Άνθιμος Γαζής «Γραμματική των φιλοσοφικών επιστημών», Βιέννη, 1799

 

 

 

Στέφανος Τσιόδουλος «“Ψυχής ιατρεία”: Ελληνικές βιβλιοθήκες στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2024

 

Το ενδιαφέρον για τον Διαφωτισμό συνεχώς φθίνει – οι ευάριθμες εξαιρέσεις των αφοσιωμένων μελετητών του επιβεβαιώνουν μάλλον τη διαπίστωση: λίγες οι σύγχρονες μελέτες για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ο Ερανιστής προσπαθεί να κρατήσει το βάρος της κληρονομιάς του, αλλά κυρίως απουσιάζει η σπίθα και το ενδιαφέρον από τους νεότερους – οι φοιτητές δεν θέλγονται από τον αιώνα των Φώτων. Έτσι, στον καιρό της συγκαιρινής μας ανομβρίας, ένα βιβλίο για τις βιβλιοθήκες του Διαφωτισμού είναι τουλάχιστον καλοδεχούμενο: η ιστορία των βιβλιοθηκών διασταυρώνεται με την ιστορία του 18ου αιώνα, δίνοντάς μας ένα ευσύνοπτο χρονικό των διαδικασιών μεσώ των οποίων οι βιβλιοθήκες απέκτησαν διακριτή υπόσταση.

 

Τη δεκαετία του 1980 το τότε Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών (ΚΝΕ) ξεκίνησε ένα σημαντικό ερευνητικό πρόγραμμα σχετικά με τις βιβλιοθήκες του Νέου Ελληνισμού – επιστημονικά υπεύθυνη του προγράμματος ήταν η Λουκία Δρούλια. Καρποί εκείνου του προγράμματος υπήρξαν τόσο οι κατάλογοι πολλών βιβλιοθηκών όσο και μια πλειάδα άλλων μελετών με κέντρο αναφοράς το βιβλίο ή αρχεία που βρίσκονταν σε δυσπρόσιτες βιβλιοθήκες – μαζί και η μικροφωτογράφιση του σπάνιου υλικού. Όλη αυτή η δουλειά υποδομής δεν ανέδειξε μόνο αφανές υλικό, αλλά παρείχε εργαλεία έρευνας, η αξία των οποίων μέχρι και σήμερα παραμένει αμείωτη. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, οι βιβλιοθήκες έγιναν για την ελληνική ερευνητική κοινότητα αντικείμενο μελέτης.

Αν οι ερευνητές του ΚΝΕ έδωσαν έμφαση στα περιεχόμενα των βιβλιοθηκών, παράλληλα και λίγο αργότερα, ο αρχιτέκτονας και συλλέκτης Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος ήταν εκείνος που έστρεψε τον φακό του στη βιβλιοθήκη ως χώρο, προκειμένου να διερευνήσει τις υλικότητες της αναγνωστικής διαδικασίας.

Από αυτά τα δύο προηγούμενα επιστημονικά και μεθοδολογικά παραδείγματα εκκινεί και η μικρή μελέτη του Στέφανου Τσιόδουλου, συναιρώντας τις δύο εγχώριες παραδόσεις, όπως εύγλωττα προκύπτει από τις δύο κύριες ενότητες του βιβλίου («Η συγκρότηση των βιβλιοθηκών» και «Οι κτιριακές υποδομές»), με τη μέριμνα κυρίως στο δεύτερο περί χώρου σκέλος.

