Χρυσόστομος Τσαπραΐλης «De Mysteriis», εκδόσεις Αντίποδες, 2024
Όταν πριν από εφτά χρόνια ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, τις Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, οι ιστορίες του πλέκονταν πάνω στην αχλή μύθων και θρύλων της Θεσσαλίας για να τους ξαναφτιάξουν από την αρχή με τους όρους μιας σύγχρονης, εντόπιας λογοτεχνίας του φανταστικού, γονιμοποιημένης από το μέταλ, τα βιντεοπαιχνίδια και την αλληλεπίδραση του φέισμπουκ – που όριζε και την έκτασή τους. Με εξαίρεση τη λελογισμένη χρήση της ντοπιολαλιάς, δεν έδειχναν να συγγενεύουν παρά με ελάχιστα έργα ομηλίκων του, λίγο ή πολύ, συγγραφέων – με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και τη Μεταποίηση περισσότερο παρά με το Γκιακ, ίσως. Όσο για τα παλαιότερα έργα με άξονα αναφοράς το φανταστικό, το υπερφυσικό και/ή τον τρόμο, για παράδειγμα του Βασίλη Γκουρογιάννη, του Χριστοφορου Μηλιώνη ή και του Δημοσθένη Βουτυρά, η υπαρκτή συνάφειά τους δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι οφειλόταν σε επίδραση. Κάτω από τις γραμμές των δοξασιών, διάβαζες σίγουρα Λάβκραφτ, Τόλκιν, Μπάρκερ και άλλους μεγάλους του φανταστικού.
Αλλά η πιο σημαντική πηγή του Τσαπραΐλη ήταν η συλλογική μνήμη του τόπου του, όπως μεταγγίζεται μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις και μετασχηματίζεται στον καιρό. Αυτό το νήμα έπιασε και άρχισε να ξετυλίγει με απροσδόκητους τρόπους, δημιουργώντας έναν οικείο και μαζί ξένο κι απόκοσμο κόσμο, με τις δικές του αλλόκοτες μορφές και άγριες τελετουργίες, που διαβάζονται κατά το δοκούν αλλά οπωσδήποτε με ένα ρίγος στην πλάτη. Και το νήμα αυτό δεν κόπηκε με την έκδοση των ιστοριών, συνέχισε να ξετυλίγεται στο διαδίκτυο, όπου και η πρώτη τους, στο φέισμπουκ, μαζί με εικόνες, βίντεο και μουσικές, ίδιες και άλλες με αυτές που τις έθρεψαν και τώρα γεννούσαν νέες.
Το ίδιο νήμα ξανάπιασε και στις Γυναίκες που επιστρέφουν, αφηγήσεις για πονεμένες γυναίκες, υφασμένες αυτή τη φορά πάνω στα χαρακτικά που φιλοτέχνησε ο Φώτης Βάρθης για εννιά γυναίκες που θρηνούν σε ισάριθμες παραλογές. Αλλά κάθε φορά το νήμα είναι ίδιο και μαζί άλλο. Όπως και στη νέα του συλλογή, που οι πολύ πιο εκτενείς ιστορίες της είναι χτισμένες πάνω στα λόγια, την ατμόσφαιρα και κυρίως τα ανείπωτα του άλμπουμ του μπλακ μέταλ νορβηγικού συγκροτήματος Mayhem, που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «De mysteriis Dom Sathanas» και η δημιουργία του σφραγίστηκε από την αυτοκτονία του τραγουδιστή και τη δολοφονία του κιθαρίστα του. Τα μέλη του συγκροτήματος και ειδικά ο αυτόχειρας τραγουδιστής εμπνέουν επίσης τις ιστορίες, οι τίτλοι των τραγουδιών τις τιτλοφορούν και ο χώρος όπου διαδραματίζονται απλώνεται από τα Καρπάθια ως τα Πατήσια και την Κυψέλη.
