Oliver Gloag «Ξεχάστε τον Καμύ», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2024
Ο Όλιβερ Γκλογκ μας προσκαλεί σε αυτό το βιβλίο να ξεχάσουμε τον Αλμπέρ Καμύ, όπως μας τον δίδαξαν, και να τον ξαναδιαβάσουμε μέσα από την υπόθεση της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία, τους αγώνες ανεξαρτησίας των Αλγερινών, καθώς και το μετέπειτα πολιτικό κλίμα με φόντο τις δύο χώρες, οι οποίες αποτέλεσαν τις δύο πατρίδες του. Μέσα από την εξαιρετική και προσεγμένη μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, γίνεται σαφές ότι για τον Γκλογκ είναι σημαντικό να αναδείξει τις αμφισημίες στο καμυκό έργο, οι οποίες τον καθιστούν έναν συγγραφέα «παντός καιρού» και αναγνωσμένο από υποστηρικτές κάθε πολιτικής πλευράς, με άλλα λόγια έναν (υποτιθέμενα) οικουμενικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γκλογκ θεωρεί ότι ο μεσογειακός βιταλισμός και ο ανθρωπισμός του «μεγάλου Νομπελίστα», η αντικομουνιστική του στάση, καθώς και η αποσιώπηση των εμπειριών των Αράβων στα κείμενά του, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την είσοδό του σε σημαντικούς κύκλους άσκησης επιρροής στη Γαλλία, καθώς και στην περαιτέρω εδραίωση του έργου του από όσο τα μισά του περασμένου αιώνα έως σήμερα.
Ο παραμερισμός των εμπειριών των Αλγερινών και των Αράβων σε κείμενά του όπως, ο Ξένος και η Πανούκλα, υπογραμμίζονται από τον μελετητή του, μέσα από μοτίβα όπως η περιφρονητική στάση προς τους Άραβες, οι ρόλοι κομπάρσων, ή οι μη ομιλούντες χαρακτήρες που τους αποδίδει. Στον Ξένο, η αποικιοκρατία είναι κάτι το αυτονόητο. Δεν πρόκειται για μια συνθήκη η οποία τίθεται υπό διερώτηση ή κριτική σκοπιά. Η άρνηση του παρελθόντος των αυτοχθόνων και η σχετικοποίησή του, καθώς και η διαγραφή του πρόσφατου παρελθόντος, σύμφωνα με τον Γκλογκ, τοποθετούν τον Καμύ στο στρατόπεδο των καταπιεστών. Στις περιγραφές του Καμύ στον Ξένο αναπαρίσταται η αποικιοκρατική τάξη και πραγματικότητα, ενώ ο Αλγερινός ως Άλλος θανατώνεται, γιατί με την παρουσία του αποσταθεροποιεί τη φαντασία του κυρίαρχου η οποία βασίζεται στον αποκλεισμό του, δηλαδή «ένας Άραβας εξαφανίζεται μπροστά σε έναν Ευρωπαίο» (σ. 56). Η άλλοτε αμφίρροπη προς τις δύο πλευρές (αποικιοκρατικής βίας της Γαλλίας και αποαποικιοκρατικών αγώνων της Αλγερίας) και άλλοτε αποσιωπητική στάση του Καμύ προς τους Άραβες οδηγεί σε μια αμφισβήτηση της πολιτικής του τοποθέτησης ήδη όσο ήταν εν ζωή.
Αμφισβήτηση και ρήξη
Φίλοι και συνεργάτες του, δυσανασχέτησαν έντονα ή ήρθαν σε ρήξη μαζί του (βλ. ενδεικτικά αποσπάσματα από Ζαν Σενάκ [Jean Sénac], 38-39 και Μουλούντ Φεραούν [Mouloud Feraoun], σ. 59), ενώ τις «φοβερά περίπλοκες αντιφάσεις» στο έργο του επισημαίνει και ο Έντουαρντ Σαΐντ [Edward Said] στο «Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός» (σ. 43) και άλλοι στοχαστές όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, με τον τελευταίο να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τον Καμύ. Άλλωστε οι ζωές και οι πολιτικές παρεμβάσεις των Σαρτρ και Καμύ διαβάζονται από τον Γκλογκ ως αδιαχώριστες και ταυτόχρονα ετερόκλιτες, σε κάθε περίπτωση ωστόσο καθοριστικές για τις πολιτικές εξελίξεις κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Ανατρέχοντας στα Γράμματα σ’ έναν φίλο Γερμανό, αλλά και σε μια ανάγνωση της Πανούκλας, μέσα από την οποία την προτείνει ως παραλληλισμό της γαλλικής κατοχής στην Αλγερία και όχι της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία (η οποία αποτελεί την κυρίαρχη ανάγνωση), ο Γκλογκ επισημαίνει τη δυσανάλογα θερμή στάση του Καμύ για την υπεράσπιση της Γαλλίας και την καταδίκη της ναζιστικής Γερμανίας, σε σχέση με τον δισταγμό του να καταδικάσει την αποικιοκρατική βία της Γαλλίας στην Αλγερία. Κομβικής σημασίας αποτελούν οι θέσεις του για τη βία καθώς και η αποδοχή του βεμπεριανού μονοπωλίου της βίας του κράτους, σύμφωνα με τον Γκλογκ. Η άρνησή του να διαλέξει ανάμεσα στη βία των αποικιοκρατών και την αντιβία των αποικιοκρατούμενων, μπορεί να διαβαστεί ως φαινομενικά ειρηνική καθώς αποκηρύσσει κάθε μορφής βία, νομιμοποιώντας ταυτόχρονα την πλευρά των κατακτητών. Με τα ίδια τα λόγια του Καμύ: «Δεν θέλω να είμαι ούτε δήμιος ούτε θύμα, και γι’ αυτό είμαι ενάντια στην εξέγερση των αυτοχθόνων κατά των αποίκων». Πρόκειται για μια φράση που μνημονεύεται από τον Σαρτρ και την οποία χαρακτηρίζει ως «ψευτοοικουμενιστική θέση» και «σκέτη βιτρίνα» (σ. 92), καθώς επί της ουσίας νομιμοποιεί την αποικιοκρατική βία. Όπως συνέβαινε και σχετικά με άλλα ζητήματα, τα οποία είχαν φέρει σε ρήξη τους δύο συγγραφείς, έτσι και σε σχέση με το θέμα της βίας, οι θέσεις τους είναι αντιπαραθετικές. Σύμφωνα με τον Σαρτρ: «Αν οι αποικιοκρατούμενοι δεν ξεσηκωθούν μαζικά, οι άποικοι ξέρουν καλά ότι δεν θα βρεθεί στην Μητρόπολη καμία οργανωμένη δύναμη για να στηρίξει την υπόθεσή τους» (ό.π.).
