Οι θρησκευτικές αδελφότητες που έδρασαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θεωρούνται ως παράγωγο των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων δύο δικτατοριών του 20ού αιώνα: της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου. Γεννήθηκαν και έδρασαν ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ορόσημα, ενσωματώνοντας τόσο στην κουλτούρα τους όσο και στη δομή τους τις σχέσεις αυταρχισμού και πειθαρχίας του ελληνικού μιλιταρισμού που εμπότισε επί 40 περίπου χρόνια όλους τους θεσμούς του ελληνικού κράτους.
Βασικός πυλώνας στρατιωτικοποίησης του εκκλησιαστικού οργανισμού, άρα και των θρησκευτικών αδελφοτήτων που συνιστούσαν στην πραγματικότητα την κοινωνική προέκτασή του, ήταν οι στρατιωτικοί ιερείς. Σύμφωνα με έναν άτυπο, αλλά ισχυρό κανόνα, ιδιαίτερο προσόν για να εκλεγεί κάποιος αρχιμανδρίτης σε θέση Μητροπολίτη της ελλαδικής Εκκλησίας εκείνη την εποχή ήταν η ευδόκιμη θητεία του στην Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού και το πέρασμά του από «μάχιμη» υπηρεσία όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξόριστων αντιφρονούντων και πολιτικών κρατουμένων. Εκεί θα δοκιμαζόταν ο υποψήφιος επίσκοπος στην αναπαραγωγή και μετάδοση της ιδεολογίας του αντικομμουνισμού, συμμετέχοντας ενεργά στις πράξεις εθνικής αναμόρφωσης των κρατουμένων μέσα από το κήρυγμα, τα γραπτά τους, ακόμα και το μυστήριο της Εξομολόγησης. Μετά την «επιτυχή» άσκησή τους στο πεδίο της κατασκευής των πολιτικών και θρησκευτικών όρων του «ελληνοχριστιανισμού» στα σώματα των εχθρών του καθεστώτος, μπορούσαν να εκλεγούν στο σώμα των Μητροπολιτών προκειμένου να μεταφέρουν όλη αυτή την τεχνολογία της κρατικής εξουσίας στον εκκλησιαστικό χώρο και ιδίως στους «εκλεκτούς» των θρησκευτικών αδελφοτήτων.
Η κουλτούρα της μάχης των χριστιανών ενάντια στους εχθρούς του Κράτους και της Εκκλησίας διακρινόταν τόσο στην καθετοποιημένη δομή της ιεραρχίας των θρησκευτικών αδελφοτήτων, όσο και στα ίδια τα σώματα των πιστών. Η διοίκηση εκάστης αδελφότητας συνιστούσε ένα αυστηρό πλέγμα σχέσεων εξουσίας το οποίο είχε στο κέντρο του τον προϊστάμενο (υποχρεωτικά ιερέας) ενώ γύρω του εξακτινωνόταν ένα πλήθος πιστών οι οποίοι όφειλαν στον πρώτο σπαρτιατικού τύπου υπακοή σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Αυτές οι σχέσεις εξουσίας και πειθάρχησης εγχαράσσονταν στα ανθρώπινα σώματα: οι άνδρες ντύνονταν πάντα με χαρακτηριστική ομοιομορφία, με απαραίτητο το μουστάκι (δείγμα εκκλησιαστικής διαφοροποίησης από τους κοσμικούς), ενώ οι γυναίκες παρουσιάζονταν επίσης πάντοτε με μακριά φούστα, κότσο στα μαλλιά τους, χαμηλωμένο βλέμμα.
Αυτός ο στρατός των «φλογερών» χριστιανών ανέπτυσσε στον λόγο του μοτίβα πολεμικά: η ζωή του αληθινού πιστού έπρεπε να είναι ένας διαρκής πόλεμος ενάντια στο κακό και την αμαρτία, τα οποία εκφράζονταν μέσα από τρείς βασικούς πόλους: τον μαρξισμό, τον φροϋδισμό και τον δαρβινισμό. Επρόκειτο για κυρίαρχες δομές της νεωτερικής σκέψης και πράξης τις οποίες οι χριστιανοί όφειλαν να αντιμάχονται σε κάθε έκφραση της κοινωνικής τους ζωής: την Εκκλησία, το κατηχητικό, το σχολείο, το στρατό, την πολιτική, την οικογένεια, εν τέλει το ίδιο το Κράτος.