 

Επίγειες Εδέμ

 

Κύριο δομικό στοιχείο του Τσιόδουλου για την οικοδόμηση κάθε κεφαλαίου αποτελεί η μαρτυρία: μια βιβλιοθήκη που στεγαζόταν στην Κωνσταντινούπολη, μια συλλογή που κάηκε σε κάποιο μεγάλο γιαγκίνι, ένας κτήτορας του οποίου τα βιβλία post mortem εκποιήθηκαν από ανίδεους κληρονόμους, ένα εικονοστάσι που έκρυβε σε μοναστήρι μια βιβλιοθήκη, ένα σατιρικό ποίημα για έναν ηπειρώτη δάσκαλο που, προσπαθώντας να σώσει τα βιβλία από τη φωτιά, τα κατέβρεξε, κάποιες κατάρες για τους επίδοξους βιβλιοκλέφτες που γράφτηκαν σε ένα παράφυλλο. Αυτές οι ελάσσονες ψηφίδες ομαδοποιούνται κατά θέμα και συνθέτουν σειρές πολύτιμες: η μικροϊστορία ξαναντύνεται τα γιορτινά της, σε μια προσπάθεια επανεπίσκεψης του παρελθόντος. Παρότι η μελέτη του Τσιόδουλου αξιοποιεί κατά το πλείστον τη δευτερογενή βιβλιογραφία και μελέτες γύρω από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ο χειρισμός του υλικού εκ μέρους του είναι δεξιοτεχνικός, αφού ανασύρει τη λεπτομέρεια και τη θέτει στο κέντρο του πίνακα – η τέχνη της λεπτομέρειας είναι ενίοτε τόσο πολύτιμη όσο και η τέχνη των φωτοσκιάσεων.

Έτσι, ο Τσιόδουλος περνάει από τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες των Φαναριωτών και το πάθος του συλλέγειν, στους εμπόρους και τις προσωπικές τους βιβλιακές συλλογές, προκειμένου να μιλήσει για την ανάδυση ενός νέου πνεύματος: οι τελευταίοι συγκροτούν συλλογές, τις οποίες είτε δωρίζουν σε σχολεία και μοναστήρια του ελλαδικού χώρου είτε παρέχουν τα χρήματα για την αγορά νέων τότε εντύπων. Το πέρασμα από τις ατομικές στις συλλογικές βιβλιοθήκες –πέρασμα που σημειώνεται στα χρόνια ακριβώς του Διαφωτισμού– εντοπίζεται και αναδεικνύεται από τον μελετητή.

Και όντως, κύρια φροντίδα του Τσιόδουλου είναι να διερευνήσει τη συγκρότηση των συλλογικών βιβλιοθηκών, δηλαδή των σχολικών και μοναστηριακών, ως τόπων όπου νέα ήθη και έξεις γεννιούνται κατά το διάστημα που τον απασχολεί. Από εκεί και πέρα, ο μελετητής στρέφει το ενδιαφέρον του στη βιβλιοθήκη ως χώρο: πώς κάποιες αυτονομούνται οικοδομικά, πώς και με τι υλικά χτίζονται, για ποιους λόγους προτιμούνται πλέον τα λιθόκτιστα κτίρια, πώς η γεωγραφία καθορίζει το υλικό δόμησης, πώς η ιστορία καθορίζει τις οικοδομικές επιλογές.

Το μελέτημα του Τσιόδουλου αποτελεί εν ολίγοις μια (καλή και αξιόλογη) εξιστόρηση της γέννησης των συλλογικών βιβλιοθηκών του πρόσφατου παρελθόντος: γεννιούνται στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά η κυοφορία τους υπήρξε μακρά· άλλες ήταν θνησιγενείς, ενώ άλλες μέχρι σήμερα σώζονται και λειτουργούν. Κάθε εξιστόρηση του παρελθόντος είναι παράλληλα και μια εξιστόρηση μιας πτυχής του παρόντος μας: οι δημόσιες (και κοσμικές) βιβλιοθήκες γεννήθηκαν στα χρόνια του Διαφωτισμού – και τούτο είναι κάτι, όχι μικρό, από τη λοιδορούμενη κληρονομιά του.