Καμυκό παράλογο και σαρτρικός υπαρξισμός
Ακόμη και σήμερα, λίγοι κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο καμυκό παράλογο και τον σαρτρικό υπαρξισμό, όσο κι αν ο Καμύ προσπαθούσε να κρατήσει τις αποστάσεις του από τον υπαρξισμό, από τον οποίο αποπειράθηκε να διαφοροποιηθεί πολλαπλώς μέσα από κείμενα και τοποθετήσεις, αλλά πιθανόν μάταια. Η αντιπαράθεση των δύο συγγραφέων αντανακλά ουσιαστικά και δύο κόσμους σε σύγκρουση, καθώς είναι φανερή η αρνητική στάση του Καμύ (σύμφωνα με τον Γκλογκ «εμμονή») με τους μητροπολιτικούς υπέρμαχους της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, μεταξύ των οποίων και ο Σαρτρ. Επιπλέον το ζήτημα της βίας, το οποίο απασχόλησε διαχρονικά τον Καμύ, εκφράζεται επίσης στις αντιφάσεις του μέσα από αναλύσεις για την τρομοκρατία και τη θανατική ποινή. Ο Γκλογκ, ανατρέχοντας και σε ένα μέρος της αλληλογραφίας του Καμύ, φέρνει στο προσκήνιο προς το τέλος του βιβλίου μια άλλη όψη της ζωής και της στάσης του για τις γυναίκες. Πέρα από κάποια αποσπάσματα του ίδιου που φανερώνουν μια σχεδόν αποπνικτική ζήλεια, καθώς και μία σειρά από πατριαρχικά μοτίβα, παρατίθενται και ορισμένες σκέψεις της Σιμόν ντε Μποβουάρ από τη Δύναμη των πραγμάτων, όπου ασκεί κριτική στον Καμύ διότι αντιλαμβάνεται τη γυναίκα ως «το αντικείμενο» ενώ τον ίδιο ως τη «συνείδηση και το βλέμμα» (σ. 157-158).
Κριτική ανάγνωση
Διανύοντας σήμερα μια εποχή όπου αμφισβητούμε και ξαναδιαβάζουμε τους «μεγάλους» συγγραφείς, μπορούμε να πούμε ότι το δοκίμιο του Γκλογκ συνεισφέρει σε μια κριτική ανάγνωση του Καμύ, πέρα από την αποθέωση και την πυρά. Η έκδοση του βιβλίου προκάλεσε πολλές συζητήσεις όταν κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά στη Γαλλία και ο συγγραφέας δέχτηκε μια σειρά από επιθέσεις ονλάιν ή και κείμενα που απευθύνονταν με πολύ έντονο τόνο στο βιβλίο του, μάλιστα ένα από αυτά, έκλεινε με τη φράση «Ξεχάστε τον Γκλογκ». Μολονότι ο Γκλογκ δεν αμφισβητεί τη σημασία του έργου του Καμύ (χαρακτηρίζει εξάλλου αριστούργημα τον Ξένο), μέσα από το δοκίμιο αυτό προσπαθεί να ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση για το αποικιοκρατικό παρελθόν και νεοαποικιοκρατικό παρόν της Γαλλίας και της Ευρώπης και τον ρόλο της αριστεράς σε αυτό. Όσα συμβαίνουν αυτήν την περίοδο στο Κανάκι και τη Νέα Καληδονία αποτελούν μια ιστορία της οποίας δεν γινόμαστε μάρτυρες για πρώτη φορά. Το να μπορέσουμε λοιπόν να μιλήσουμε για τη μετανάστευση, μας λέει ο Γκλογκ, μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια συζήτηση για την αποικιοκρατία ακόμη κι αν αυτό, προκειμένου να άρουμε τη συστηματική αποσιώπηση, απαιτεί πρώτα να «ξεχάσουμε».