Φέρνοντας το παρελθόν, στο παρόν
Επιβεβαιώνοντας την αφηγηματική του δεξιοσύνη, ο Τσαπραΐλης φέρνει εδώ το παρελθόν, προσωπικό και συλλογικό, στο παρόν μέσα από άλλους δρόμους, μέσα από ιστορίες εμμονών που παρεκτρέπουν και μεταβάλλουν τον άνθρωπο και τη φύση του, μέσα στη φύση, στα κλασικά ισκιωμένα δάση του φανταστικού, αλλά και μέσα στην πόλη, στους λαβύρινθους των δρόμων και τις λόχμες των κτιρίων. Από τη μια η εκκλησία του Σατανά, που τόσο είχε ονειρευτεί ο Λούτκα, κι αυτήν και τις αιματοβαμμένες της τελετουργίες, και την είχε ξομπλιάσει με τόσες ιστορίες βγαλμένες από τα όνειρα και τη φαντασία του, ιστορίες ζωντανές με τη δική τους διαδρομή μέσα στην κοινότητα και πέρα από αυτήν, ως τη στιγμή που την είδε να υψώνεται μπροστά του και κλήθηκε να ξαναγράψει με το αίμα του το ευαγγέλιό της· το παιδί που μεγαλώνει με τον τρόμο μιας αιμοσταγούς θεάς, επινοημένης από μια τουλάχιστον αλλόκοτη μητέρα, γίνεται ιερέας για να την βγάλει από τον νου και την ψυχή του και καταλήγει αιμοβόρο φάντασμα-άγγελος θανάτου· το κοριτσάκι που ονειρεύεται να κατακτήσει τον κόσμο και το στοιχειώνει ο φόβος του θανάτου, οπότε και αποφασίζει να κερδίσει ζωή κλέβοντας, δράκουλας θηλυκός, τη ζωή των άλλων· ο καλός ράφτης που γίνεται κι αυτός δράκουλας για να μπαλώσει τον νεκρικό μανδύα του αγαπημένου του φίλου και να του τον φορέσει, έστω και με καθυστέρηση, υπακούοντας σε ένα έθιμο που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Από την άλλη, η Ελπίδα, που τη ζωή της δεν την ήθελε και την αγάπησε την ώρα που γεύτηκε τον πολυπόθητο θάνατό της, τον διαλεγμένο με κάθε επιμέλεια για να την κρατήσει μακριά από τον κόσμο και τους καταναγκασμούς του, όπως πάντα ονειρευόταν, στα θεμέλια της πολυκατοικίας που θα υψωνόταν στη θέση του πατρικού της σπιτιού· η αμνήμων Περσεφόνη, με το χαρισμένο όνομα και τη δουλειά στο υπόγειο του νοσοκομείου όπου τυχαία την μετέφεραν, που δικαιώνει πλήρως το όνομά της ως χθόνιας θεάς, όπως και ο Ερμής, ο νυχτερινός κούριερ που διαβάζει το γράμμα που πρέπει να παραδώσει και είναι η αναγγελία του θανάτου του, ως αγγελιοφόρου των ζωντανών στους νεκρούς· κι ο θίασος που γίνεται ένα με τον τόπο και την ιστορία του και επιτελεί όχι ένα θέαμα αλλά μια τελετή ανατροπής της τάξης του κόσμου και του νου.
Μπαρόκ εικόνες και δαιδαλώδεις προτάσεις
Με περίτεχνες, συχνά μπαρόκ εικόνες και το άπλωμά τους σε εξίσου δαιδαλώδεις προτάσεις, ο Τσαπραΐλης σχεδιάζει τόπους γεμάτους σκιές, μυρωδιές, χρώματα θαμπά και άλλα απειλητικά, φωσάκια και λάμψεις, χιόνια και ομίχλες· με μείξη των λόγων και των θρύλων, στήνει δραστικούς στο παραξένισμά τους διαλόγους· με ολ’ αυτά, με συνδηλώσεις, σύμβολα, υπαινιγμούς και σκόπιμες αποσιωπήσεις δημιουργεί κυρίως ατμόσφαιρα. Το καινούργιο στη νέα του συλλογή είναι, νομίζω, αφενός η εστίαση στο υποκείμενο, στην εμμονή που πυροδοτεί την ανάδυση της υπερφυσικής τάξης πραγμάτων· αφετέρου ο αναστοχασμός πάνω στη δημιουργία της ίδιας της παράδοσης, που ξαναγεννιέται μέσα από την επανεπινόησή της από τις νέες γενιές, χωρίς ωστόσο να εξημερώνεται, διατηρώντας ακέραιη την αγριάδα των σκοτεινών της χρόνων. Κι αυτός ο στοχασμός επεκτείνεται σε όλες τις ιστορίες, στην επιτελεστικότητα του λόγου και τη διαβρωτική του δύναμη για τη συνείδηση και τον ψυχισμό του ανθρώπου. Τέλος, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, εντοπίζω έναν πολλαπλό λόγο περί αποξένωσης, έναν λόγο για τη δίψα για (αληθινή;) ζωή που μπορεί να γίνει διαβατήριο θανάτου – ή να γεννήσει νέες ιστορίες κι αυτές με τη σειρά τους την εικόνα ενός νέου κόσμου. Με κάποιο τρόπο, λοιπόν, η νέα αυτή συλλογή μοιάζει να δίνει κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα που μου είχαν γεννήσει τα πρώτα διηγήματα σε σχέση με την προθετικότητά τους. Οι ιστορίες του Τσαπραΐλη φαίνεται ότι μετουσιώνουν κοινωνικούς φόβους όπως στοιχειώνουν το ασυνείδητο· και επιχειρούν να επαναμαγεύσουν την πραγματικότητα, μέσα από το ανοίκειο και το αλλόκοσμο. Θα επιμείνω ωστόσο στο «κάποιες», γιατί πολλά ερωτηματικά μου παραμένουν. Αλλά το γεγονός και μόνο ότι ένα έργο δημιουργεί ερωτηματικά δεν είναι απόδειξη της δραστικότητάς του;
Και κάτι τελευταίο, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια φαίνεται ότι συγκροτήθηκε μια τάση εντόπιας λογοτεχνίας τρόμου, με έργα νέων συγγραφέων, όπως ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ που μόλις εξέδωσε κι αυτός το δεύτερο βιβλίο του, το «Κακό ανήλιο». Αλλά στην τάση αυτή, τους συγγραφείς και τα έργα θα επανέλθουμε.