 

«Θέματα για ξετύλιγμα»

 

Από τις πρώτες σελίδες, βέβαια, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο Τσιόδουλος δεν προβληματοποιεί τα παραδεδομένα ιστοριογραφικά σχήματα ούτε τα επανερμηνεύει βάσει των σύγχρονων ζητουμένων της έρευνας· η δευτερογενής βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ως καλούπι που χωράει το υλικό του. Έτσι, ξαναβλέπουμε την ανάδυση της αστικής τάξης, τον ρόλο των εμπόρων και τη νικηφόρα πνευματική προετοιμασία της Επανάστασης μέσω της παιδείας σε μια μάλλον απλοποιημένη εκδοχή, χωρίς εντάσεις και χωρίς εκείνους τους ιστορικούς «καβγάδες» των λογίων – μια πορεία, εν ολίγοις, ευθύγραμμη. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η εκ μέρους του μελετητή ιδεολογική τοποθέτηση: λέξεις και φράσεις όπως «τουρκοκρατία», «υπόδουλος ελληνισμός», «δουλεία» και «Απελευθέρωση», «έθνος» και «εθνική αποκατάσταση» (αναφερόμενα και τα δύο στους μετά την Άλωση αιώνες) μάλλον δεν συνάδουν με τη σύγχρονη ιστοριογραφική ζαργκόν. Δεν είναι πολιτική ορθότητα να μιλάμε για οθωμανική περίοδο και όχι για «τουρκοκρατία», αλλά ακρίβεια ιστορική. Δεν μπορούμε να μιλάμε για «έθνος» πριν από τον 19ο αιώνα, όταν κεντρική εννοιολογική κατηγορία για τους μετά την Άλωση χρόνους είναι το Γένος (ο «ελληνικός» πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσδιοριζόταν βάσει γλώσσας και θρησκεύματος για να διαχωριστεί από άλλες ομάδες). Ούτε, φυσικά, είναι σύγχρονη ιστοριογραφική λόξα το να μη λέμε «δουλεία», όταν γνωρίζουμε τις υψηλόβαθμες θέσεις των Φαναριωτών και τον ρόλο που διαδραμάτισαν στη διπλωματική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή την περίπτωση των Ιωαννίνων –την οποία εξαιρετικά μεταχειρίζεται και επαναφέρει στο προσκήνιο ο Τσιόδουλος–, όταν εκεί η παιδεία ανθούσε, όταν υπό το φως του ηλίου και με τις ευλογίες του Αλή πασά τα ελληνικά γράμματα σπουδάζονταν με θέρμη. Μια ιστοριογραφία δίχως τις πλάνες του παρελθόντος είναι σήμερα εφικτή μάλλον – πράγμα για το οποίο εντατικά εργάστηκε και ο θεμελιωτής της μελέτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Κ. Θ. Δημαράς, όσο και αν θέλουμε να το ξεχνάμε. 

Πέρα όμως από αυτά, ό,τι λείπει από τη μελέτη είναι το υποκείμενο: Αυτές οι βιβλιοθήκες ήταν ή όχι πολυσύχναστες; Ποιοι πήγαιναν εκεί για να μελετήσουν; Αποτελούσαν χώρους δημόσιας συνάθροισης; Εν τέλει, οι αναγνώστες άγγιζαν τους σκωληκόβρωτους τόμους ή απλώς οι τελευταίοι είχαν μουσειακό χαρακτήρα; Τέτοιου είδους ερωτήματα εντάσσονται στον πυρήνα μιας ιστορίας της ανάγνωσης κατά τον αιώνα των Φώτων και συνδέονται άρρηκτα με την ιστορία των βιβλιοθηκών. Μπορεί οι μαρτυρίες εδώ να είναι λιγότερες, αλλά αξίζει τον κόπο μελλοντικά να τις αναζητήσουμε, προκειμένου ο πίνακας που βλέπουμε, αν δεν είναι πλήρης, τουλάχιστον να εικονίζει όλα τα πρόσωπα εκείνης της παλιάς ιστορίας – που είναι πρόσωπα δικά μας.

 

Παναγιώτης Ελ Γκεντί O Παναγιώτης Ελ Γκεντί είναι υποψήφιος διδάκτωρ ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet