επιβλέπει τη λειτουργία. Ακόμη κι εδώ βέβαια είχαμε γεωπολιτική από τότε, με τις διαβόητες Σπαρτακιάδες της ΕΣΣΔ. Πού οδήγησαν όλα αυτά; Έχουμε έλλειμμα ιστορίας και ενδεχομένως και πολιτικής βούλησης, στο πεδίο του πρωταθλητισμού.
Και τι να κάνουμε, που έγραφε κάποτε ο Λένιν; Αυτά είναι προφανώς για άλλα σημειώματα…